Η μυστηριώδης ιστορία μιας οικογένειας που κρυβόταν σε 141 φιλμ

Κοινοποίηση:
coperta-1

Ένα πακέτο με φωτογραφικά φιλμ που άργησαν περίπου μισό αιώνα να εκτυπωθούν οδήγησαν σε μια απίστευτη αναζήτηση για μια μυστηριώδη οικογένεια

Ο Πιερλουίτζι Ορτολάνο είναι ένας 48χρονος εργάτης εργοστασίου. Τη νύχτα, ταξιδεύει από τη γενέτειρά του – το Σαν Σάλβο, στα σύνορα μεταξύ των περιφερειών Αμπρούτσο και Μολίζε στην κεντρική Ιταλία – στο εσωτερικό της χώρας. Εργάζεται στο Sevel, ένα εργοστάσιο συναρμολόγησης οχημάτων Fiat, μια σημαντική ατμομηχανή της περιφερειακής οικονομίας της Ιταλίας.

Όποτε έχει διάλειμμα, για να ξεχαστεί λίγο από τη μονοτονία της δουλειάς, φροντίζει να ασχοληθεί με τα χόμπι του, μεταξύ των οποίων και τη φωτογραφία. Ανάμεσα στις βάρδιες τον Μάιο του 2017, κατέληξε στο Catawiki – έναν από τους πιο δημοφιλείς διαδικτυακούς ιστότοπους δημοπρασιών. Ψάχνοντας και κοιτώντας φωτογραφικές μηχανές, έπεσε πάνω σε μια αγγελία για ένα πακέτο που περιείχε 141 ρολά μη εκτυπωμένου φιλμ, που χρονολογούνταν από τη δεκαετία του 1960 στην Ολλανδία.

Τα μη εκτυπωμένα ρολά φιλμ είναι κάτι που κυνηγούν πολλοί λάτρεις της φωτογραφίας καθώς γίνονται όλο και πιο σπάνια να τα βρει κανείς. Μπορεί να εντοπιστούν ξεχασμένα σε κάποιο οικογενειακό μπαούλο ή μέσα σε μια φωτογραφική μηχανή που δεν ανοίχτηκε ποτέ πριν, ενώ τα τελευταία χρόνια είναι ένα σημαντικό εύρημα στις διαδικτυακές δημοπρασίες.

«Είπα στον εαυτό μου: ‘Πρέπει να τα πάρω’. Ζήτησα μάλιστα από άλλους ανθρώπους να με βοηθήσουν αν η τιμή γινόταν πολύ υψηλή» λέει ο Ορτολάνο μιλώντας στην EL PAÍS. Ευτυχώς, συμμετείχε μόνο ένας άλλος ανταγωνιστής στη δημοπρασία και όταν η προσφορά έφτασε τα 200 ευρώ εκείνος εγκατέλειψε.

Το πακέτο έφτασε μια εβδομάδα αργότερα. Σε ορισμένα από τα κουτάκια των φιλμ, οι ετικέτες είχαν λέξεις που υποδείκνυαν το μέρος που είχαν τραβηχθεί οι φωτογραφίες όπως «τσίρκο», «διακοπές» ή «πλοία». Όλα τα φιλμ προέρχονταν από την ίδια μάρκα, την Agfa, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι φωτογραφίες πιθανότατα είχαν τραβηχτεί όλες από έναν και μόνο φωτογράφο. Κάθε ρολό ήταν άριστα διατηρημένο, παρά την ημερομηνία λήξης πίσω στο 1971. Τα ρολά ήταν τυλιγμένα σε ένα φύλλο εφημερίδας του 1969, της «The Randstad», το οποίο είναι επίσης το όνομα ενός αστικού συγκροτήματος που περιλαμβάνει το Άμστερνταμ και άλλες 16 πόλεις της Ολλανδίας. Η περιοχή είναι διάσημη για τις καλλιέργειες τεύτλων και τα εργοστάσια ζάχαρης, καθώς και για τις γιορτές λουλουδιών.

