Αν υπήρχε ένας τρόπος να καθίσουν στο εδώλιο για αμέλεια ή συμμετοχή σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας όλοι οι κατά καιρούς πλανητάρχες μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η εικόνα που παρουσιάζει η Αμμόχωστος εδώ και περίπου μισό αιώνα θα ήταν ένα από τα αδιάσειστα στοιχεία ενοχοποίησης τους.
Η «Γαλλική Ριβιέρα της Κύπρου», όπως αποκλήθηκε χάρη στη μεγάλη ανάπτυξη της την περίοδο 1960-1974 χάθηκε εν μία νυκτί. Ο χρόνος σταμάτησε με την τουρκική εισβολή στις 14 Αυγούστου του 1974. Έκτοτε απέμεινε μόνο το κουφάρι μιας πόλης, να θυμίζει σενάριο ταινίας σε ένα μεταποκαλυπτικό σκηνικό ή τη ζοφερή πραγματικότητα μιας μεγάλης καταστροφής, όπως στο Τσέρνομπιλ και στο Πρίπιατ.
«Φύγαμε άρον – άρον, έχοντας ωστόσο τη βεβαιότητα ότι θα επιστρέψουμε σύντομα. Πιστεύαμε ότι ο πολιτισμένος κόσμος δεν θα δεχόταν ποτέ αυτό το έγκλημα κατά της Κύπρου», λέει ο σημερινός δήμαρχος της επαρχείας Αμμοχώστου, Αλέξης Γαλανός, που το ’74 διώχθηκε μαζί με δεκάδες χιλιάδες συμπατριώτες του από τα πάτρια εδάφη.
Με την εισβολή οι Τούρκοι κατέκτησαν το 65% της καλλιεργήσιμης έκτασης της επαρχίας, το 70% του ορυκτού πλούτου, το 70% της βιομηχανίας και το 80% των τουριστικών εγκαταστάσεων. Από τους 8 δήμους και τις 90 κοινότητες, μόνο 4 δήμοι και 5 κοινότητες παρέμειναν σε ελληνοκυπριακή κατοχή.
Μεταξύ αυτών που πέρασαν σε τουρκικά χέρια ήταν η πόλη της Αμμόχωστου και το τουριστικό θέρετρό της, τα Βαρώσια, μια παραθαλάσσια περιοχή 39.000 κατοίκων, με περιζήτητες παραλίες και μεγάλες ξενοχοδειακές μονάδες.
Επρόκειτο για το Νο. 1 τουριστικό προορισμό στην Κύπρο και έναν από τους σημαντικότερους της Μεσογείου. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 μάλιστα αναδείχτηκε και σε έναν από τους πιο δημοφιλείς παγκοσμίως.
Τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της περιοχής «απογείωσαν» διασημότητες, όπως η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η Μπριζίτ Μπαρντό, ο Ρίτσαρντ Μπάρτον και η Ράκελ Γουέλς. Μεταξύ των πέντε πολυώροφων ξενοδοχείων 5 αστέρων ήταν και το Argo Hotel, αγαπημένο της Λιζ Τέιλορ. Κύριος δρόμος των Βαροσίων ήταν η οδός Λεωνίδα, που έσφυζε από ζωή κυρίως την καλοκαιρινή περίοδο, διαθέτοντας εμπορικά καταστήματα, εστιατόρια, μπαρ, νυχτερινά κλαμπ, καθώς και μια αντιπροσωπεία της Toyota.
Το λιμάνι της πόλης είναι από τα καλύτερα φυσικά λιμάνια που διαθέτει η Κύπρος και έως το ’74 είχε μεγάλη οικονομική σημασία, όντας το βασικό λιμάνι εξαγωγής γεωργικών προϊόντων.
Όταν ο Τουρκικός Στρατός πήρε τον έλεγχο της περιοχής, τον περιέφραξε και απαγόρευσε την είσοδο σε πάντες, εκτός των Τούρκων ενστόλων και αντιπροσώπων των Ηνωμένων Εθνών. Οι κάτοικοι πρόλαβαν να διαφύγουν στην ελεύθερη Κύπρο πριν ξεκινήσουν οι ένοπλες συγκρούσεις στην Αμμόχωστο, φοβούμενοι σφαγή του άμαχου πληθυσμού. Για πολύ καιρό ήλπιζαν ότι θα επιστρέψουν στα σπίτια τους όταν η κατάσταση ηρεμούσε. Οι μέρες υπομονής έγιναν όμως μήνες και οι μήνες χρόνια, έως ότου το «έγκλημα» παγιωθεί.
