Η σκηνή εκτυλίσσεται στο πολιορκούμενο από τζιχαντιστές Κομπάνι της βόρειας Συρίας κάπου το 2013.
Κοιτάζοντας μέσα απ’ το σκόπευτρο του παλιού του όπλου ο Αζάντ Κούντι διακρίνει έναν τζιχαντιστή να τον σημαδεύει μ’ ένα ρουκετοβόλο. Έχει ταμπουρωθεί πίσω από έναν τοίχο, αλλά προβάλλει η κάνη του RPG του, δίνοντας στον ιρανικής καταγωγής Κούρδο ελεύθερο σκοπευτή την ευκαιρία να το πυροβολήσει, ώστε να εκραγεί στα χέρια του διψασμένου για αίμα ισλαμιστή εξτρεμιστή. Μόνον που αυτήν ακριβώς τη στιγμή ο μαχητής του ISIS βγαίνει από την κρυψώνα του και προχωρά ακάθεκτος προς το μέρος του. «Τον έβλεπα να έχει στυλωμένο το βλέμμα του πάνω μου», θυμάται ο 35χρονος Κούντι, που ζει σήμερα στη Βρετανία. «Πυροβόλησα. Ήμουν σίγουρος ότι τον πέτυχα κι ετοιμάστηκα για μια δεύτερη βολή. Αλλά μόλις κοίταξα από το σκόπευτρο είδα τη λάμψη μιας ρουκέτας που κατευθυνόταν πάνω μου.»
Το ωστικό κύμα της έκρηξης τον τίναξε μακριά. Όταν συνήλθε μέσα στα μπάζα και τη σκόνη, είδε έναν από τους συντρόφους του να κείτεται αναίσθητος κι έναν άλλο να έχει χάσει δύο δάκτυλα. Τότε ήταν που κατάλαβε ότι το πόδι του αιμορραγούσε. Φοβούμενος μια νέα επίθεση σύρθηκε μέχρι το παράθυρο, άρπαξε το όπλο του και κοίταξε έξω. Εκείνη τη στιγμή ανατινάχθηκε ένα αυτοκίνητο παγιδευμένο με εκρηκτικά, στέλνοντάς τον στην άλλη πλευρά του δωματίου. Σύντροφοί του τον μετέφεραν σ’ ένα αυτοσχέδιο νοσοκομείο, όπου ο γιατρός του άνοιξε την πληγή για να βρει θραύσματα, που είχαν όμως διαπεράσει το πόδι του…
Το βιβλίο του με τίτλο “Long Shot” («Μακρά Βολή»), που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες στη Βρετανία, δίνει στον αναγνώστη μια ιδέα του τι σημαίνει να πολεμάς εκ του συστάδην φανατικούς τζιχαντιστές. Ο Κούρδος ελεύθερος σκοπευτής πιστεύει ότι έχει σκοτώσει κάπου 250 εξτρεμιστές του «Ισλαμικού Κράτους» αν και κάποιοι σύντροφοί του, όπως λέει, σκότωσαν τουλάχιστον διπλάσιους…
Ο Αζάντ Κούντι είχε πάει στη Βρετανία σε ηλικία 19 ετών προκειμένου να αποφύγει τη στρατολόγηση στις ένοπλες δυνάμεις του Ιράν, που θα τον υποχρέωναν να πολεμήσει κατά των ομογενών του. Ζήτησε άσυλο, αλλά όταν ξέσπασε ο εμφύλιος στη Συρία το 2011 και οι τζιχαντιστές άρχισαν να παίρνουν το πάνω χέρι, κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να κάτσει με σταυρωμένα τα χέρια. Δύο χρόνια αργότερα είχε ενταχθεί στις κουρδικές πολιτοφυλακές, τις YPG κι έγινε ένας από τους 17 ελεύθερους σκοπευτές που ανέλαβαν μαζί με άλλους 2.500 συμπατριώτες του -άνδρες και γυναίκες- εθελοντές να προστατέψουν το Κομπάνι από την επίθεση των σουνιτών εξτρεμιστών.