Όταν το πακέτο έφτασε στην Ιταλία, ο Πιερλουίτζι Ορτολάνο άφησε τα ρολά φιλμ στα ικανά χέρια του φωτογράφου και εκτυπωτή Φράνκο Γκλιέκα. Από περίπου 4.000 αρνητικά, ανέπτυξε την πρώτη από μια μακρά σειρά εικόνων που αφηγούνται την ιστορία αγάπης του ανθρώπου και της φωτογραφικής του μηχανής, αλλά και την ιστορία μιας οικογένειας σε διάστημα περίπου δύο ετών. Στην πρώτη φωτογραφία που βγήκε από τον σκοτεινό του, τρία κορίτσια κάθονται πάνω σε ποδήλατα και φαίνονται να κοιτάζουν τον φακό μπροστά σε ένα άγονο τοπίο. Υπάρχει μια σκοτεινή ατμόσφαιρα και η φωτογραφία θυμίζει τις δίδυμες της ταινίας του Κιούμπρικ «Λάμψη» από το 1980.

«Αν είναι όλες έτσι, ας συνεχίσουμε» είπε ο εντυπωσιασμένος Πιερλουίτζι στον Γκλιέκα, μόλις είδε τη φωτογραφία.

Αναζήτηση στο σκοτάδι

Με την ονομασία Randstad 1969, το ερασιτεχνικό έργο έγινε μια περιοδεύουσα έκθεση, φτάνοντας σε πόλεις όπως η Ρώμη, η Μπρέσια και η Γένοβα. Καθώς περισσότερες φωτογραφίες έρχονταν στο φως, η περιέργεια για τα θέματα και τον φωτογράφο τους μεγάλωνε. Οι τοπογραφικές ενδείξεις και τα στοιχεία που έδιναν οι φωτογραφίες ώθησαν τον Ορτολάνο να ξεκινήσει μια σχολαστική έρευνα για να ακολουθήσει τα ίχνη των πρωταγωνιστών.

Σε μια άλλη από τις εικόνες, τα τρία κορίτσια εμφανίζονται και πάλι μαζί με μια γυναίκα που πιθανώς είναι η μητέρα τους, ενώ κοιτάζουν τάφους στο νεκροταφείο Γκρέμπεμπεργκ, ένας λόφος στην Ολλανδία όπου έγινε μια μεγάλη μάχη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και πολλοί πεσόντες είναι θαμμένοι εκεί. Ωστόσο, και τα ονόματα στις επιτύμβιες στήλες δεν οδηγούσαν πουθενά.

Το σημείο καμπής ήρθε όταν εκτυπώθηκε μια άλλη φωτογραφία. Αυτή δείχνει ένα από τα τρία κορίτσια να κατεβαίνει από ένα σχολικό λεωφορείο, ενώ τα άλλα δύο την καλωσορίζουν. Στο πίσω μέρος του οχήματος διακρίνεται η επιγραφή «Pollè Garage», με έναν αριθμό τηλεφώνου που, όπως εξακρίβωσε ο Πιερλουίτζι μετά από ένα τηλεφώνημα, αποδείχθηκε ανενεργός. Στην πραγματικότητα, η εταιρεία είχε πάψει να υπάρχει, αν και σύντομα ανακάλυψε ότι κάποιοι συνταξιούχοι υπάλληλοι είχαν δημιουργήσει ένα μουσείο με παλιά τραμ και λεωφορεία. Η ελπίδα του άρχισε να σβήνει εντελώς όταν, τον Φεβρουάριο του 2018, ο Ορτολάνο μοιράστηκε τη φωτογραφία σε μια ομάδα του Facebook για λάτρεις των μεταφορών στην Ολλανδία. Όχι μόνο δεν έλαβε καμία απάντηση, αλλά διαγράφηκε από την ομάδα.