Το ψήφισμα 550 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ το 1984 παραχώρησε την διαχείριση των Βαρωσίων στα Ηνωμένα Έθνη με σκοπό να γίνει επανεγκατάσταση των κατοίκων και μόνο, που είχαν εκδιωχθεί. Το τουρκικό κράτος ωστόσο δεν συμμορφώθηκε, αλλά κράτησε τα Βαρώσια ως «διαπραγματευτικό χαρτί», προσβλέποντας σε μια επίλυση του Κυπριακού ζητήματος με τους δικούς του όρους.
Από τη στιγμή που η πόλη εγκαταλείφθηκε όπως – όπως και καμία παρέμβαση δεν έχει γίνει έκτοτε – υπάρχουν ακόμα αυτοκίνητα στους δρόμους και άταφα πτώματα από τους τουρκικούς βομβαρδισμούς – η φύση έχει αρχίσει να την κυριεύει και η ερήμωση να πριονίζει τις υποδομές της.
Τα κτίρια καταρρέουν, ακόμα και αυτά που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν καλοδιατηρημένα θα έχουν την ίδια τύχη με τα σκελετωμένα από τους βομβαρισμούς. Τα μέταλα σκουριάζουν, τα παράθυρα σπάνε και τα φυτά προχωρούν τις ρίζες τους σε τοίχους και πεζοδρόμια. Στα σπίτια κατοικούν μόνο θάμνοι, δέντρα και παράσιτα.
Από το 1977 κιόλας, που ο Σουηδός δημοσιογράφος Γιαν-Όλοφ Μπένγκστον επισκέφτηκε το λιμάνι της Αμμοχώστου, αναφέρθηκε σε «ασφαλτοστρωμένο δρόμο γεμάτο ρωγμές» και σε «πεζοδρόμια που έχουν βλαστήσει θάμνοι». Ο χαρακτηρισμός «πόλη – φάντασμα» συνοδεύει έκτοτε την Αμμόχωστο, που για τους Κύπριους αποτελεί τη δική τους πάλαι ποτέ «βασιλεύουσα» και το σύμβολο της μεγάλης εθνικής πληγής.
Το 2002, το σχέδιο του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν, για τη συνολική επίλυση του Κυπριακού προέβλεπε μεταξύ άλλων την επιστροφή των κατοίκων στην Αμμόχωστο. Οι Ελληνοκύπριοι ωστόσο καταψήφισαν το σχέδιο στο δημοψήφισμα με ποσοστό 75,83% κι έτσι η περιοχή συνέχισε να στοιχειώνει.
Το 2008 περιγράφηκε με ιδιαίτερη παραστατικότητα στην έκθεση της Επιτροπής Αναφορών του Ευρωκοινοβουλίου η δραματική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το άλλοτε κραταιό λιμάνι της Μεσογείου.
«Από το φράκτη που αποτρέπει τους πεζούς να έχουν πρόσβαση στο Βαρώσι, τα παραλιακά ξενοδοχεία, τα διαμερίσματα και τα εστιατόρια δεν είναι τίποτε περισσότερο από σαθρούς σκελετούς από μπετόν – τεράστιες αστικές ταφόπλακες που στέκονται αποφασιστικά ενάντια στο πέρασμα του χρόνου».
Εδώ και 45 χρόνια η Τουρκία αρνείται να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών, παραβιάζοντας κάθε έννοια δικαίου και κάθε κανόνα της διεθνούς νομιμότητας. Πλέον χρησιμοποιεί ως μοχλό πίεσης την εκδήλωση πρόθεσης για προσάρτηση μιας περιοχής που με την ανοχή των διεθνών οργανισμών και των μεγάλων δυνάμεων λειτουργεί κοντά μισό αιώνα τώρα ως «νεκρή ζώνη».
Για άλλη μια φορά το ψευδοκράτος και η μαμά – πατρίδα (θυμίζουμε η μοναδική που το έχει αναγνωρίσει επίσημα), παίζουν με τα όρια της πρόκλησης. Kαι θα συνεχίσουν να το κάνουν, όσο τους το επιτρέπουν αυτοί που κρατούν στα χέρια τους τις τύχες του πλανήτη.