Η ιστορία της Juliane Koepcke είναι μια απίστευτη περιπέτεια από αυτές που γίνονται βιβλία, ταινίες και σίγουρα δεν μπορεί κανείς να πιστέψει πως έχει συμβεί στην πραγματικότητα.
Η 17χρονη Juliane επέζησε από ένα αεροπορικό δυστύχημα και έζησε στη ζούγκλα μαζί με τα άγρια ζώα.
Την Παραμονή των Χριστουγέννων, το 1971, μόλις λίγες ώρες μετά την αποφοίτησή της από το γυμνάσιο, η 17χρονη Juliane Koepcke και η μητέρα της Μαρία επιβιβάστηκαν στην πτήση από τη Λίμα του Περού στην Pucallpa για να επισκεφθούν τον πατέρα της Juliane, τον Hans-Wilhelm, έναν διάσημο Γερμανό ζωολόγο που εργαζόταν σε έναν απομακρυσμένο ερευνητικό σταθμό στο τροπικό δάσος.
Ήταν μια θυελλώδης νύχτα και η αεροπορική τους εταιρεία, η Lansa, είχε κακή φήμη. Παρόλα αυτά, ταξίδεψαν με αυτή, επειδή ήθελαν απεγνωσμένα να βρεθούν όλοι μαζί την Ημέρα των Χριστουγέννων.
Η μητέρα της Julian παρέμεινε ψύχραιμη για χάρη της κόρης της. «Όλα θα πάνε καλά» έλεγε συνεχώς. Ένα λευκό έντονο φως, από τη δεξιά πτέρυγα τύφλωσε τους επιβάτες και το αεροπλάνο άρχισε να χάνει ύψος. Η καμπίνα του αεροπλάνου έτρεμε τόσο δυνατά που το αισθανόταν στο στέρνο της. Όπως εξομολογήθηκε η 61χρονη σήμερα Juliane Koepcke, στην Daily Mail, η τελευταία λέξη που είπε η μητέρα της ήταν «Τώρα όλα τελειώνουν εδώ». Μετά επικράτησε απόλυτη ησυχία. Η πτώση της στο κενό ήταν γρήγορη και σε μερικά δευτερόλεπτα είχε χάσει τις αισθήσεις της….
Στη μέση της πτήσης, ένας κεραυνός χτύπησε τη δεξιά πτέρυγα του αεροπλάνου. «Πέφταμε κατευθείαν κάτω», λέει η Koepcke χρόνια αργότερα στο CNN. «Χριστουγεννιάτικα δώρα πετούσαν τριγύρω και άκουγα τους ανθρώπους να ουρλιάζουν».
Οι ειδικοί λένε ότι η έλξη που προκλήθηκε από τα καθίσματα και τα χοντρά, φυλλώδη δέντρα στα οποία έπεσε, είναι αυτά που της έσωσαν τη ζωή. Επέζησε από τη συντριβή έχοντας μόνο ένα σπασμένο ώμο, ένα κόψιμο στο χέρι της και ένα πρησμένο μάτι.
Κατάφερε να επιβιώσει από τη συντριβή, όμως η Koepcke έπρεπε τώρα να επιβιώσει και μόνη της στη ζούγκλα.
Το πρώτο πράγμα που έκανε, ήταν να ψάξει για τη μητέρα της Μαρία, που καθόταν δίπλα της, την οποία δεν βρήκε ποτέ…
Έντομα, μυρμήγκια, σκαθάρια, μεγάλα κουνούπια και ακρίδες της ακολουθούσαν σε κάθε της βήμα. Εκείνη όμως αναγνώριζε κάθε ήχο και θρόισμα που άκουγε. Για να ξεδιψάσει, έγλυφε τα βρεγμένα φύλλα των δέντρων. Δίπλα από το σημείο που έπεσε, δεν υπήρχε κανένα ίχνος συντριβής. Μόνο μια τσάντα με γλυκά και κάποια ακόμα προσωπικά αντικείμενα των επιβατών του μοιραίου αεροσκάφους….
Ο πατέρας της, της είχε διδάξει μερικά κόλπα επιβίωσης, τα οποία εφάρμοσε για να σώσει τη ζωή της. Ήξερε ότι έπρεπε να ακολουθήσει κάποιο ρέμα, για να οδηγηθεί σε κάποιο χωριό ή κατασκήνωση και να βρει λίγο καθαρό νερό για να πιει.
«Μερικές φορές έβλεπα τους κροκόδειλους που βουτούσαν στο νερό να έρχονται προς τα μένα, αλλά δεν φοβόμουν», είπε. «Ήξερα ότι οι κροκόδειλοι δεν συνηθίζουν να επιτίθενται στους ανθρώπους».
Μετά από 9 ημέρες στο ρέμα, η Koepcke μπήκε σε μια βάρκα. Χρησιμοποίησε κάποιες πρώτες βοήθειες έκτακτης ανάγκης για τη μόλυνση στο κομμένο χέρι της, ψεκάζοντάς το με βενζίνη για να απολυμάνει και να καθαρίσει τα παράσιτα.
Την επόμενη μέρα, την βρήκαν δίπλα στη βάρκα και την μετέφεραν σε ασφαλές μέρος. Η Koepcke και ο πατέρας της επέστρεψαν στη Γερμανία, ο οποίος αργότερα έγινε βιολόγος και επέστρεψε στο Περού.
Κοιτάζοντας πίσω στην απίστευτη ιστορία της χρόνια αργότερα, η Koepcke λέει ότι το χειρότερο μέρος της εμπειρίας δεν ήταν ο συνεχής κίνδυνος, αλλά η ενοχή της που θεωρούσε ότι ήταν η μόνη επιζών από το αεροπλάνο.
«Είχα εφιάλτες για μεγάλο χρονικό διάστημα, για χρόνια, και φυσικά η θλίψη για το θάνατο της μητέρας μου και των άλλων ανθρώπων, επανέρχονταν ξανά και ξανά. Η σκέψη γιατί να ήμουν ο μόνη επιζών, θα με στοιχειώνει για πάντα».
Σήμερα, η Juliane είναι βιολόγος και ζει αρμονικά τη ζωή της χωρίς να έχει ξεχάσει την παραμικρή λεπτομέρεια από την αεροπορική τραγωδία που της άλλαξε για πάντα τη ζωή.