Ἡ σημαντικότερη ἡγετικὴ φυσιογνωμία τῆς Ἐπανάστασης. Τὸ ὄνομα τοῦ Κολοκοτρώνη συνδέθηκε μὲ τὶς σημαντικότερες φάσεις τοῦ Ἀγώνα στὴν Πελοπόννησο. Ὁ πατέρας του Κωνσταντῆς Κολοκοτρώνης πῆρε μέρος στὴν ἔνοπλη ἐξέγερση τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ποὺ ὑποκινήθηκε ἀπὸ τὴν Αἰκατερίνη Β´ τῆς Ρωσίας τὸ 1770, καὶ σκοτώθηκε σὲ συγκρούσεις μαζὶ μὲ δυὸ ἀδελφούς του. Τὰ γεγονότα αὐτὰ ὑπῆρξαν καθοριστικὰ γιὰ τὴ διαμόρφωση τοῦ χαρακτήρα τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Ἄρχισε τὴ δράση του τὸ 1805, ὅταν πῆρε μέρος στὶς ναυτικὲς ἐπιχειρήσεις τοῦ ρωσικοῦ στόλου τὴν περίοδο τοῦ ρωσοτουρκικοῦ πολέμου. Ἀργότερα ὑπηρέτησε στὸ ἑλληνικὸ στρατιωτικὸ σῶμα ποὺ ὀργάνωσαν οἱ Ἄγγλοι καὶ τιμήθηκε μὲ τὸ βαθμὸ τοῦ ταγματάρχη γιὰ τὴ δράση του ἐναντίον τῶν Γάλλων. Τὸ 1818 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ ἄρχισε μὲ πάθος νὰ προετοιμάζει τὸν Ἀγώνα στὴν Πελοπόννησο. Μὲ τὴν ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης ἀναδείχτηκε ἡ στρατιωτικὴ ἰδιοφυία τοῦ Κολοκοτρώνη.
Ἡ παράδοση τῆς Καλαμάτας (23 Μαρτίου 1821), ἡ ἅλωση τῆς Τριπολιτσᾶς (23 Σεπτεμβρίου 1821), οἱ νίκες στὸ Βαλτέτσι, τὰ Βέρβενα καὶ τὰ Δολιανὰ ἑδραίωσαν τὸ κύρος του ὡς στρατιωτικοῦ ἡγέτη, παράλληλα ὅμως προκάλεσαν καὶ τὶς πρῶτες ἀντιδράσεις μερίδας τῶν τοπικῶν ἀρχόντων. Ἡ ἀντίδραση αὐτὴ κορυφώθηκε μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Δ. Ὑψηλάντη ποὺ ἐπεδίωξε νὰ ὀργανώσει πολιτικὰ τὴν Ἐπανάσταση, καὶ πῆρε τὴ μορφὴ ἀνοικτῆς ρήξης μεταξὺ στρατιωτικῶν καὶ προκρίτων. Ὁ Κολοκοτρώνης προσπάθησε νὰ συνδιαλλάξει τὶς ἀντιμαχόμενες μερίδες καὶ νὰ ἀποτρέψει τὴν κατάρρευση τῆς νεαρῆς Ἐπανάστασης. Στὶς 26 Ἰουλίου 1822 ἡ ἱστορικὴ νίκη του στὰ Δερβενάκια ὁδήγησε στὸν ἀποδεκατισμὸ τῆς στρατιᾶς τοῦ Δράμαλη, διέσωσε τὸν Ἀγώνα στὴν Πελοπόννησο καὶ ἐπικύρωσε, γιὰ μία ἀκόμα φορά, τὶς ἐξαιρετικὲς στρατιωτικὲς ἱκανότητες τοῦ «Γέρου» τοῦ Μοριᾶ.
