Δάσκαλος», «αφεντικό», «μάστορας» και «μεγάλος» -κυριολεκτικά- ήταν μερικές μόνο από τις λέξεις στο άκουσμα των οποίων ο θρυλικός Γκουσγκούνης θα γύριζε το κεφάλι του. Όχι μόνο στα χρόνια της μεγάλης επιτυχίας, κατά τα ’70s και ‘80s, μα ακόμα και δεκαετίες μετά την απόσυρσή του.
Ο Κώστας Γκουσγκούνης ήταν, βλέπεις, το κάτι διαφορετικό.
Ίσως ο μοναδικός πρωταγωνιστής αισθησιακών ταινιών που δεν πόνταρε στον ερωτισμό του, μα στο αστείρευτο χιούμορ του που έστελνε από σκληραγωγημένους εργάτες του λιμανιού μέχρι πρόσωπα της υποκριτικά συντηρητικής υψηλής κοινωνίας στις κινηματογραφικές αίθουσες να τον απολαύσουν με τις πάντα εντυπωσιακές παρτενέρ του.
Ο ίδιος, εξ’ αρχής παραδέχτηκε ότι «δεν μπορεί χωρίς sex», ατάκα που δικαιολογεί τη «μεταπήδησή» του από τον χώρο της φωτογραφίας σε αυτόν του σινεμά.
Από ιδιοκτήτης φωτογραφίου στον Χολαργό, ο δαιμόνιος Λαρισαίος καταλήγει να αναλαμβάνει μικρούς –και αδιάφορους θα έλεγε κανείς- ρόλους σε σημαντικές παραγωγές του ελληνικού κινηματογράφου, μόνο και μόνο χτίζοντας τις βάσεις για το μεγάλο «μπαμ» στον χώρο της βιομηχανίας του κινηματογραφικού sex.
Παραδόξως, σήμερα ούτε οι πιο φανατικοί θαυμαστές του δεν θυμούνται πως ο νούμερο ένα Έλληνας πρωταγωνιστής αυτό του είδους ταινιών λίγο μετά τα 20 του χρόνια πέρασε από την «Αγνή του Λιμανιού» με τον Αλέκο Αλεξανδράκη και τη «Θεία απ’ το Σικάγο».
Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με τα cult κινηματογραφικά διαμαντάκια που έγραψαν τη δική της ιστορία στη μεγάλη οθόνη και μνημονεύονται μέχρι σήμερα.
Ποιος ξεχνά τα θρυλικά «Ήταν Άξιος», «Ο Ηδoνoβλεψίας», «Πάθος και Ηδoνή» και «Ο Ανώμαλoς»; Ποιος στο άκουσμα και μόνο των συγκεκριμένων τίτλων δεν φέρνει στον νου του μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές ατάκες του Έλληνα που… έβαλε τα γυαλιά στα μεγαλύτερα ονόματα της βιομηχανίας του πoρνό απλά αυτοσχεδιάζοντας;
Αλήθεια, υπάρχει έστω ένας που ξεχνά τον Γκουσγκούνη να… ζεσταίνει το πρωινό της παρτενέρ του στο καλοριφέρ;
Αν και το φόρτε του ήταν οι sοftcοre ταινίες αστυνομικού περιεχομένου με «δυνατές» αισθησιακές σκηνές, σε αυτές που κατείχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του επιβήτορα είδαμε δύο versions: Μια «αθώα» για την ελληνική αγορά και την original με σκηνές απείρου κάλλους και απόλυτης δράσης που ταξίδεψε και στο εξωτερικό γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία.
Ο Γκουσγκούνης, πάντως, όταν ρωτήθηκε, μία μόνο ταινία του χαρακτήρισε ως την καλύτερη της καριέρας του.
Και άδικο δεν είχε αν σκεφτούμε πως αυτή η συγκεκριμένη έκοψε 85.000 εισιτήρια σε μια εποχή που αφενός το σινεμά ήταν πολυτέλεια και αφετέρου το είδος των παραγωγών που τον έκαναν διάσημο δεν χάριζε στο μεγαλύτερο μέρος του κοινού του την άνεση να εμφανιστούν δίχως ενοχές και αδιάκριτα βλέμματα στην αίθουσα.
Μία ταινία, πολλές hardcοre ερωτικές σκηνές, ρεκόρ – εισιτηρίων. Το «Sex 13 Μποφόρ» τα είχε καταφέρει.
Γυρισμένη το 1971 –στα 40 χρόνια του Γκουσγκούνη- υπό τη σκηνοθετική ματιά του Χρυσόστομου Λιάμπου, η ταινία αυτή είναι αναμφίβολα η μεγαλύτερη επιτυχία του. Κυρίως αν σκεφτούμε πως άλλες μεγάλες του επιτυχίες δεν ξεπέρασαν το φράγμα των 35.000 εισιτηρίων.
Ερωτικές περιπτύξεις σε παραλίες, άγριο ξύλο και πολύ γuμνό ήταν αδύνατο να πετύχουν κάτι λιγότερο.
Ακόμα να πειστείς; Ίσως οι 100.000 προβολές –σε 3 χρόνια από το upload- που η ταινία αυτή έχει συγκεντρώσει στο YouTube σε κάνουν να το ξανασκεφτείς…