«Ένα μυστήριο γεννήθηκε. Ήταν σαν να μην γνώριζε κανείς την ιστορία αυτού του φωτογράφου. Ίσως επειδή το μέρος όπου ζούσε δεν είναι πολύ μεγάλο» αναφέρει ο Ορτολάνο. Λίγο μετά τον αποκλεισμό του από την ομάδα του Facebook, ωστόσο, μια εγγονή του ιδρυτή της εταιρείας Pollè του έγραψε, ζητώντας του ένα αντίγραφο της φωτογραφίας. «Σου στέλνω το αντίγραφο, αλλά πρέπει να μου πεις ποια είναι τα τρία κορίτσια» της απάντησε ο ερασιτέχνης φωτογράφος.

Τελικά χάρη σ’ αυτήν την γυναίκα, ο Ορτολάνο κατάφερε να ανακαλύψει ότι την εποχή που τραβήχτηκε η φωτογραφία το λεωφορείο βρισκόταν σταματημένο στην ιδιοκτησία της οικογένειας Βερκουίλ και ήταν κοντά σε μια επικίνδυνη στροφή, η οποία ήταν ο τόπος πολλών ατυχημάτων – ίσως ακόμη και αυτού που απεικονίζεται σε μια άλλη φωτογραφία, όπου ένα αυτοκίνητο έχει βγει από το δρόμο, με το μπροστινό μέρος του διαλυμένο.

Αργότερα, ένας ηλικιωμένος άνδρας ονόματι Λίο Κράνενμπουργκ – πρόεδρος του συλλόγου Historic Halfweg, στο χωριό Χαλφβεγκ της Βόρειας Ολλανδίας – αποκάλυψε περισσότερες λεπτομέρειες για τον φωτογράφο. Επιτέλους, η αναζήτηση οδηγούσε κάπου.

Η αποκάλυψη του φωτογράφου

Όλα τα στοιχεία πλέον έδειχναν ότι το όνομα του φωτογράφου ήταν Όττο Βερκουίλ. Γεννήθηκε το 1925 και πέθανε το 2008. Ήταν γνωστός ως αγρότης, αλλά στην πραγματικότητα η δουλειά του έμοιαζε με αυτή ενός μικροϊδιοκτήτη γης, ο οποίος διαχειρίζεται τις εκτάσεις για την οικογένειά του, τους υπαλλήλους του και το λιανικό εμπόριο. Ταξίδευε συχνά με το αυτοκίνητό του -ένα Σκαθάρι- και είχε πάντα μαζί του τη φωτογραφική του μηχανή.

Τον Αύγουστο του 2018, ο Ορτολάνο πέταξε για το Άμστερνταμ. Μόλις έφτασε εκεί, πήρε ένα Uber για να φτάσει στην κατοικία των Βερκουίλ. «Όταν βγήκα έξω, η γυναίκα μου με ρώτησε: ‘Είσαι καλά;’ επειδή είχα σταματήσει να μιλάω. Ήταν σαν να βρίσκω τον εαυτό μου σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία μετά από 50 χρόνια. Μόνο που, ξαφνικά, όλα ήταν τώρα ζωντανά και πολύχρωμα».

Η πόρτα ήταν εκεί, σε απόσταση αναπνοής, αλλά δεν είχε το κουράγιο να χτυπήσει. Στην πραγματικότητα, μόλις είχε μάθει ότι η Ματίλντα – η μεγαλύτερη κόρη του Όττο – είχε πεθάνει το 2016, ένα χρόνο πριν αγοράσει τα ρολά των φιλμ. Σκέφτηκε ότι ίσως ένας ξένος να τον υποδεχόταν με καχυποψία και έφυγε χωρίς να έρθει σε επαφή με κανέναν.

Η συνάντηση

Κατά τη διάρκεια μιας έκθεσης τον Αύγουστο του 2020 στην Αλφαντίνα -μια μικρή πόλη στην ιταλική επαρχία Αμπρούτσο- ένας δημοσιογράφος των New York Times προσέγγισε τον Ορτολάνο, για να τον ρωτήσει για την έκθεση Randstad 1969.