Οἱ ἐπιτυχίες αὐτὲς δὲν ἀπέτρεψαν τὴ συνεχιζόμενη καὶ κλιμακούμενη ἀντιπαράθεση μεταξὺ στρατιωτικῶν καὶ κυβερνητικῶν, τῆς ὁποίας θύμα ὑπῆρξε καὶ ὁ Κολοκοτρώνης. Στὶς ἔνοπλες συγκρούσεις ὁ γιός του Πάνος καὶ ὁ ἴδιος συνελήφθησαν καὶ κρατήθηκαν στὸ Ναύπλιο. Ὁ Κολοκοτρώνης ἀμνηστεύθηκε ἀπὸ τὴν κυβέρνηση τὴν περίοδο ποὺ ὁ Ἰμπραὴμ ἀποβιβάστηκε στὴν Πελοπόννησο καὶ μαζὶ μὲ τὸν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη προσπάθησε νὰ ἐμποδίσει τὴν ἀνακατάληψη τῆς Πελοποννήσου ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ νὰ ἐμψυχώσει τὸ δοκιμαζόμενο πληθυσμό.
Ὡς τὸ τέλος τῆς Ἐπανάστασης ὁ Κολοκοτρώνης συνέχισε νὰ διαδραματίζει ἐνεργὸ ρόλο στὰ στρατιωτικὰ καὶ πολιτικὰ πράγματα τῆς ἐποχῆς. Ὑποστήριξε θερμὰ τὸν Καποδίστρια καὶ δέχτηκε μὲ ἐνθουσιασμὸ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ὄθωνα. Ἡ διαφωνία του μὲ τὰ μέτρα καὶ τὴν πολιτικὴ τῆς Ἀντιβασιλείας κατέληξε στὴ δίωξη καὶ τὴν πολύκροτη δίκη του μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἐσχάτης προδοσίας. Καταδικάστηκε σὲ θάνατο μαζὶ μὲ τὸ Δημ. Πλαποῦτα παρὰ τὶς διαφωνίες τῶν Τερτσέτη καὶ Πολυζωίδη. Μὲ τὴν ἐνηλικίωση τοῦ Ὄθωνα πῆρε χάρη, ὀνομάστηκε στρατηγὸς καὶ ἔλαβε τὸ ἀξίωμα τοῦ συμβούλου τῆς Ἐπικρατείας. Στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ὁ Κολοκοτρώνης ὑπαγόρευσε στὸν Γεώργιο Τερτσέτη τὰ «Ἀπομνημονεύματά» του ποὺ κυκλοφόρησαν τὸ 1851 μὲ τὸν τίτλο «Διήγησις συμβάντων τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς ἀπὸ τὰ 1770 ἕως τὰ 1836». Τὰ «Ἀπομνημονεύματα» τοῦ Κολοκοτρώνη ἀποτέλεσαν καὶ ἀποτελοῦν πολύτιμη πηγὴ γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση.
Η διαδικασία της μύησης
Από τη μυητική βαθμίδα των Συστημένων αναδεικνύονταν όσοι επρόκειτο να περάσουν στην επόμενη, εκείνη των Ιερέων. Προηγείτο λεπτομερής παρακολούθηση του χαρακτήρα τους και δοκιμαζόταν ο βαθμός αφοσίωσής τους στην υπόθεση της ελευθερίας. Όποιος κρινόταν ώριμος να προχωρήσει στο βαθμό του Ιερέα, τον αναλάμβανε ο μυητής. Kατ’ αρχάς διεξαγόταν ένας σημαντικός διάλογος ανάμεσά τους, κατά τη διάρκεια του οποίου ο μυητής του έθετε καίριες ερωτήσεις για τη σχέση του με τη Φιλική Εταιρεία, για το ότι μπορούσε να χάσει και τη ζωή του για τα ιδεώδη της, για το πόσο αισθανόταν έτοιμος και ικανός να προχωρήσει. Εάν οι απαντήσεις ήταν ικανοποιητικές, του ανακοίνωνε ότι επρόκειτο να περάσει στη βαθμίδα των Ιερέων και χώριζαν για να ξανασυναντηθούν την επόμενη νύχτα.
Ο υποψήφιος έφερνε ένα μικρό κίτρινο κερί που του είχε ζητηθεί από πριν και πήγαιναν σ’ ένα ασφαλές σπίτι.[8] Εκεί ο μυητής έπαιρνε ένα εικόνισμα και το έστηνε στο τραπέζι. Μπροστά από το εικόνισμα άναβαν το κερί. Μέσα στην επιβλητική ατμόσφαιρα του μισοσκόταδου ο μυητής τον ρωτούσε με επισημότητα για τελευταία φορά:
«Μήπως δεν στοχάζεσαι τον εαυτόν σου εις αρκετήν δύναμην; Έχεις ακόμη καιρό να παραιτηθείς.. Από τον δεσμόν όπου εμβαίνεις μόνον o θάνατος θα ημπορεί να σε λυτρώσει! Σε ολίγoν κάθε μεταμέλειά σου θα είναι ασυγχώρητος!»
«Το εστοχάστηκα και στέργω», έπρεπε να είναι η απάντηση που αναμενόταν από τον υποψήφιο και εάν την έδινε, τότε συνεχιζόταν η μυητική διαδικασία.
Αμέσως μετά ο μυητής έπαιρνε το κερί και το έδινε στον υποψήφιο που το κρατούσε με το αριστερό χέρι, ενώ γονάτιζαν και οι δύο, έκαναν το σταυρό τους και ασπάζονταν την εικόνα. Σε αυτή τη θέση ο μυητής διάβαζε το «τον μεγάλο όρκο» και ο μυούμενος τον επαναλάμβανε με κάθε σεβασμό της ιερής εκείνης στιγμής.
«Ορκίζομαι ενώπιον του αληθινού Θεού, ότι θέλω είμαι επί ζωής μου πιστός εις την Εταιρείαν κατά πάντα. Να φανερώσω το παραμικρόν από τα σημεία και τους λόγους της, μήτε να σταθώ κατ΄ουδένα λόγον ή αφορμή του να καταλάβωσι άλλοι ποτέ, ότι γνωρίζω τι περί τούτων, μήτε εις συγγενείς μου, μήτε εις πνευματικόν ή φίλον μου.
Ορκίζομαι ότι εις το εξής δεν θέλω έμβει εις καμμίαν εταιρείαν, οποία και αν είναι, μήτε εις κανέναν δεσμόν υποχρεωτικόν. Και μάλιστα, οποιονδήποτε δεσμόν αν είχα, και τον πλέον αδιάφορον ως προς την Εταιρείαν, θέλω τον νομίζει ως ουδέν.
Ορκίζομαι ότι θέλω τρέφει εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της πατρίδος μου, των οπαδών και των ομοφρόνων με τούτους, θέλω ενεργεί κατά πάντα τρόπον προς βλάβην και αυτόν τον παντελή όλεθρόν των, όταν η περίστασις το συγχωρήσει.
Ορκίζομαι να μη μεταχειριστώ ποτέ βίαν δια να αναγνωρισθώ με κανένα συνάδελφον, προσέχων εξ εναντίας με την μεγαλυτέραν επιμέλειαν να μην λανθασθώ κατά τούτο, γενόμενος αίτιος ακολούθου τινός συμβάντος, με κανένα συνάδελφον.
Ορκίζομαι να συντρέχω, όπου εύρω τινά συνάδελφον, με όλην την δύναμιν και την κατάστασίν μου. Να προσφέρω εις αυτόν σέβας και υπακοήν, αν είναι μεγαλύτερος εις τον βαθμόν και αν έτυχε πρότερον εχθρός μου, τόσον περισσότερον να τον αγαπώ και να τον συντρέχω, καθ΄όσον η έχθρα μου ήθελεν είναι μεγαλυτέρα.
Ορκίζομαι ότι καθώς εγώ παρεδέχθην εις Εταιρείαν, να δέχομαι παρομοίως άλλον αδελφόν, μεταχειριζόμενος πάντα τρόπον και όλην την κανονιζομένην άργητα, εωσού τον γνωρίσω Έλληνα αληθή, θερμόν υπερασπιστήν της πατρίδος, άνθρωπον ενάρετον και άξιον όχι μόνον να φυλάττη το μυστικόν, αλλά να κατηχήση και άλλον ορθού φρονήματος.
Ορκίζομαι να μην ωφελώμαι κατ΄ουδένα τρόπον από τα χρήματα της Εταιρείας, θεωρών αυτά ως ιερό πράγμα και ενέχυρον ανήκον εις όλον το Έθνος μου. Να προφυλάττωμαι παρομοίως και εις τα λαμβανόμενα εσφραγισμένα γράμματα.
Ορκίζομαι να μην ερωτώ κανένα των Φιλικών με περιέργειαν, δια να μάθω οποίος τον εδέχθη εις την Εταιρείαν. Κατά τούτο δε μήτε εγώ να φανερώσω, ή να δώσω αφορμήν εις τούτον να καταλάβη, ποίος με παρεδέχθη. Να αποκρίνομαι μάλιστα άγνοιαν, αν γνωρίζω το σημείον εις το εφοδιαστικόν τινός.
Ορκίζομαι να προσέχω πάντοτε εις την διαγωγήν μου, να είμαι ενάρετος. Να ευλαβώμαι την θρησκείαν μου, χωρίς να καταφρονώ τας ξένας. Να δίδω πάντοτε το καλόν παράδειγμα. Να συμβουλεύω και να συντρέχω τον ασθενή, τον δυστυχή και τον αδύνατον. Να σέβομαι την διοίκησιν, τα έθιμα, τα κριτήρια και τους διοικητάς του τόπου, εις τον οποίον διατριβώ.
Τέλος πάντων ορκίζομαι εις Σε, ω ιερά πλην τρισάθλια Πατρίς ! Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους Σου. Ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα τα οποία τόσους αιώνας έχυσαν και χύνουν τα ταλαίπωρα τέκνα Σου, εις τα ίδια μου δάκρυα, χυνόμενα κατά ταύτην την στιγμήν, και εις την μέλλουσαν ελευθερίαν των ομογενών μου ότι αφιερώνομαι όλως εις Σε.
Εις το εξής συ θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου. Το όνομά σου ο οδηγός των πράξεών μου, και η ευτυχία Σου η ανταμοιβή των κόπων μου. Η θεία δικαιοσύνη ας εξαντλήσει επάνω εις την κεφαλήν μου όλους τους κεραυνούς της, το όνομά μου να είναι εις αποστροφήν, και το υποκείμενόν μου το αντικείμενον της κατάρας και του αναθέματος των Ομογενών μου, αν ίσως λησμονήσω εις μίαν στιγμήν τας δυστυχίας των και δεν εκπληρώσω το χρέος μου.
Τέλος ο θάνατός μου ας είναι η άφευκτος τιμωρία του αμαρτήματός μου, δια να μη λησμονώ την αγνότητα της Εταιρείας με την συμμετοχήν μου».
Με το πέρας του όρκου ο μυητής ακουμπούσε το δεξί του χέρι στον ώμο του μυούμενου και δήλωνε με κάθε επισημότητα:
«Ενώπιον του αοράτου και πανταχού παρόντος αληθινού Θεού,. του καθ’ αυτό δικαίου, του εκδικούντος την παράβασιν και παιδεύοντος την κακίαν, καθιερώνω κατά τους κανόνας της Φιλικής Εταιρείας τον (ονοματεπώνυμο) εκ πατρίδος (τόπος καταγωγής), ετών (ηλικία) και επαγγέλματος (τάδε) και δέχομαι τούτον ιερέα, καθώς εδέχθην τούτον εις την Εταιρείαν των Φιλικών».
Το κερί έσβηνε και φυλασσόταν ευλαβικά, ενώ από εκείνη τη στιγμή ο μυημένος ήταν Ιερέας της Φιλικής. Την επόμενη μέρα του δείχνονταν τα σημάδια αναγνώρισης. Την τρίτη ημέρα έπρεπε να αποστηθίσει τον μυστικό κώδικα της οργάνωσης, ενώ την τέταρτη μέρα απαντούσε σε ένα προκαθορισμένο ερωτηματολόγιο. Τέλος, ο νέος Ιερέας συνεισέφερε ένα χρηματικό ποσό για τους σκοπούς της οργάνωσης, που συνοδευόταν από ένα γράμμα, το οποίο στη συνθηματική γλώσσα απεκαλείτο αφιερωτικό. Σε αυτό το γράμμα ο μυητής χάραζε στην κορυφή το δικό του μυστικό σήμα αφιέρωσης και δίπλα το μυστικό σήμα καθιέρωσης του Ιερέα, που στο εξής αποτελούσε τη συμβολική του υπογραφή.
Παραδινόταν, επίσης, στον Ιερέα ένα γράμμα που πάντα είχε μαζί του και στη μυστική γλώσσα των Φιλικών ονομαζόταν γράμμα υπεροχής. Όταν ένας Ιερέας συναντούσε κάποιον Συστημένο και έκαναν τα σημεία αναγνώρισης, ο δεύτερος ήταν υποχρεωμένος να δείξει το συστατικό του γράμμα εάν το ζητούσε ο πρώτος, αρκεί αυτός να έδειχνε από μακριά το γράμμα υπεροχής. Προκειμένου να διαφυλάσσονται τα στεγανά της «Αόρατης Αρχής», κανείς νεοφώτιστος Ιερέας δεν μπορούσε να επικοινωνήσει απευθείας με αυτήν, παρά μόνο μέσω του μυητή του. Αυτή η πυραμιδοειδής δομή ήταν που διαφύλαξε μέχρι τέλους και διατήρησε αλώβητη τη Φιλική Εταιρεία.
Έτσι, ο νέος Ιερέας ήταν έτοιμος να ξεκινήσει το έργο της διαφώτισης και της στρατολόγησης νέων μελών, εφόσον έδινε έναν τελικό όρκο, στον οποίο ορκιζόταν ότι πάντοτε θα διακήρυσσε τα ιδεώδη της οργάνωσης. Η ανώτατη βαθμίδα μύησης στη Φιλική Εταιρεία ήταν οι Ποιμένες, οι οποίοι στρατολογούνταν από τις τάξεις των Ιερέων. Κατά την τελετή μύησής τους οι υποψήφιοι Ποιμένες έφερναν μαζί το κερί της προηγούμενης μύησής τους και για άλλη μια φορά έδιναν μέγα όρκο εμπρός στο εικόνισμα ότι θα τηρούν αυστηρά τα καθήκοντά τους, ότι δε θα δέχονται στις τάξεις τους άσωτους ή φιλάργυρους και ότι δεν πρόκειται για κανένα λόγο να μαρτυρούν το βαθμό τους.
Συνέτασσαν και αυτοί ένα αφιερωτικό γράμμα προς την «Αόρατο Αρχή», στο οποίο χαράσσονταν διαφορετικά σύμβολα. Επίσης, διαφορετικό κώδικα είχε και το γράμμα που έφεραν μαζί τους. Σε καμιά βαθμίδα δεν υπήρχε δυνατότητα λήψης αποφάσεων, ούτε επιτρεπόταν να συσκέπτονται και να συνεδριάζουν. Υπάκουαν ασυζητητί στις εντολές της ηγεσίας.