12.000 αιμοδιψείς τζιχαντιστές έσπερναν τον τρόμο και τον θάνατο στην πόλη αναγκάζοντας χιλιάδες κατοίκους της να την εγκαταλείψουν. Μέσα σε λίγους μήνες το Κομπάνι θύμιζε σεληνιακό τοπίο από τις βόμβες και τις μάχες. «Η αγορά είχε καταστραφεί, το ίδιο και οι δρόμοι. Δεν υπήρχαν σημάδια πολιτισμού. Κοιτάζοντας τα κατεστραμμένα σπίτια ένιωθες σαν να είχαν χτυπήσει στο πρόσωπο», είπε ο Κούντι στη βρετανική εφημερίδα The Express.
Παρόλο που συμμαχικά αεροσκάφη βομβάρδιζαν τους τζιχαντιστές οι αμυνόμενοι είχαν εμπλακεί σε σκληρές οδομαχίες, από σπίτι σε σπίτι, με τους πολιορκητές. Μια από τις αποστολές που είχε αναλάβει ο Κούντι ήταν να εντοπίζει και να εξολοθρεύει τους μαχητές του ISIS καθώς ετοιμάζονταν για έφοδο σε κάποιο από τα σπίτια.
«Αν και ο θάνατος σου στήνει καρτέρι ανά πάσα στιγμή, πρέπει να σκέφτεσαι και πώς θα επιβιώσεις. Βρίσκεσαι αντιμέτωπος με δύσκολες καταστάσεις, να χάσεις συντρόφους σου, να πυροβολήσεις κατά λάθος κάποιον δικό σου. Λένε ότι τα διαμάντια φτιάχνονται υπό πίεση και πιστεύω ότι είναι αλήθεια. Τέτοιες στιγμές είναι που αναπτύσσεις μηχανισμούς επιβίωσης για να αντέξεις. Προσπαθείς να μην καταρρεύσεις κρατώντας ψηλά το κεφάλι. Όταν χτυπήθηκα από τα θραύσματα του ρουκετοβόλου, είδα το χρώμα του θανάτου. Είναι μια αδιανόητη εμπειρία, τότε είναι που εκτιμάς ότι είσαι ζωντανός και βλέπεις τη ζωή υπό νέο πρίσμα», λέει.
Ο αντίπαλος ήταν σκληρός, αδίστακτος. «Οι τζιχαντιστές ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν μέχρι θανάτου, στο βαθμό που κουβαλούσαν μαζί τους κουτάλια για να μπορέσουν να γευματίσουν στον παράδεισο με τον προφήτη. Κάποιοι είχαν μαζί τους και μεγάλα κλειδιά, ώστε αν πέθαιναν να μπορούσα να ανοίξουν τις πύλες του παραδείσου. Ήταν χαμένοι μέσα στις ψευδαισθήσεις τους. Υπήρχαν και κάποιοι που έπαιρναν ναρκωτικά. Βρήκαμε πολλά χάπια, ecstasy και άλλα»…
Ο πόλεμος του άφησε σημάδια στον ψυχισμό του, έστω κι αν πήγε να υπερασπιστεί τη γη του, τους συμπατριώτες του και αμάχους. Ακόμη βλέπει στον ύπνο του πρόσωπα αντιπάλων που έπεσαν νεκροί από τις σφαίρες του. «Ήταν ένα νεαρό αγόρι. Δεν είχα άλλη επιλογή από το να το σκοτώσω, αλλά δεν με αφήνουν ήσυχο οι τύψεις. Έναν άλλο τζιχαντιστή τον πυροβόλησα ενώ με κοίταζε κατάματα. Όταν κάθισα να γράψω το βιβλίο, τα ξανάζησα όλα αυτά κι έναν μέρες να κοιμηθώ. Αλλά όπως ήμουν έτοιμος να πεθάνω τότε, έτσι είμαι και τώρα αν είναι να πολεμήσω για το λαό μου, τις ιδέες μας.»
Ο Αζάντ γνωρίζει καλά ότι υπάρχουν οπαδοί του ISIS στη Βρετανία και την Ευρώπη που δεν θα έχαναν την ευκαιρία να τον σκοτώσουν για να πάρουν εκδίκηση. Είναι όμως αποφασισμένος να συνεχίσει τη ζωή του. Κι αν τα καταφέρει, να γυρίσει κάποια στιγμή στο Κομπάνι για να βοηθήσει τους συμπατριώτες του στο έργο της ανοικοδόμησης.