Το άρθρο δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας, αλλά το ενδιαφέρον της αμερικανικής εφημερίδας ήταν το κλειδί για να έρθει τελικά ο Ορτολάνο σε επαφή με την οικογένεια του φωτογράφου.

Μεγαλώσαμε με τον πατέρα μας να βγάζει πάντα φωτογραφίες, οπότε ήταν φυσιολογικό για εμάς. Και εγώ βγάζω φωτογραφίες. Η Ιταλία είναι πολύ μακριά, οπότε θέλουμε να αφήσουμε τις φωτογραφίες εκεί», έγραψε η Αντριάνα, η τρίτη κόρη του Όττο, σε ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Επισύναψε μια φωτογραφία από μια κάρτα για τον εορτασμό της 50ής επετείου γάμου των γονιών της.

Με την πάροδο του χρόνου, οι προσπάθειες για την απόκτηση περισσότερων πληροφοριών συνεχίστηκαν, μέχρι το τελικό σημείο καμπής. «Όταν μου έγραψε ο Πιερλουίτζι σκέφτηκα ‘αυτό δεν είναι ένα κανονικό email, είναι διαφορετικό’. Ένιωσα σαν να βρισκόμουν σε παραμύθι – είναι κάτι που βλέπεις μόνο σε ταινίες, αλλά αυτή τη φορά ήταν πραγματικό» θυμάται η Σιμόν Βελντούις μια 31χρονη υπάλληλος εξυπηρέτησης πελατών σε μεγάλη ολλανδική εταιρεία κρασιού. Είναι η μεγαλύτερη από τα τρία παιδιά της Ματίλντα και εκείνη που έχει τις περισσότερες αναμνήσεις από τον παππού της Όττο. Τον περιγράφει ως έναν πολύ ήρεμο άνθρωπο, ο οποίος είχε προσβληθεί από ALS στα τελευταία του χρόνια. Οι φωτογραφίες που ήρθαν στο φως για το Randstad 1969 της επέτρεψαν να συμπληρώσει κάποια από τα κενά και να γνωρίσει τον παππού της καλύτερα από ό,τι περίμενε: «Είναι πολύ ωραίο να βλέπεις τον τρόπο σκέψης του και να βλέπεις τον κόσμο μέσα από τις φωτογραφίες που τράβηξε».

Ένας παρατηρητής της ζωής, ένας ξεχωριστός άνθρωπος

Η αδελφή της, η Παουλίν – μια 28χρονη που σπουδάζει για να γίνει νοσοκόμα – τον θυμάται ως έναν σπουδαίο «παρατηρητή». Ο Ορτολάνο άρχισε να της μιλάει στο Instagram, όταν συνειδητοποίησε ότι αντιδρούσε στις ιστορίες των φωτογραφιών που απεικόνιζαν τη μητέρα της. Χάρη στην επαφή μαζί της, τον Ιούλιο του 2022, πέντε χρόνια μετά την αγορά των ρολών φιλμ, κατάφερε τελικά να κανονίσει μια διαδικτυακή κλήση με τις εγγονές του φωτογράφου, οι οποίες μοιράστηκαν κάποιες ανέκδοτες ιστορίες για τον παππού και τη μητέρα τους.

Οι εγγονές βοήθησαν τον Ορτολάνο να εντοπίσει και τον ίδιο τον Όττο στη μοναδική φωτογραφία που τον δείχνει από την άλλη πλευρά της φωτογραφικής μηχανής. Είναι τυλιγμένος από μια σκοτεινή ομίχλη πίσω από την οποία μετά βίας φαίνεται το πρόσωπό του. Ήταν μια βροχερή φθινοπωρινή μέρα και ο φωτογράφος είχε πάει με τη γυναίκα του και τις τρεις κόρες του στο τσίρκο. Έξω από τη σκηνή, το μονοπάτι της επιστροφής προς το αυτοκίνητο ήταν γεμάτο μεγάλες λακκούβες: Δεν ήθελε να βραχούν οι κόρες του. Έτσι, αποφάσισε να βγάλει τα παπούτσια του και να τις πάει, μία προς μία, στον προορισμό τους. Η σύζυγός του πιθανότατα τον έβγαλε φωτογραφία.

Οι ιστορίες που αφηγούνται η Ματίλντα, η Παουλίν και η τρίτη αδερφή τους, η Σιμόν, σκιαγραφούν το πορτρέτο ενός πολύ προστατευτικού ανθρώπου που ήταν αφοσιωμένος στην οικογένειά του. Κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας της μητέρας τους στο γυμνάσιο, ο παππούς Όττο ακολουθούσε το λεωφορείο, για να βεβαιωθεί ότι η μεγαλύτερη κόρη του έφτανε στο σχολείο με ασφάλεια.

«Ήταν πολύ τρυφερός και ήταν πάντα εκεί για τους ανθρώπους για τους οποίους νοιαζόταν» θυμάται η Σιμόν. Οι εγγονές γνώριζαν για το πάθος του παππού τους για τη φωτογραφία, αλλά καμία τους δεν φανταζόταν ότι έκρυβε ένα τόσο μεγάλο ταλέντο. Στην πραγματικότητα, όταν πέθανε, ο Όττο άφησε έναν τεράστιο αριθμό με ρολά φιλμ διάσπαρτα σε διάφορα κουτιά, εγκαταλελειμμένα στο πάτωμα όπου ζούσε με την οικογένειά του. Όμως η εκτύπωση κάθε φιλμ απαιτούσε τεράστια προσπάθεια και αφού ξοδεύτηκαν αρκετές χιλιάδες ευρώ γι’ αυτό, οι εγγονές αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το εγχείρημα.

Σήμερα, το σπίτι της οικογένειας έχει γίνει κρατικό περιουσιακό στοιχείο: Λειτουργεί ως καταφύγιο γυναικών. Κάποια κουτιά με μπομπίνες, ωστόσο, κατέληξαν στα χέρια ενός οικογενειακού φίλου, ο οποίος ίσως είναι αυτός που στη συνέχεια τα έδωσε σε εκείνον που τα πούλησε στο διαδίκτυο. «Για εμάς είναι σαν να κοιτάμε το πνεύμα της εποχής που τραβήχτηκαν οι φωτογραφίες, με τις δικές μας εμπειρίες. Μπορούμε να δούμε τι έχει αλλάξει με τα χρόνια στην περιοχή, αλλά και μέσα στο σπίτι, από τα δέντρα μέχρι τον κήπο» σημειώνει η Σιμόν.

Όσοι βλέπουν τις φωτογραφίες – αρχής γενομένης από τον ίδιο τον Ορτολάνο – αναρωτιούνται γιατί δεν εκτυπώθηκαν ποτέ. Το συμπέρασμα στο οποίο έχουν καταλήξει ορισμένοι είναι ότι ο Όττο τραβούσε για την καθαρή χαρά της φωτογράφισης, χωρίς να περιμένει να δει το ολοκληρωμένο έργο του.

Πριν μπορέσει να φτάσει στην άκρη του νήματος και να βρει την οικογένεια του Όττο, ο Ορτολάνο προσπάθησε να δημιουργήσει τις δικές του απαντήσεις διοργανώνοντας έναν διαγωνισμό συγγραφής, ενθαρρύνοντας τους ανθρώπους να γράψουν μικρές ιστορίες βασισμένες στις φωτογραφίες. Λίγο μετά την ανακοίνωση αυτή, η πανδημία του κοροναϊού ανάγκασε τους ανθρώπους να κλειδωθούν μέσα και ο διαγωνισμός απογειώθηκε. Ήταν πιο επιτυχημένος από ό,τι αναμενόταν με 53 συμμετοχές.

Το νικητήριο έργο, I cervi del parco di Randstad [Τα ελάφια του πάρκου Ράντσταντ], της Ροζάνα Παβόνε από τη Γένοβα, γράφτηκε με τη μορφή ημερολογίου, από την οπτική γωνία της μεγαλύτερης κόρης της φωτογράφου. Η αφηγηματική φωνή έκανε ανασκόπηση στα γεγονότα της εποχής, αλλά και φανταζόταν μια προβληματική σχέση μεταξύ των γονέων της, καθώς και μια προβληματική σχέση με τη μητέρα και τις αδελφές της, τις οποίες ένιωθε είναι πολύ διαφορετικές από εκείνη. Ιστορίες όπως αυτή κάλυψαν προσωρινά το κενό πληροφοριών σχετικά με την προέλευση των φωτογραφιών, μέχρι που η έρευνα του Ορτολάνο και η αληθινή φωνή των εγγονών επέτρεψαν την ταυτοποίησή τους.

Οι εκθέσεις

Το έργο Randstad 1969 πήρε για πρώτη φορά σάρκα και οστά τον Δεκέμβριο του 2017 ως μια περιοδεύουσα έκθεση, μέσα σε ένα τροχόσπιτο που ανήκε στον πολιτιστικό σύλλογο που συνίδρυσε ο Ορτολάνο στο San Salvo. Ορισμένες αρχικές λεπτομέρειες σχετικά με τις φωτογραφίες προήλθαν επίσης από μια Ολλανδή κυρία, η οποία είναι ιδιοκτήτρια ενός σπιτιού στην κοντινή πόλη Παλμόλι. Κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου, έπεσε πάνω στις πρώτες τυπωμένες εικόνες, οι οποίες έδειχναν μέρη που της ήταν οικεία. Σε μία, για παράδειγμα, είδε ένα πλοίο που ταξίδευε μεταξύ Άμστερνταμ και Νέας Υόρκης.

Μόλις το έργο ολοκληρώθηκε, τον Αύγουστο του 2020, το Randstad 1969 άρχισε να ταξιδεύει σε όλη την Ιταλία και να εκτίθεται τόσο σε μουσεία όσο και σε σχολεία. Στο Ινστιτούτο Podesti Calzecchi Onesti – που βρίσκεται στο δήμο Τσιαραβάλε, στην επαρχία της Ανκόνα – η συνεργασία μεταξύ της Ευγένια Τζιορτζέτι και των μαθητών της οδήγησε επίσης σε νέο περιεχόμενο πολυμέσων, ένα podcast και ένα βιβλίο.

Η τελευταία τυπωμένη φωτογραφία δείχνει και πάλι τα τρία κορίτσια, μαζί με δύο άλλα αγόρια. Αυτή τη φορά, βρίσκονται πάνω σε μια κούνια. Ένα από τα κορίτσια στρέφει το κεφάλι της προς τα πίσω για να κοιτάξει προς την κάμερα. Μόνο επτά αντίτυπα τυπώθηκαν, ως περιορισμένη έκδοση, για να γίνει ακόμα πιο ξεχωριστή.

Όταν ο Ορτολάνο κοιτάζει την φωτογραφία, εξακολουθεί να εκπλήσσεται από την τέλεια γεωμετρία των σανίδων της κούνιας: Είναι σαν να υπήρχε ένα πλαίσιο μέσα σε ένα άλλο πλαίσιο. Μόνο κάποιος με σημαντική εμπειρία θα μπορούσε να γεμίσει μια λήψη με τόσο πολύ νόημα, χωρίς να χάσει την αύρα του μυστηρίου. Κάποιος σαν τον Όττο Βερκουίλ, τον Ολλανδό φωτογράφο που δεν πρόλαβε ποτέ να δει τις φωτογραφίες που αφηγούνται την ιστορία της ζωής του.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: