Τὰ περὶ τοῦ Καποδίστρια στοιχεῖα, ἐκ τῶν ὁποίων δύναται νὰ πλασθῆ ἡ εἰκὼν τῆς μεγάλης μορφῆς του, εἶναι διάχυτα καὶ εἰς τοὺς δώδεκα τόμους τοῦ ἔργου τούτου. Ἀπὸ τότε ποὺ ἔσυρε πρῶτος τὸν χορὸν εἰς τὴν Λευκάδα, μὲ τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν παλληκαριῶν τῆς Ἑλλάδος, τοὺς συγκεντρωθέντας διὰ νὰ συσκεφθοῦν διὰ τὴν τύχην τῆς πατρίδος, μέχρι τῆς μοιραίας στιγμῆς τῶν βημάτων του πρὸς τὴν θύραν τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος τοῦ Ναυπλίου κατὰ τὸν ὄρθρον τῆς 27ης Σεπτεμβρίου τοῦ 1831.
Ἡ φυσιογνωμία του δεσπόζει τοῦ ὅλου κόσμου τοῦ ἀγῶνος. Εἶχε συλλάβει τὴν ἰδέαν τῆς ἐθνικῆς ἀπολυτρώσεως πρὸ τῆς ἐμφανίσεως τῶν Φιλικῶν. Τὸ ἔδειξε καὶ μὲ τὴν περίφημον ἐκείνην συνάντησιν μὲ τοὺς καπετάνιους καὶ ὅταν ἐπρωτοστάτησεν εἰς τὴν ἵδρυσιν τῆς ἑταιρείας τῶν Φιλομούσων εἰς τὰς Ἀθήνας. Τότε διέσπειρε τὴν ἰδέαν τῆς νεοελληνικῆς πνευματικῆς ζωτικότητος εἰς τὴν Εὐρώπην. Διαπρεπεῖς ἄνδρες τῆς εὐρωπαϊκῆς ἡγεσίας καὶ λεπταὶ κυρίαι ἐφιλοδοξοῦσαν νὰ γίνουν κάτοχοι τοῦ δακτυλιδιοῦ τῆς μορφωτικῆς ἐκείνης ἑταιρείας.
Διὰ νὰ ἐπιτευχθῆ ἡ παλιγγενεσία ἔκρινεν ὅτι προαπητεῖτο ἡ πνευματικὴ καλλιέργεια τοῦ λαοῦ, διὰ νὰ φωτισθῆ ἡ ἐθνική του συνείδησις καὶ νὰ ἐνισχυθῆ ἡ ἀγωνιστική του δύναμις. Τὰ ἄλλα τὰ ἐπερίμενεν ἀπὸ τὴν διπλωματίαν, εἰς τὴν ἀποτελεσματικότητα τῶν ἐνεργειῶν τῆς ὁποίας ἐπίστευε. Ὡς πρὸς τὸ πρῶτον, ὁ στοχασμός του, σκέψις διπλωμάτου καὶ πνευματικοῦ ἀνθρώπου, ἐξηγεῖται. Ὡς πρὸς τὸ δεύτερον, ἀπεδείχθη ἐξ ὅσων ἔγιναν μέχρι τοῦ τέλους ὅτι εἶχε δίκαιον. Διότι τὴν διπλωματίαν ἐχειρίζετο αὐτὸς καὶ δὲν εἶχε παύσει νὰ τὴν χειραγωγῆ καὶ ὅταν ἀπεμακρύνθη ἐκ τοῦ ὑπουργείου τῶν Ἐξωτερικῶν της Ρωσσίας.
Ὁ κόμης Γκομπινώ, ὁ ὁποῖος δὲν ἦτο φίλος του, εἰς τὴν ἰδιαιτέραν του μελέτην περὶ αὐτοῦ γράφει ὅτι τρεῖς ἦσαν αἱ μεγάλαι μορφαὶ τῆς εὐρωπαϊκῆς διπλωματίας τῶν χρόνων ἐκείνων. Ὁ Ταλλεϋράνδ, ὁ Μεττερνιχ καὶ ὁ Καποδίστριας. Ὑπῆρξε πράγματι ὁ θαυμαστὸς αὐτὸς Ἕλλην ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους δημιουργοὺς τοῦ πολιτικοῦ χάρτου τῶν κρατῶν τῆς Εὐρώπης τοῦ δεκάτου ἐνάτου αἰῶνος. Τοῦ χάρτου ποὺ διετηρήθη μὲ μικρὰς μεταλλαγὰς μέχρι τοῦ 1914.
Ὁ Καποδίστριας εἶχε σώσει τὴν Γαλλίαν ἐκ τοῦ διαμελισμοῦ, ἢ τῆς ἐκπτώσεως εἰς τὸν βαθμὸν κηδεμονευομένου κράτους, ποὺ εἶχεν ἀπειληθῆ κατὰ τὰς διαπραγματεύσεις τῶν συνθηκῶν τοῦ 1815 εἰς τοὺς Παρισίους. Εἶχε τακτοποιήσει τὰ τῆς Πολωνίας κατὰ τρόπον ὥστε ν’ ἀποφευχθοῦν αἱ ἐπικείμεναι τότε ἀνωμαλίαι. Εἶχεν ὀργανώσει τὴν Ἐλβετίαν. Διεξήγαγεν ἀδιαλείπτους διπλωματικὰς μονομαχίας πρὸς τὸν φοβερὸν καγκελλάριον τῆς μοναρχίας τῶν Ἀψβούργων. Ἕνα βλέμμα ἐπὶ τῶν ὀκτὼ τόμων τῶν ἀπομνημονευμάτων τοῦ Μεττερνιχ φανερώνει ὅτι ὁ μέγας ἀντίπαλος τούτου ὑπῆρξεν ὁ Καποδίστριας. Ἔδωσεν τὴν πρώτην διπλωματικὴν μάχην τῆς Ρωσσίας ἐναντίον τῆς Τουρκίας ἀπὸ τοῦ Ἀπριλίου τοῦ 1821, ὅποτε μεταξὺ τῶν διπλωματῶν τῶν ρυθμιζόντων τὰ πράγματα τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς ἤρχισε νὰ λανθάνη, ἀλλὰ ἐζητοῦσε τὴν ἐπιφάνειαν τὸ ἑλληνικὸν ζήτημα. Ἡ ρωσσικὴ αὐτὴ πολιτική, ποὺ ἦτο πολιτικὴ τοῦ Καποδίστρια, ἔκαμε τὸν Γεώργιον Κάννιγκ νὰ στρέψη τὸ βρετανικὸν ἐνδιαφέρον ὑπὲρ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀγῶνος. Τὸ πρῶτον μέγα βῆμα τῆς πολιτικῆς τῆς Ἀγγλίας, διὰ τοῦ ὁποίου ἔπαυσαν οἱ Ἕλληνες νὰ θεωροῦνται ὡς στασιασταὶ κατὰ τοῦ κυριάρχου ἡγεμόνος των, καὶ ἀνεγνωρίσθησαν ὡς ἐμπόλεμοι πρὸς τοῦτον, ὀφείλεται εἰς τὸ ἀντίπαλον αὐτὸ δέος. Διὰ ν’ ἀντιμετωπισθῆ ἡ ἐνδεχομένη νέα πρωτοβουλία τῆς Ρωσσίας. Καὶ ἐκ τούτου προῆλθεν ἡ συνάντησις καὶ τὸ πρωτόκολλον τῆς Πετρουπόλεως τοῦ 1824 καὶ ἔπειτα ἡ συνθήκη τοῦ Λονδίνου καὶ τὸ Ναυαρῖνον. Τὸ ἕνα ἔφερε τὸ ἄλλο. Αὐτὴ ἦτο ἡ διπλωματία εἰς τὴν δύναμιν τῆς ὁποίας ἐπίστευε ὁ Καποδίστριας.
Εἶχε τὸ μυστικὸν τῆς χρησιμοποιήσεως τῶν ἀνθρώπων διὰ μίαν μεγάλην ὑπόθεσιν χωρὶς αὐτοὶ νὰ τὸ φαντάζωνται. Ἔτσι ἀπὸ τὴν Γενεύην ἐπαρακολουθοῦσε καὶ ὠθοῦσε τὸ ζήτημα τῆς Ἑλλάδος διὰ τῶν σημαντικῶν γνωριμιῶν του καὶ τὸ ἔφερεν εἰς τὴν συνθήκην τῆς Ἀδριανουπόλεως. Οἱ παλαιοί του φίλοι τοῦ ρωσσικοῦ ἀνακτοβουλίου τὸν ἐβοήθησαν. Μὲ κέντρον τὴν Γενεύην ἐπίσης ὠργάνωσε τὸν φιλελληνισμὸν μὲ πολυτίμους συνεργάτας τὸν Ἐϋνάρντ, τὸν Στάιν, τοὺς πολλοὺς εἰς τοὺς Παρισίους ἐπιφανεῖς φίλους του. Ὁ συνταγματάρχης Στάνχοπ ἀντιπρόσωπος τῶν φιλελληνικῶν συλλόγων τῆς Εὐρώπης καὶ τοῦ πρώτου ἀγγλικοῦ δανείου πρὶν καταβῆ εἰς τὴν Ἑλλάδα ἐπέρασεν ἀπὸ τὴν Γενεύην.
Εἰς τὴν Ἑλλάδα ὡς κυβερνήτης δὲν εὐρῆκε ἐλεύθερον ἔδαφος παρὰ τὸ Ναύπλιον, λωρίδας τῆς Ἀργολίδος καὶ τῆς Μεγαρίδος καὶ τὰς νήσους. Διὰ νὰ ξεδοντιάση τὸν Ἰμβραὴμ εἰς τὴν Πελοπόννησον εἶχε τὴν διπλωματίαν. Διὰ τὴν Στερεάν, ὅλην τελοῦσαν ὑπὸ τὸν Κιουταχὴν ἐδέησε νὰ ὀργανώση στρατὸν ἀπὸ τὰ δυσκόλως πειθαρχούμενα ἄτακτα σώματα καὶ νὰ τὰ κινήση ὡς ἀρχηγὸς ἐπιτελείου. Ἔτσι κατέστη ἐλευθερωτὴς τῆς Στερεᾶς καὶ ἠμποροῦσε νὰ ὁμιλῆ περὶ τῆς πρὸς βορρᾶν ὁροθεσίας.
Ἐπεχείρησε νὰ συνεννοηθῆ εἰλικρινῶς μὲ τοὺς μέχρι τῆς κυβερνήσεώς του παράγοντας τῆς πολιτικῆς ζωῆς. Ἐπεζήτησε πρὸ παντὸς τὴν συνεργασίαν τοῦ Μαυροκορδάτου καὶ τοῦ Τρικούπη. Ἀλλὰ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ τὴν ἐπιτύχη ἐκ μέρους ἐκείνων ποὺ τὸν ἔβλεπαν ὡς ἀντίζηλον ποὺ τοὺς ἐστεροῦσε τοῦ σταδίου τῆς διαφιλονεικήσεως τῆς ἐξουσίας, τῆς ζητουμένης ἀπὸ τὸν καθένα ἔστω καὶ δι’ ἐμφυλίου πολέμου.
Τὸν κατηγόρησαν ὡς διαχειριζόμενον αὐταρχικῶς τὴν ἐξουσίαν. Ἀλλ’ ὁ ἄλλος τρόπος τῆς Διοικήσεως τοῦ ἐπαναστατικοῦ κόσμου ἦτο ἡ ὑπὸ μορφὴν συνταγματικὴν ὀλιγαρχίαν ἀνδρῶν ἀπαρασκεύων διὰ μίαν κυβέρνησιν. Ἡ ἐναντίον του μομφὴ ἦτο ὅτι ἐνδιεφέρετο διὰ τοὺς χωρικούς, δηλαδὴ τοὺς ἀγρότας τοὺς στερουμένους ὀλίγης γῆς πρὸς καλλιέργειαν, διότι ὅλη ἡ γῆ ἦτο κατανεμημένη εἰς πελώρια κτήματα γαιοκτημόνων, οἱ ὁποῖοι ἐπολιτεύοντο. Ἀλλ’ ὁ κυβερνήτης δὲν ἤθελε καλύτερον εὔσημον.
Μὲ τοὺς τρόπους ποὺ μετεχειρίσθη, μὲ τὰ μειονεκτήματα των ἐκ τῆς δουλείας ἕξεων, μὲ τὴν ἔλλειψιν οἰκονομικῶν μέσων κατώρθωνε νὰ γίνη ὁ θεμελιωτής, ὁ ὀργανωτὴς τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Ἐδημιούργησεν ὑπηρεσίας μὲ ἐπιτελεῖον ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἦσαν τυχαῖοι. Τὸν Ἀνδρ. Μουστοξύδην, τὸν Σταμ. Βούλγαρην, τὸν Ἀντ. Τσούνην, τὸν ἀδίκως κατασυκοφαντημένον Γεννατᾶν. Ἀπὸ τὴν καποδιστριακὴν περίοδον ὑπάρχει τὸ πρῶτον σχῆμα τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους.
Μὲ ἐξωτερικὸν ἐπιβλητικὸν καὶ εὐχάριστον, μὲ ἐκλεπτυσμένην μορφὴν Ἑπτανησίου εὐπατρίδου, μὲ ἄσπρα ἄφθονα μαλλιὰ ποὺ δὲν ἐλάττωναν τὴν αἴσθησιν τῆς ζωτικότητος τοῦ προσώπου του, μὲ ἀκοίμητον νοῦν ὄπισθεν φωτεινοῦ μετώπου, μὲ εὐκίνητα φρύδια καὶ λάμποντα μαῦρα μάτια ἱκανὰ νὰ εἰσδύουν καὶ νὰ αἰχμαλωτίζουν, θεληματικός, ἐργατικὸς μέχρι ἐξαντλήσεως, ἀσκητικός, γοητευτικὸς συνομιλητής, ἐγνώριζε νὰ προσελκύη ἐκείνους ποὺ δὲν ἦσαν ἀποφασισμένοι νὰ μὴν πεισθοῦν. Οἱ τελευταῖοι αὐτοὶ διὰ ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν ἰσχυράν του προσωπικότητα ἐδέησε νὰ τὸν καρφώσουν ἐπὶ τοῦ κατωφλίου τῆς στενῆς θύρας μιᾶς ἐκκλησίας.
Καὶ ὅταν ἔγιναν ἔτσι κύριοι τῆς καταστάσεως ἐφρόντισαν νὰ τὸν σκοτώσουν καὶ ἠθικῶς. Ὅσα γράφει ἐναντίον του ὁ Φίνλεϋ, ἕνας Ἄγγλος ποὺ εἶχε δημιουργήσει εἰς τὴν Ἑλλάδα ἴδια συμφέροντα, δὲν εἶναι παράδοξα. Ὁ Γκόρντον δὲν ἦτο δυνατὸν ἐπίσης νὰ ἀρθῆ ὑπεράνω της ἀντιλήψεως τῶν ἀγγλικῶν συμφερόντων ἀπέναντι τῆς Ἑλλάδος, κατὰ τὴν μετὰ τὸν Κάννιγκ περίοδον.
Εἶναι ὅμως παράδοξος ἡ ὁμολογία τοῦ ἀντικαποδιστριακοῦ ἐπίσης Μέντελσον Μπαρτόλδι εἰς τὴν ἱστορίαν του. Γράφει:
«…Μὴν εἰπῆτε πολλὰ καλὰ περὶ αὐτοῦ – περὶ τοῦ Καποδίστρια – μοῦ ἔλεγεν ὁ Γεώργιος Φίνλεϋ ἐν Ἀθήναις κατὰ τὴν ἄνοιξιν τοῦ 1863 ἀποτρέπων μὲ εὐμενοῦς κρίσεως περὶ τοῦ Κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος.»
Ἕνας δὲ Βαυαρὸς καθηγητής, ὁ Τίρς, ποὺ εἶχεν ἀποσταλῆ εἰς τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὸν Λουδοβίκον τῆς Βαυαρίας εἶχε δεχθῆ ὀλίγας ἡμέρας πρὸ τοῦ θανάτου του μὲ πᾶσαν ἐγκαρδιότητα, ἐμπλακεὶς εἰς τὰ δίκτυα τοῦ Κωλέττη καὶ συμμετασχῶν εἰς τὰς δῆθεν χάριν τοῦ συντάγματος ἀξιοθρηνήτους ἔριδας τῆς μετακαποδιστριακῆς περιόδου, στενόκαρδος καὶ κοντόφθαλμος, ἔγραψε περὶ τοῦ Καποδίστρια εἰς τὸ περὶ τῆς τότε Ἑλλάδος ἔργον του, ὅσα ἐφέροντο εἰς τὸν κονιορτὸν τῶν δρόμων τοῦ Ναυπλίου ἀπὸ τοὺς ἀντικαποδιστριακοὺς κατὰ τὰς θλιβερὰς ἐκείνας ἡμέρας. Ἴσως ἐπιστευεν ὅτι ἔτσι θὰ ἀπήλασσε τὴν βασιλείαν τοῦ Ὄθωνος ἀπὸ τὴν βαρεῖαν ἠθικὴν κληρονομίαν τῆς δημιουργικῆς περιόδου τοῦ Καποδίστρια.
Ο Ν. Σπηλιάδης ἔγραψε κατὰ τὸ 1838 ἀπάντησιν μακρὰν πρὸς τὸν Τίρς, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἐδημοσιεύθη ἀκόμη. Ἐπὶ τῆς προμετωπίδος τῆς ἀπαντήσεως ταύτης ὁ Σπηλιάδης ἔγραψε τοὺς λόγους τούτους τοῦ Ντιντερό:
«Ἡ συκοφαντία ἐξαφανίζεται μὲ τὸν θάνατον τοῦ εὐτελοῦς ἀνθρώπου, ἀλλὰ ὀρθία κοντὰ εἰς τὴν λάρνακα τοῦ μεγάλου ἀνδρός, ἀπασχολεῖται ἀκόμη καὶ ἔπειτα ἀπὸ αἰῶνας μὲ τὸ νὰ ἀνασκαλεύη τὴν τέφραν του μὲ ἕνα μαχαίρι.»
Αὐτὴ ὑπῆρξεν ἡ προσωπικότης καὶ ἡ μοίρα τοῦ Ἰωάννου Καποδίστρια.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμιοσύνη