Ένα ταξίδι από τον Πειραιά προς κάθε νησιωτικό ή στεριανό προορισμό ή και αντιστρόφως στα τέλη του 19ου αιώνα στις αρχές του 20ου, αποτελούσε μια πραγματική Οδύσσεια.
Oι περισσότεροι χερσαίοι προορισμοί εκτελούνταν ακόμα με πλοία, καθώς το οδικό δίκτυο ήταν ανύπαρκτο, ενώ οι σιδηροδρομικές μεταφορές ήταν υποτυπώδεις. Η ταλαιπωρία του ταξιδιού συνδυαζόταν και με την προσπάθεια επιβίβασης στο πλοίο ή αποβίβασης από αυτό. Πρώτα, ο ταξιδιώτης έπρεπε να βρει τρόπο να φτάσει στο σταθμό του Θησείου ή της Ομονοίας για να επιβιβαστεί στο σιδηρόδρομο Αθηνών – Πειραιώς και να κατευθυνθεί προς το λιμάνι του Πειραιά.
Τα πλοία δεν πλεύριζαν στο λιμάνι, αλλά απείχαν από τις προβλήτες τόσο όσο χρειάζονταν για να καθίσταται αναγκαία η περίφημη μεταφορά επιβατών και αποσκευών με βάρκες. Πριν όμως από την επιβίβαση στις βάρκες, προηγείτο η έρευνα στις αποσκευές, καθώς τότε εφαρμόζονταν τα περίφημα «Διαπύλια Τέλη», ένας φόρος που αποτελούσε το κυριότερο δημοτικό έσοδο.
Αφορούσε προϊόντα που μπορούσε να αγοράσει κάποιος στην Αθήνα ή στον Πειραιά, αλλά δεν επιτρεπόταν να τα εξάγει εκτός των ορίων των δύο πόλεων. Στην περίπτωση εξαγωγής τους, που ήταν συνηθισμένη, καθώς η λίστα περιελάμβανε μεγάλο αριθμό προϊόντων, επιβαλλόταν ένα μικρό τέλος. Γι΄ αυτό το μικρό τέλος γινόταν ενδελεχής έρευνα είτε από τελωνοφύλακες μέσα στο λιμάνι είτε από υπαλλήλους του Δήμου στον σιδηροδρομικό σταθμό.
Οι αχθοφόροι άρπαζαν τις αποσκευές για να πάρουν πελάτες Όταν ο επιβάτης έφτανε στον σιδηροδρομικό σταθμό στον Πειραιά, αναγκαζόταν να υποστεί έρευνα των αποσκευών του είτε επί τόπου στον σταθμό είτε αμέσως μετά από τους τελωνοφύλακες στις αποβάθρες του λιμανιού.
Στη συνέχεια, έπρεπε να αποφασίσει με ποιο πλοίο θα ταξιδέψει, καθώς τα βαπόρια τότε ήταν τελείως διαφορετικά ως προς την τιμή, την ταχύτητα και στα ενδιάμεσα λιμάνια. Μετά την επιλογή του καραβιού ερχόταν η σειρά του αχθοφόρου, ο οποίος άρπαζε υποχρεωτικά τη βαλίτσα από το χέρι του ταξιδιώτη για να του ελαφρύνει τα χέρια και την τσέπη. Ο επιβάτης έπρεπε να πληρώσει δέκα δραχμές αχθοφορικά δικαιώματα, ακόμα κι αν στο χέρι του κρατούσε μια ομπρέλα.
Ο αχθοφόρος πολλές φορές άρπαζε τα πράγματα και έτρεχε προς την πλευρά που ήθελε να επιβιβάσει τον ταξιδιώτη. Παρά την όποια επιλογή του ταξιδιώτη, προσπαθούσε να τον πείσει να την αλλάξει, παρουσιάζοντας ανύπαρκτα μειονεκτήματα για το πλοίο που επέλεξε ή ανύπαρκτα πλεονεκτήματα για το πλοίο που ο ίδιος πρότεινε. Αν τον έπειθε θα έπαιρνε τα «μεσιτικά».
Όταν ο ταξιδιώτης κατάφερνε να μείνει πιστός στην απόφασή του έπρεπε να περάσει και από τον βαρκάρη. Μόλις πλησίαζε οι αχθοφόροι έτρεχαν να αρπάξουν τη βαλίτσα από το χέρι του, να την πετάξουν μέσα στη βάρκα, ώστε να ακολουθήσει υποχρεωτικά και ο επιβάτης. Οι αχθοφόροι συνεργάζονταν με τους βαρκάρηδες για συγκεκριμένα πλοία. Οι βαρκάρηδες, όπως και οι αχθοφόροι, είχαν πειστεί από τις εταιρείες ώστε να προτείνουν συγκεκριμένο πλοίο ο καθένας.
Γι αυτό και ήταν συχνές οι παρεξηγήσεις.
Η παρεξήγηση που κατέληξε σε αιματοχυσία
Τον Φεβρουάριο του 1906 το ιταλικό ατμόπλοιο «Φλόριο» κατέπλευσε από τα Χανιά στον Πειραιά. Ανάμεσα στους επιβάτες που αποβιβάστηκαν ήταν και 15 Κρητικοί του οπλαρχηγού της κρητικής επανάστασης Καπετάν Βάρδα. Οι αχθοφόροι τους περίμεναν, άρπαξαν τα πράγματα τους και τα μετέφεραν στο Τελωνείο για τον καθιερωμένο έλεγχο. Δύο από αυτούς είχαν μείνει πιο πίσω, κρατώντας στα χέρια τις βαλίτσες τους.
Τότε ένας Μανιάτης αχθοφόρος τους σταμάτησε και προσπάθησε να αρπάξει τις βαλίτσες τους για να τις μεταφέρει. «Μα αφού βλέπεις ότι τα κρατούμε μόνοι μας. Τι μας φορτώνεσαι;» του λένε. Ο αχθοφόρος επέμενε. Ακολούθησε λογομαχία. «Εσείς οι Κρητικοί δεν θα γίνετε άνθρωποι», απαντά ο Μανιάτης αχθοφόρος. «Όχι εσείς οι Μανιάτες», ανταπαντούν οι Κρητικοί. Η λογομαχία μετατράπηκε σε συμπλοκή Έτσι η διένεξη επιβατών- αχθοφόρων εξελίχθηκε σε μάχη Κρητικών και Μανιατών.
Ο μανιάτης αχθοφόρος, Ευστάθιος Σαραντέας τράβηξε μαχαίρι και το έμπηξε στον Κρητικό, Γιάννη Πολυμενάκη, ο οποίος δεν του έδινε τις βαλίτσες. Οι δυνάμεις των αχθοφόρων ενισχύθηκαν και από τους βαρκάρηδες. Οι Κρητικοί αντιλήφθηκαν τη συνεργασία και σκότωσαν λίγο αργότερα τον Δημήτρη Τζιλιάνο, έναν βαρκάρη. Η είδηση των επεισοδίων μεταδόθηκε γρήγορα. Ο
ι Κρητικοί πίστεψαν ότι ο Πολυμενάκης πέθανε και εκδηλώθηκαν τα αντίποινα. Σκότωσαν τρεις βαρκάρηδες. Αργότερα έγινε γνωστό ότι ο Κρητικός δεν είχε πεθάνει, αλλά είχε τραυματιστεί στα νεφρά. Δεκάδες άλλοι ήταν τραυματίες, ενώ προκλήθηκαν και ζημιές πολλών εκατομμυρίων δραχμών. Η σύγκρουση Κρητικών – Μανιατών είχε προκληθεί από μια παρεξήγηση, που αφορούσε στη χαοτική διαδικασία της επιβίβασης και της αποβίβαση ταξιδιωτών στα πλοία του λιμανιού.
Πηγή: Πειραιόραμα…