Το «έπαθλο» της Ανατολίας ανά τους αιώνες, από τους Χετταίους μέχρι την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την εποχή Ερντογάν. Οι ευκαιρίες και οι περιορισμοί στον 21ο αιώνα. Ποιες είναι οι επιτακτικές ανάγκες, οι προοπτικές και ποιοι οι κίνδυνοι για τη σύγχρονη Τουρκία.
Η Τουρκία είναι μια κλασική μεσαία δύναμη. Δεν είναι αρκετά ισχυρή για να επιβάλλει μονομερώς τις πολιτικές της, αλλά ούτε και αρκετά αδύναμη ώστε να αναγκαστεί να μπει στην τροχιά μιας άλλης μεγάλης δύναμης. Αυτό το στάτους της μεσαίας δύναμης έχει τις ρίζες του στη γεωγραφική θέση της χώρας μεταξύ της Ευρώπης και της Ασίας, που δίνει στην Τουρκία μεγάλες οικονομικές ευκαιρίες και μεταφορά γνώσης, αλλά επίσης την εκθέτει σε απειλές ασφάλειας καθώς την τοποθετεί μεταξύ πολυάριθμων ισχυρών χωρών και δυνητικών εισβολέων.
Η Τουρκία μπορεί να επιδιώξει καλύτερα τα δικά της βασικά συμφέροντα –εσωτερική ενότητα, πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές και εξωτερική ασφάλεια- όταν το παγκόσμιο γεωπολιτικό περιβάλλον είναι κατακερματισμένο. Αλλά η Τουρκία δεν μπορεί να το πράξει αυτό εν μέσω μιας αποφασιστικής αντίθεσης από τις μεγάλες δυνάμεις, χωρίς παράλληλα να εκθέτει τον εαυτόν της σε απειλές που θα μπορούσαν να διαλύσουν το κράτος. Μαζί, οι πραγματικότητες αυτές σημαίνουν πως ενώ η Τουρκία μπορεί να επιδιώξει ανεξάρτητα πολλές από τις πολιτικές της (και το πράττει), ωστόσο πρέπει και πάλι να έχει μετρημένη συμπεριφορά στο εξωτερικό.
Ανατολία: Ο γεωγραφικός πυρήνας της Τουρκίας
Η Ανατολία, το πιο δυτικό σημείο της Ασίας, είναι η γεωγραφική καρδιά της Τουρκίας, όπως ήταν για πολλές αυτοκρατορίες και επαρχίες μεγάλων αυτοκρατοριών κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Αυτό δεν είναι τυχαίο: τα γεωγραφικά ισχυρά σημεία της χερσονήσου –με τη Μαύρη Θάλασσα στα βόρεια, το Ιράν στα ανατολικά, την Ευρώπη στα δυτικά, τη Μεσόγειο στα νοτιοδυτικά, και το Ιράκ και τη Συρία στα νοτιοανατολικά –οδήγησαν σε γεωπολιτική δύναμη τόσο επειδή συνέδεαν την περιοχή με τον κόσμο όσο και επειδή εν μέρει την προστάτευαν.
Η θέση της Ανατολίας μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και της Μεσογείου Θάλασσας όχι μόνο δημιουργεί εμπορικούς δεσμούς με τη Ρωσία, τη νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Βόρεια Αφρική, αλλά σχηματίζει και εμπόδια για εισβολές εάν οι εχθροί δεν διαθέτουν επαρκή ναυτική δύναμη για να ταξιδέψουν στα κύματα. Στα νοτιοδυτικά, οι ανυδρες έρημοι του Ιράκ και της Συρίας επίσης αποτρέπουν τους εισβολείς, και υπονομεύουν την ανάπτυξη σημαντικών πολιτισμών που θα μπορούσαν να απειλήσουν την Ανατολία. Η θέση της Ανατολίας μεταξύ του Ιράν και της Ευρώπης της δίνουν πρόσβαση σε οικονομικές, πολιτιστικές και τεχνολογικές υπερδυνάμεις ώστε να μπορεί να εμπορεύεται με αυτές και να μαθαίνει από αυτές, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί κράτη που επιδιώκουν να κυριαρχήσουν στην χερσόνησο. Αλλά μια επίθεση της Ανατολίας από τα δυτικά απαιτεί να διασχίσει κανείς το Αιγαίο Πέλαγος, δημιουργώντας ένα εμπόδιο για οποιαδήποτε ευρωπαϊκή δύναμη δεν έχει ισχυρό ναυτικό. Και η επίθεση της περιοχής από τα ανατολικά απαιτεί να διασχίσει κανείς τα κρύα και δύσβατα βουνά που περικλείουν το ελκυστικό κεντρικό οροπέδιο της Ανατολίας, δημιουργώντας έναν υλικοτεχνικό περιορισμό που συμβάλλει στη σταθεροποίηση των σύγχρονων ιρανοτουρκικών συνόρων.
Για ένα κράτος που παίρνει τον έλεγχο της Ανατολίας, υπάρχει αφθονία οικονομικών οφέλων. Το ήπιο κλίμα της και οι επαρκείς βροχοπτώσεις ευνοούν τη γεωργία και την υλοτομία, καθώς και βελτιώνουν την ελκυστικότητα των οικισμών, ενώ οι ποταμοί της περιοχής (συμπεριλαμβανομένων των πηγών των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη) παρέχουν αξιόπιστες παροχές νερού στις καλλιέργειες. Ο σίδηρος, ο χαλκός, ο άνθρακας, ο χρυσός, το μάρμαρο και άλλοι φυσικοί πόροι της Ανατολίας επίσης παρέχουν τις πρώτες ύλες για έναν προηγμένο υλικό πολιτισμό. Και η θέση της μεταξύ της Ρωσίας και της Μεσογείου και μεταξύ της Ευρώπης και της Ασίας ευρύτερα, την καθιστούν ένα φυσικό σημείο αναφοράς για τους εμπορικούς δρόμους, από τους οποίους τα κράτη της Ανατολίας πάντα έπαιρναν μερίδιο με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Στον δρόμο μεταξύ της Ρωσίας και της Μεσογείου, τα κράτη της Ανατολίας ελέγχουν τα κρίσιμης σημασίας τουρκικά στενά, μέσω των οποίων περνά ο σιτοβολώνας της Ουκρανίας και της Ρωσίας με κατεύθυνση τον υπόλοιπο κόσμο. αυτά τα οφέλη από καιρό έχουν κάνει την Ανατολία ένα κέντρο αστικού ανθρώπινου πολιτισμού: μια από τις πρώτες πόλεις του κόσμου, η Καταλχογιούκ, εκτιμάται πως ιδρύθηκε πριν από 9.400 χρόνια στη νοτιοδυτική Ανατολία.
Αυτά τα πρώιμα πλεονεκτήματα οδήγησαν στην άνοδο μεγάλων δυνάμεων που έδρευαν στην Ανατολία, όπως οι Χετταίοι, οι Βυζαντινοί και οι Οθωμανοί. Αλλά τα μειονεκτήματα του να είσαι περικυκλωμένος από άλλους προηγμένους πολιτισμούς –και στους πιο πρόσφατους καιρούς, προηγμένα έθνη-κράτη- έχουν επίσης εκθέσει της δυνάμεις της Ανατολίας στην πιθανότητα πολυμέτωπων προκλήσεων που κατά καιρούς δεν μπορούσαν να ισορροπήσουν. Η θέση της Ανατολίας σε μεγάλους εμπορικούς δρόμους φέρνει υλικό πλούτο, αλλά και ξένες ιδέες, πολιτισμούς και θρησκείες που μπορούν να αποσταθεροποιήσουν τον πολιτιστικό πυρήνα, να αποδιοργανώσουν το κράτος και να το ανοίξουν σε εσωτερικούς διχασμούς που οι εξωτερικοί διεκδικητές μπορούν να εκμεταλλευτούν. Η ιστορία του πολιτισμού στην Ανατολία γενικά βιώνει φάσεις στις οποίες κράτη ουσιαστικά ισορροπούν τους παράγοντες αυτούς και φάσεις στις οποίες καταρρέουν επειδή δεν μπορούν να τους ισορροπήσουν.
Η σύγχρονη Ανατολία είχε αιώνες μοτίβων εποικισμού που έχουν αφήσει πίσω τους διάφορα πολιτιστικά και θρησκευτικά τεχνουργήματα. Αλλά η έλευση των Τούρκων τον 11ο και 12ο αιώνα ήταν αυτή που έχει έκτοτε ορίσει την κυρίαρχη ταυτότητα της περιοχής. Αυτοί οι τουρκικοί λαοί, που προήλθαν από την κεντρική-ανατολική Ασία, καταστάλαξαν στις πεδιάδες της Ανατολίας και αποίκησαν σταθερά και μεταμόρφωσαν το δημογραφικό τοπίο, αποβάλλοντας την χριστιανική ελληνορωμαϊκή ταυτότητα και αντικαθιστώντας την με τη μουσουλμανική τουρκική κουλτούρα για αρκετούς αιώνες. Μια τουρκόφωνη οικογένεια –οι Οσμανίδες- ίδρυσαν μια δυναστεία (σ.τ.μ: την Οθωμανική) που θα επεκτείνονταν σε πολλές από τις ίδιες περιοχές όπως η Ρωμαϊκή και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, κατά μήκος των ακτών της Ανατολικής Μεσογείου. Για αιώνες οι Οθωμανοί, από μόνοι τους μια μεγάλη δύναμη, πέτυχαν την απαραίτητη ισορροπία για να διατηρήσουν την αυτοκρατορία.
Οι ευκαιρίες και οι περιορισμοί της Τουρκίας τον 21ο αιώνα
Η εμπειρία της Τουρκίας τον 20ο αιώνα πέρασε από τέσσερις διακριτές φάσεις: την ύστερη Οθωμανική περίοδο, τη δημοκρατία του μεσοπολέμου, τον Ψυχρό Πόλεμο και την εποχή της ηγούμενης από τις ΗΠΑ παγκοσμιοποίησης που ακολούθησε την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Για την Τουρκία, ο αιώνας ξεκίνησε με κατάρρευση, ακολούθησε συγκέντρωση και στη συνέχεια ευθυγράμμιση.
Πριν τον 20ο αιώνα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μια μεγάλη μεσογειακή δύναμη. Τον 16ο αιώνα, η αυτοκρατορία είχε υποτελείς και εδάφη που εκτείνονταν από την Αλγερία μέχρι την Κριμαία και κυριαρχούσε σε ολόκληρες τις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου με σύνορα παρόμοια με αυτά της Ρωμαϊκής-Βυζαντινής Αυτοκρατορίας όταν αυτή βρίσκονταν στο απόγειό της. Αλλά μέχρι τα 1600, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε μια αναγεννημένη Ευρώπη, όπου η Αναγέννηση πυροδότησε νέες ιδέες, συμπεριλαμβανομένων στρατιωτικών τεχνολογιών, και ο Νέος Κόσμος παρείχε νέο πλούτο που βοήθησε τις ευρωπαϊκές χώρες (όπως η Αυστριακή Αυτοκρατορία, η Ισπανία, η Ρωσία και η Πορτογαλία) να απωθήσουν την Οθωμανική δύναμη. Σε αυτή την εποχή, το Οθωμανικό κράτος πέρασε μια περίοδο στρατηγικής ισορροπίας, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Εσωτερικά, το σουλτανάτο προσπάθησε να μεταρρυθμίσει την αυτοκρατορία χωρίς να σπάει το εύθραυστο, πολυεθνικό και θρησκευτικό κοινωνικό της συμβόλαιο, ορισμένες φορές χωρίς επιτυχία. Και στο εξωτερικό, η Οθωμανική αυτοκρατορία εγκατέλειψε τον επεκτατισμό και έβαζε τους ευρωπαίους αντίπαλους τον έναν απέναντι στον άλλον.
Αυτή η στρατηγική κράτησε εκατοντάδες χρόνια, αλλά η αποτυχία της ήταν αναπόφευκτη εν μέσω της ανόδου νέων ιδεολογικών, τεχνολογικών και στρατηγικών δυνάμεων από την Ευρώπη. Η πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήρθε καθώς άλλα πολυεθνικά, δυναστικά συστήματα γύρω από την Ευρώπη κατέρρεαν λόγω της ανόδου του εθνικισμού, της βιομηχανοποίησης, των ιδεολογικών συγκρούσεων και του αυξανόμενου ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων. Παραδοσιακές αυτοκρατορίες δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν αυτές τις προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένου και του Οθωμανικού συστήματος. Μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν θέμα χρόνου να πέσει η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μετά την ήττα του 1918 και τη Συνθήκη των Σεβρών του 1919, η αυτοκρατορία κατέρρευσε και παρέμεινε μόνο κατ’ όνομα.
Αλλά η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν σήμαινε το τέλος του τουρκικού λαού. Σε αντίθεση με προηγούμενες φάσης κατάκτησης, που είχαν ως αποτέλεσμα τον εκτοπισμό πληθυσμών από ξένους που εισέρχονταν στην Ανατολία, οι νικήτριες Συμμαχικές δυνάμεις το 1919 δεν ήταν σε θέση να αποικίσουν την περιοχή. Με τη δημογραφική τους κυριαρχία που εξασφαλίστηκε περαιτέρω με τη γενοκτονία των Αρμενίων κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι πολυάριθμοι Τούρκοι που ζούσαν στην Ανατολία αναδιοργανώθηκαν υπό τον Τούρκο στρατηγό Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ και αντεπιτέθηκαν επιτυχώς. Ο Τουρκικός Πόλεμος Ανεξαρτησίας ξεκίνησε την μεσοπολεμική περίοδο αναδιοργάνωσης και συγκέντρωσης για τη δημιουργία ενός σύγχρονου τουρκικού κράτους που μπορούσε να αντισταθεί στις προκλήσεις του 20ου αιώνα.
Ο στρατηγός Ατατούρκ και οι υποστηρικτές του κέρδισαν τον πόλεμο ενάντια στους Συμμάχους, αλλά κληρονόμησαν ένα αποδιοργανωμένο κράτος, μαζί με έναν πληθυσμό χωρισμένο κατά σέχτα, εθνικότητα, τάξη και περιοχή, και την άνοδο επεκτατικών ιδεολογιών όπως ο φασισμός και ο κομμουνισμός. Το ίδιο το πολιτικό κατεστημένο του Ατατούρκ ήταν εξίσου διχασμένο, και εξακολουθούσε να αιωρείται η προοπτική επαναλαμβανόμενων εμφυλίων πολέμων. Εν τω μεταξύ, ακόμα και πέραν της σύγκρουσης ιδεολογιών, η Τουρκία εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει παραδοσιακές ξένες προκλήσεις. Η Τουρκία είχε ήδη χάσει τα αραβικά της εδάφη, και τόσο η Ελλάδα όσο και οι κουρδικοί πληθυσμοί της στόχευαν να συρρικνώσουν περαιτέρω τα σύνορα της Τουρκίας. Για να διατηρήσει ένα σταθερό κράτος, η Τουρκία επικεντρώθηκε στην εθνική και πολιτική ενότητα, παράγοντας μια ιδεολογία που μπορούσε να ανταγωνιστεί τις ξένες, και να πλοηγηθεί μεταξύ εχθρικών στρατοπέδων χωρίς να συρθεί στους πολέμους τους.
Ο στρατηγός Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ και οι υποστηρικτές του –που λέγονταν Κεμαλιστές- αποφάσισαν πως ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσουν αυτές τις ιδεολογικές, πολιτικές, διπλωματικές προκλήσεις και προκλήσεις ασφαλείας, ήταν να χτίσουν μια κοσμική, εθνικιστική τουρκική δημοκρατία. Για να «κολλήσουν» τον ίδιο τον τουρκικό λαό, επέλεξαν να ενστερνιστούν και να χτίσουν πάνω στον τουρκικό εθνικισμό. Αυτό απαιτούσε επίσης μια διάσπαση με το παρελθόν: άρχισαν να εκκαθαρίζουν τους παλιούς δεσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τα πανισλαμικά ιδεώδη (όχι όμως από το ίδιο το Ισλάμ), πρώτα καταργώντας το χαλιφάτο το 1924 και στη συνέχεια υιοθετώντας κοσμικές νόρμες που επιβλήθηκαν και οι οποίες θα κρατούσαν μέχρι τον 21ο αιώνα. Επιδίωξαν να δώσουν έμφαση στην «τουρκικότητα», αντικαθιστώντας το αραβικό αλφάβητο με τη λατινική γραφή το 1928. Μετέφεραν την πρωτεύουσα στην καρδιά της Ανατολίας, την Άγκυρα, μακριά από όσα «κουβαλούσε» η παραδοσιακή πρωτεύουσα της Κωνσταντινούπολης (που είχε έκτοτε μετονομαστεί σε Ιστανμπούλ). Αντί για μια νέα τουρκική μοναρχία ή αυτοκρατορία, επέλεξαν επίσης να ιδρύσουν μια δημοκρατία, η οποία θα ήταν λιγότερο πιθανό να υποστεί τα δυναστικά κωλύματα μεταξύ των ελίτ, τα οποία μάστιζαν τους Οθωμανούς. Και για να αποτρέψουν τον ρεβανσισμό από το μουσουλμανικό καθεστώς που εξακολουθούσε να είναι ισχυρό, δημιούργησαν ένα από τα πρώτα σύγχρονα βαθιά κράτη εντός αυτής της δημοκρατίας: μια ομάδα στρατηγών, πολιτικών και επιχειρηματιών που θα ανέτρεπαν την πολιτική διαδικασία σε περίπτωση που λαϊκιστές ή ισλαμιστές τραβούσαν την Τουρκία πίσω προς τις αποτυχημένες πολιτικές της Οθωμανικής εποχής. Η διαρκής επιρροή αυτών των στρατιωτικών, πολιτικών και επιχειρηματικών ηγετών συνεχίζει να διαμορφώνει την τουρκική πολιτική, αν και η ικανότητά τους να ανατρέπουν κυβερνήσεις έχει μειωθεί.
Ειδικά, αυτή η επιλογή τουρκικού εθνικισμού άφησε εκτός μια από τις τελευταίες εναπομείνασες μειονότητες της Τουρκίας: τους Κούρδους, μια ανεξάρτητη εθνοτική ομάδα με ρίζες στις απομονωμένες, ορεινές νοτιοανατολικές περιοχές της χώρας, που χρονολογείται χιλιάδες χρόνια πίσω. Την δεκαετία του 1920 οι Κούρδοι δεν φαίνονταν να αποτελούν σημαντική απειλή για την Τουρκία· ζούσαν σε φυλετικές και υποανάπτυκτες περιοχές και δεν είχαν ποτέ ελέγξει τη δική τους χώρα ή αυτοκρατορία. Αλλά ο τουρκικός εθνικισμός παρείχε μια ιδεολογική ματαίωση που τελικά είδε τους Κούρδους να αναπτύσσουν τη δική τους διακριτή ταυτότητα, δημιουργώντας μια μακροχρόνια πρόκληση για την τουρκική ενότητα, που βασίζονταν στον εθνοτισμό, η οποία περνούσε τα σύνορα σε άλλες κουρδικές περιοχές στη Συρία, το Ιράκ και το Ιράν.
Στο εξωτερικό, το νέο κράτος στην Τουρκία κατάλαβε ότι έπρεπε να περιορίσει τις φιλοδοξίες του κατά πολύ, σε σχέση με την αυτοκρατορική εποχή, κατά την οποία η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε παραεξαπλωθεί και είχε εμπλακεί σε υπερβολικά πολλές συγκρούσεις σε υπερβολικά πολλά μέτωπα, με αποτέλεσμα τα ιμπεριαλιστικά μοντέλα διακυβέρνησης να γίνουν όλο και πιο δύσκολα να συντηρηθούν. Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου, η Άγκυρα παρέμεινε αυστηρά ουδέτερη στις διεθνείς συρράξεις, προτιμώντας να περιμένει να βγει κάποιος νικητής στον ανταγωνισμό μεταξύ της καπιταλιστικής δημοκρατίας, του φασισμού και του κομμουνισμού.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Τουρκία άρχισε μια περίοδο ευθυγράμμισης με τη Δύση ενάντια στους Σοβιετικούς, οι οποίοι είχαν κληρονομήσει την φιλοδοξία της Μόσχας να κυριαρχήσει στα τουρκικά στενά (αυτή τη φορά μέσω μιας κομμουνιστικής επανάστασης στην Τουρκία). Για δεκαετίες, ο Ψυχρός Πόλεμος καθόριζε τα περισσότερα εξωτερικά συμφέροντα της Τουρκίας: οι φόβοι για μια κομμουνιστική εξέγερση και μια επανάσταση υποστηριζόμενη από τους Σοβιετικούς, ιδιαιτέρως στα μη τουρκικά κουρδικά νοτιοανατολικά, κράτησαν την Άγκυρα σε μεγάλο βαθμό ευθυγραμμισμένη με τη Δύση για δεκαετίες. Αυτή η εποχή είδε την Τουρκία να χρησιμοποιεί την πρόσβασή της στη δυτική τεχνολογία, α κεφάλαια και τις αμυντικές βιομηχανίες για να εκσυγχρονίσει και να ξαναχτίσει τον στρατό και την οικονομία της για να θάψει ακόμα περισσότερο το Οθωμανικό της παρελθόν. Στο εσωτερικό, το κεμαλικό κατεστημένο, υποστηριζόμενο από τον στρατό, παρενέβη στην πολιτική μέσω πραξικοπημάτων ή απειλών για πραξικόπημα το 1960, 1971, 1980 και 1997, διατηρώντας την κοσμική ιδεολογία του κράτους εν μέσω μιας ανόδου του Ισλαμικού φονταμενταλισμού που ξεκίνησε τις δεκαετίες του 1960 και 1970.
Υπήρχαν, ωστόσο, νύξεις των παλαιών παρορμήσεων της Ανατολίας. Το 1974, κινητοποιημένη από Τούρκους εθνικιστές και εκμεταλλευόμενη μια στιγμή διχόνοιας στο ΝΑΤΟ αναφορικά με το μέλλον της Κύπρου, η Τουρκία εξαπέλυσε μια εισβολή στο βόρειο τμήμα του νησιού, όπου χιλιάδες εθνοτικά Τούρκοι παρέμεναν εκεί από την Οθωμανική εποχή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου», που μόνο η Τουρκία αναγνωρίζει. Αλλά στον Ψυχρό Πόλεμο, τέτοιες στιγμές ήταν σπάνιες· η Τουρκία είχε ελάχιστε ευκαιρίες να ελιχθεί σε περιοχές όπου δεν ενεργούσαν ήδη οι ΗΠΑ ή οι Σοβιετικοί.
Αλλά με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και της διπολικής παγκόσμιας τάξης που είχε δημιουργήσει, οι ευκαιρίες και οι περιορισμοί της Τουρκίας και πάλι θα άλλαζαν.
Η Εποχή Ερντογάν και η επιστροφή στον πολυπολικό κόσμο
Αν και ο Ψυχρός Πόλεμος έληξε με νίκη για τη Δύση, απέφερε μόνο μια βραχύβια μονοπολική στιγμή, όπου οι διεθνείς νόρμες και συμπεριφορές συχνά διαμορφώνονταν από τις εξωτερικές πολιτικές που όριζε η Δύση. Καθώς οι ΗΠΑ έκαναν στρατιωτικές εκστρατείες στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, και η οικονομία τους και το κοινωνικό συμβόλαιο δέχονταν πλήγμα από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, οι ΗΠΑ έγιναν όλο και πιο ανήμπορες να επιβάλλουν το παγκόσμιο όραμά τους, ενώ τόσο οι αντίπαλοι (όπως η Ρωσία, η Κίνα και το Ιράν) όσο και οι φίλοι (όπως η Γαλλία και η Γερμανία) έπαιρναν θάρρος και διεκδικούσαν τα δικά τους συμφέροντα, ακόμα και αν αυτό σήμαινε πως έθεταν εαυτόν σε ανταγωνισμό με την τελευταία υπερδύναμη του κόσμου. Ένας πολυπολικός κόσμος, όπως αυτός που κυριαρχούσε στο παγκόσμιο σύστημα πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, άρχισε να αναδύεται εκ νέου. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2010, αυτή η πολυπολική παγκόσμια τάξη βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη, καθώς οι ΗΠΑ έστρεφαν την προσοχή τους στην Κίνα και απομακρύνονταν από τη Μέση Ανατολή. Οι ΗΠΑ δεν έφυγαν, αλλά τα συμφέροντά τους είχαν διαφορετική προτεραιότητα· οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν υπέθεταν πλέον ότι θα μπορούσαν να κυνηγήσουν εξίσου όλα τα αμερικανικά συμφέροντα, όπως έκαναν τη δεκαετία του 1990. Με την παγκόσμια τάξη να έχει επανακαθοριστεί, τα συμφέροντα της Τουρκίας επίσης αναδιαμορφώθηκαν.
Οι πολιτικοί και κοινωνικοί θεσμοί της Τουρκίας περνούσαν τη δική τους φάση μεταμόρφωσης. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990 ο φόβος της επιστροφής σε αποτυχημένες πολιτικές της Οθωμανικής εποχής είχε από καιρό εξαφανιστεί. Εν τω μεταξύ, οι ισλαμιστικές ιδέες και οι θεσμοί γίνονταν όλο και πιο δημοφιλείς, συχνά μπλεγμένες με τον τουρκικό εθνικισμό. Η έννοια της τουρκικής ενότητας, έτσι, άλλαξε και αποδυνάμωσε το κεμαλικό επιχείρημα για αυστηρά επιβεβλημένη κοσμικότητα, ακόμα και σε βάρος της δημοκρατίας και της λαϊκής βούλησης.
Αυτές οι εσωτερικές αλλαγές στις συμπεριφορές και τις πολιτικές «κόκκινες γραμμές», σε συνδυασμό με την απώλεια νομιμότητας του καθεστώτος εν μέσω μιας αδύναμης τουρκικής οικονομίας, έδωσαν τη θέση τους σε μια σοκαριστική εκλογική νίκη για το Κόμμα της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης (AKP) – που εμπνέεται από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα- το 2002, φέρνοντας στην εξουσία μια ισλαμιστική κυβέρνηση, υπό την ηγεσία του πρωθυπουργού (και στη συνέχεια προέδρου) Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μετά από σχεδόν έναν αιώνα κοσμικών κομμάτων. Το AKP στήριξε αυτές τις συμπεριφορές που άλλαζαν, αποδυναμώνοντας το κεμαλικό κατεστημένο καθώς ανέλαβε τον έλεγχο του δικαστικού σώματος, των μέσων ενημέρωσης και τελικά του στρατού. Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 κατά του AKP, οι ευρείες εκκαθαρίσεις επέτρεψαν στο κυβερνών κόμμα να καθαρίσει την κυβέρνηση από το παλιό κεμαλικό βαθύ κράτος και, σε ορισμένα σημεία, να το αντικαταστήσει με ένα δικό του. αυτή η διαδικασία σε μεγάλο βαθμό διατήρησε την παλιά, κεντρική δομή του κοσμικού κράτους, ανταλλάσσοντας την κεμαλική ιδεολογία με τον τουρκοϊσλαμιστικό εθνικισμό που ταίριαζε καλύτερα με τη λαϊκή διάθεση. Η διαδικασία προχώρησε παραπέρα όταν η Τουρκία άλλαξε το κοινοβουλευτικό σύστημα και εφάρμοσε το προεδρικό το 2018.
Εν τω μεταξύ, οι περιφερειακές εξελίξεις επίσης δημιούργησαν προκλήσεις και ευκαιρίες για την Τουρκία. Οι πόλεμοι των ΗΠΑ με το Ιράκ δημιούργησαν ένα κενό εξουσίας στα νότια σύνορα της Τουρκίας που καλύφθηκε από το Ιράν, ισλαμιστές ενόπλους όπως η αλ Κάιντα, και τελικά το Ισλαμικό Κράτος. Μεγαλύτερη πρόκληση για την Τουρκία αποτελούσε μια αυτόνομη κουρδική περιοχή που τελικά οργανώθηκε ως η Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν (Kurdistan Regional Government –KRG) που επιδίωξε να ιδρύσει επισήμως το πρώτο κουρδικό ένθος-κράτος παγκοσμίως.
Η Αραβική Άνοιξη στις αρχές της δεκαετίας του 2010 επίσης παρείχε ανοίγματα για την τουρκική εξουσία, καθώς και προκλήσεις. Η κατάρρευση της αυταρχικής αραβικής περιφερειακής τάξης έδωσε στην Τουρκία, μαζί με το Κατάρ, τη δυνατότητα να προσπαθήσουν να εξαπλώσουν το ισλαμιστικό τους πολιτικό όραμα στον αραβικό κόσμο· ισλαμιστικές κυβερνήσεις ευθυγραμμισμένες ή φίλα προσκείμενες στην Τουρκία αναδύθηκαν στην Αίγυπτο, στην Τυνησία και στη Λιβύη, προτού οι συμβατικές αντιεπαναστατικές δυνάμεις, ηγούμενες από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία, αναδυθούν τελικά και τις ανατρέψουν ή αποτρέψουν.
Στη Συρία, η Αραβική Άνοιξη έφερε τον εμφύλιο πόλεμο, τον οποίον η Τουρκία είδε αρχικά ως ευκαιρία να αντικαταστήσει το καθεστώς του Σύριου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ με ένα καθεστώς που ίσως θα ήταν πιο φιλικό προς την Άγκυρα. Αλλά η Τουρκία τελικά είδε τη σύγκρουση ως άλλο ένα κενό εξουσίας εν μέσω της ανάδυσης ενός νέου κουρδικού κρατιδίου, την περιοχή Ροζάβα, υπό την ηγεσία των κουρδοκρατούμενων Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF). Η παρέμβαση της Ρωσίας στη Συρία το 2015 επίσης έφερε τις ρωσικές δυνάμεις κοντά στις τουρκικές στη βόρεια Συρία, όπου η Τουρκία προσπαθούσε να αποτρέψει την επέκταση του κρατιδίου της Ροζάβα –δημιουργώντας περιόδους αντιπαράθεσης και συνεργασίας μεταξύ της Άγκυρας και της Μόσχας, τα συμφέροντα των οποίων ήρθαν σε σύγκρουση και συνέκλιναν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.
Η εσωτερική ιδεολογία της Τουρκίας, επίσης, οδήγησε την πολιτική πολύ μακρύτερα στο εξωτερικό –στην Κεντρική Ασία και την ισλαμική Ασία, όπου η Άγκυρα εμφάνιζονταν ως ηγέτης τόσο του Μουσουλμανικού πληθυσμού του κόσμο όσο και των τουρκόφωνων λαών. Αυτό δεν παρείχε άμεσο οικονομικό ή στρατιωτικό όφελος στην Άγκυρα και μάλιστα είχε ρίσκα, καθώς η Τουρκία έπρεπε να υποβαθμίσει τις πολιτικές της Κίνας κατά των τουρκόφωνων πληθυσμών και τη μουσουλμανική μειονότητα των Ουιγούρων, προκειμένου να διατηρήσει τις εμπορικές επαφές με το Πεκίνο. Αλλά βοήθησε ώστε να νομιμοποιηθεί το AKP στα μάτια των Τούρκων πολιτών που έψαχναν για ιδεολογικά συνεπείς ηγέτες. Ενώ η ιδεολογική της στάση στο εξωτερικό παρέμενε σε μεγάλο βαθμό μια πολιτική επιτακτική ανάγκη, η Τουρκία πρόσφερε μόνο υποστηρικτική ρητορική και περιορισμένη βοήθεια, καθώς τηρούσε επιφυλακτική στάση για να μην εμπλακεί με τρόπους που θα μπορούσαν να είναι σε βάρος άλλων τουρκικών προτεραιοτήτων, ή να πυροδοτήσουν αντιδράσεις από σημαντικές περιφερειακές δυνάμεις όπως η Κίνα.
Οι εισβολές της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2014 και 2022 πρόσθεσαν ένα ακόμα κεφάλαιο στις απόψεις της Τουρκίας για την παγκόσμια τάξη. Με την Ευρώπη να επιστρέφει σε μια στρατιωτική αντιπαράθεση Ανατολής-Δύσης, η Τουρκία επέλεξε τη μέση οδό: θα εμπορεύονταν και θα αγόραζε όπλα από τη Ρωσία, αλλά επίσης θα υποστήριζε την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας και, μετά το 2022, θα παρείχε όπλα στο Κίεβο.
Οι επιτακτικές ανάγκες της σύγχρονης Τουρκίας
Σήμερα, η Τουρκία υπάρχει σε μια παγκόσμια τάξη με μεγαλύτερο περιθώριο ελιγμού για τις μεσαίες δυνάμεις απ’ ότι τις δεκαετίες του 1990 και 2000. Δεν βλέπει τον εαυτόν της ως αυστηρά μια μεσανατολική, ευρωπαϊκή, τουρκική, ισλαμική ή δυτική δύναμη, αλλά θεωρεί ότι έχει δεσμούς με όλες αυτές τις περιοχές, με διακριτές διαφορές που επίσης διαχωρίζουν την Τουρκία από κάθε μία από τις δυνάμεις αυτές.
Δεν υπάρχει κάποια ευθυγράμμιση που να σπρώχνει την Άγκυρα προς το ένα ή το άλλο στρατόπεδο μόνιμα, αλλά αυτό που καθοδηγεί την τουρκική συμπεριφορά φαίνεται πως είναι το συμφέρον της Τουρκίας για εσωτερική ενότητα, για πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές και για αποφυγή πολυμέτωπων προκλήσεων.
Η Τουρκία γνωρίζει πως ορισμένα από τα βασικά της συμφέροντα δεν είναι τα ίδια με αυτά των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ, και έτσι γνωρίζει ότι δεν μπορεί να βασίζεται στην υποστήριξη άλλων μελών του ΝΑΤΟ για την επιδίωξη των συμφερόντων αυτών. Επιπλέον, η Τουρκία γνωρίζει πως ορισμένα από τα συμφέροντά της έρχονται σε άμεσο ανταγωνισμό ή αντίθεση με αυτά άλλων μεγάλων δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ρωσίας, της Κίνας και του Ιράν. Αλλά η Τουρκία γνωρίζει πως αυτές οι μεγάλες δυνάμεις επίσης ανταγωνίζονται η μια την άλλη και δεν είναι απαραίτητο πως διαθέτουν τη δύναμη να μπλοκάρουν όλες τις τουρκικές πολιτικές.
Σε αυτό το πλαίσιο, η προσέγγιση της Τουρκίας ως προς τις μεγάλες δυνάμεις συχνά αποφεύγει τον κίνδυνο και είναι πραγματιστική, ενώ η προσέγγισή της ως προς τις μικρές και μεσαίες δυνάμεις συχνά δεν αποφεύγει τον κίνδυνο και είναι πιο ιδεολογική –δυο γενικά μοτίβα που είναι αντιπροσωπευτικά των μεσαίων δυνάμεων.
Οι σύγχρονες επιτακτικές ανάγκες της Τουρκίας-Οικονομικά: Διατήρηση της πρόσβασης στις παγκόσμιες αγορές και τις επενδυτικές ροές, ιδίως στην Ευρώπη, τη Ρωσία, τη Μέση Ανατολή και την Ασία.
-Ασφάλεια: Αποτροπή της εμφάνισης ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στη Συρία, το Ιράκ και τη νοτιοανατολική Τουρκία- ανάπτυξη μιας εγχώριας βιομηχανίας όπλων ικανής να απελευθερώσει το στρατό της χώρας ώστε να λειτουργεί με λιγότερους διπλωματικούς περιορισμούς.
-Πολιτική: Χαρτογράφηση των διαφορών μεταξύ διαφόρων μουσουλμανικών αιρέσεων, εθνοτικών ομάδων και οικονομικών τάξεων, στηριζόμενη σε μια ισλαμο-εθνικιστική ιδεολογία που αντλεί από τις οθωμανικές, κεμαλικές και πανισλαμικές ιστορικές και κοινωνικές παραδόσεις.
-Γεωγραφικά: Ασφάλιση των Τουρκικών Στενών, των ακτών του Αιγαίου, του κουρδικού νοτιοανατολικού τμήματος και της Ανατολικής Μεσογείου για να αποκτήσει πρόσβαση σε πόρους και εμπόριο ή και για να εμποδίσει την πιθανή εισβολή αντιπάλων (όπως η Ρωσία, η Αίγυπτος, το Ισραήλ και η Ελλάδα).
-Διπλωματικά: Διατήρηση της πρόσβασης στο στρατιωτικό υλικό του ΝΑΤΟ διατηρώντας μια σχέση συνεργασίας τόσο με το ΝΑΤΟ όσο και με την Ευρωπαϊκή Ένωση· αποτροπή της συμμαχίας του ΝΑΤΟ από το να παρασύρει την Τουρκία σε εξωπεριφερειακές συγκρούσεις.
Η Τουρκία δεν διαθέτει τη στρατιωτική, διπλωματική ή οικονομική δύναμη για να αμφισβητήσει ευθέως μεγάλες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία, ή ευρωπαϊκές δυνάμεις όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Γερμανία. Αλλά και αυτά τα κράτη περιορίζονται και αποπροσανατολίζονται όλο και περισσότερο από το πολυπολικό περιβάλλον εντός του οποίου λειτουργούν –δημιουργώντας παράθυρα ευκαιρίας για την Τουρκία να προωθήσει περιοδικά τα δικά της συμφέροντα, καθώς και να παίξει με τις αντιπαλότητες των δυνάμεων αυτών προς όφελος της Τουρκίας.
Οι σημερινές, συχνά αμφιλεγόμενες σχέσεις της Τουρκίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ αποτελούν παράδειγμα αυτής της δυναμικής. Οι δυτικοί πολιτικοί συχνά περιμένουν από την Τουρκία να ευθυγραμμιστεί με τις στρατηγικές τους, όπως συνέβαινε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Αλλά η Άγκυρα βλέπει όλο και περισσότερο φως μεταξύ των δυτικών συμφερόντων και της Άγκυρας. Ενώ η Δύση θεωρεί την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 ως πρόκληση για την παγκόσμια τάξη, η Τουρκία δεν ασπάζεται αυτό το όραμα. Ο συνεχιζόμενος πόλεμος επηρεάζει τον ενεργειακό και διατροφικό εφοδιασμό της Τουρκίας, απειλεί τις οικονομίες των εμπορικών της εταίρων και δημιουργεί κινδύνους κυρώσεων της Δύσης για την Άγκυρα. Αλλά η Τουρκία ανησυχεί λιγότερο για την πραγματική έκβαση του πολέμου, καθώς όποιος και αν καταλήξει να ελέγχει το ουκρανικό έδαφος δεν θα επηρεάσει τις γενικότερες στρατηγικές της Τουρκίας. Επιπλέον, η αντιπαράθεση ΝΑΤΟ-Ρωσίας, με το ΝΑΤΟ να αποκόπτει σταθερά τη Ρωσία από τις οικονομίες τους, επίσης δεν ενδιαφέρει άμεσα την Τουρκία, η οποία χρειάζεται τη ρωσική ενέργεια, τα σιτηρά, τον τουρισμό και τις επενδύσεις. Αλλά η Τουρκία δεν είναι φυσικά ευθυγραμμισμένη ούτε με τη Μόσχα· δεν έχει ιδιαίτερη γνώμη για τους στόχους της Μόσχας να απωθήσει τη δυτική επιρροή από τα μετασοβιετικά κράτη. Και σε ορισμένα μέρη -όπως ο Καύκασος, η Συρία και η Λιβύη- η Τουρκία έχει έρθει σε σύγκρουση με ρωσικές δυνάμεις ή πληρεξούσιους της.
Σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση μικρών δυνάμεων ή άλλων μεσαίων δυνάμεων (όπως η Συρία, το Ιράκ, το Ιράν, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα),η Τουρκία μπορεί να αμφισβητήσει και ακόμα και να επιβάλλει όρους σε αντιπάλους χωρίς αυτό να οδηγήσει στην επικίνδυνη αντίδραση που θα είχε εάν αμφισβητούσε μια μεγάλη δύναμη. Σε αυτές τις αλληλεπιδράσεις, οι ιδεολογικοί και πολιτικοί στόχοι της Τουρκίας καθοδηγούν συχνότερα την πολιτική, όπως αποδεικνύουν οι επαναλαμβανόμενες στρατιωτικές επιχειρήσεις της Άγκυρας κατά των Κούρδων στη Συρία και στο Ιράκ, παρά τις διαμαρτυρίες της Δαμασκού και της Βαγδάτης. Η Τουρκία μπορεί να υποστηρίξει άλλες ισλαμιστικές δυνάμεις (όπως η Λιβύη και το Κατάρ) έναντι αντι-ισλαμιστικών δυνάμεων (όπως η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα). Αλλά η Τουρκία συχνά βάζει σε «κουτάκια» αυτούς τους ανταγωνισμού, γνωρίζοντας πως αν το παρακάνει με πολλές περιφερειακές δυνάμεις, μπορεί να δημιουργήσει μια πολυμέτωπη πρόκληση ή κλιμάκωση που η Άγκυρα δεν επιθυμεί. Η Τουρκία μπορεί να εμπορεύεται με το Ιράν ενώ ταυτόχρονα πολεμά εναντίτων των πληρεξούσιών του στη Συρία, ή να παίρνει επενδύσεις από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ενώ ταυτόχρονα υποστηρίζει αντίθετες ομάδες στη Λιβύη που υποστηρίζονται από τα ΗΑΕ και την Αίγυπτο. Γνωρίζοντας τους κινδύνους της κλιμάκωσης, η τουρκική κρατική στρατηγική επικεντρώνεται στενά σε εφικτούς στόχους.
Οι προοπτικές και οι κίνδυνοι της Τουρκίας
Οι μελλοντικές γεωπολιτικές παρορμήσεις της Τουρκίας θα θεμελιωθούν στην επιδίωξη των βασικών της συμφερόντων. Αντί να καθορίζεται από συνεκτικά μπλοκ, όπως αυτά αναπτύσσονται στον πολυπολικό κόσμο, η Τουρκία θα ελίσσεται εντός και μεταξύ αυτών, ευθυγραμμιζόμενη με ένα συγκεκριμένο μπλοκ μόνο εάν τα συμφέροντά του συμπίπτουν έντονα με τα συμφέροντα της Τουρκίας. Για τον σκοπό αυτό, η Άγκυρα θα λάβει αδύναμες ή αμφίσημες θέσεις στις αντιπαραθέσεις ΝΑΤΟ-Ρωσίας και ΗΠΑ-Κίνας, εκτός εάν οι συγκρούσεις αυτές απειλούν τη δική της ενότητα, παράγουν κενά εξουσίας στα σύνορά της, απειλούν την πρόσβαση στις αγορές ή δημιουργούν την προοπτική μιας πολυμέτωπης πρόκλησης για την ίδια την Τουρκία.
Στο εσωτερικό, ο τουρκικός εθνικισμός θα εξελιχθεί για να ανταποκριθεί στις ιδεολογικές και κοινωνικές προκλήσεις του 21ου αιώνα. Ο κεμαλισμός, η κοσμική ιδεολογία που βοήθησε στη δημιουργία του τουρκικού κράτους μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έχει ήδη σε μεγάλο βαθμό ολοκληρώσει τον κύκλο του, με όλο και λιγότερους Τούρκους να ανησυχούν για την ισλαμική επιρροή, οπότε ο τουρκικός εθνικισμός θα αναπτυχθεί και θα περιλαμβάνει περισσότερα στοιχεία του Ισλάμ. Ταυτόχρονα όμως, ένας καλύτερα μορφωμένος πληθυσμός που είναι πιο συνδεδεμένος με τον κόσμο θα περιορίσει την υπερβολική ισλαμοποίηση της τουρκικής κοινωνίας. Ως εκ τούτου, ο εξισλαμισμός θα περιγραφεί ως μια διαδικασία φιλελευθεροποίησης έναντι ενός αυστηρά κοσμικού κράτους και όχι ως επιστροφή σε ένα ισλαμιστικό αυταρχικό παρελθόν.
Αλλά με τον ισλαμο-εθνικισμό στον ιδεολογικό πυρήνα της χώρας, το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας είναι απίθανο να ενσωματώσει τους θρησκευτικά διαφοροποιημένους Κούρδους. Αντ’ αυτού, οι Κούρδοι θα βιώσουν κύκλους ανοχής και καταπίεσης· οι περίοδοι ανοχής θα περιλαμβάνουν πιθανότατα κυβερνητικές πιέσεις για αφομοίωση, και όταν οι Κούρδοι αντισταθούν σε αυτές τις προσπάθειες, η Τουρκία θα επανέλθει στην καταπίεση μέχρι να καταλαγιάσει η σκόνη, ξεκινώντας εκ νέου τον κύκλο.
Επειδή η Τουρκία δεν θα μπορέσει να λύσει την κουρδική πρόκληση στο εσωτερικό της, θα πρέπει επίσης να δώσει προτεραιότητα σε στρατηγικές που εμποδίζουν τη δημιουργία κουρδικού κράτους σε οποιονδήποτε από τους γείτονές της. Αυτό θα σημαίνει ότι θα έρθει σε περιφερειακή συνεννόηση με τις δυνάμεις που θα μπορούσαν να επιτρέψουν, σκόπιμα ή όχι, ένα κουρδικό κράτος, όπως η Συρία, το Ιράν, το Ιράκ, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Αυτές οι προσαρμογές θα διαμορφωθούν με τη διπλωματία και τη βία. Δεδομένου ότι το Ιράν, το Ιράκ και η Συρία επίσης αντιτίθενται στη δημιουργία κουρδικού κράτους, η Τουρκία θα χρησιμοποιήσει τις διπλωματικές διασυνδέσεις μαζί τους για να συντονίσει τη δράση της κατά των κουρδικών αποσχιστικών τάσεων και της ένοπλης μαχητικότητας. Αλλά αν αυτά τα κράτη είναι πολύ αδύναμα για να είναι αποτελεσματικοί εταίροι, η Τουρκία θα καταφύγει στη στρατιωτική βία. Βραχυπρόθεσμα, οι στρατιωτικές δυνάμεις θα πρέπει να ελιχθούν γύρω από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, οι οποίες δεν θέλουν να δουν την Τουρκία να επεκτείνεται στο Ιράν, το Ιράκ ή τη Συρία. Αλλά καθώς τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία θα επικεντρώνονται περισσότερο σε άλλες παγκόσμιες προτεραιότητες, είναι επίσης πιθανό να αποσυρθούν από την περιοχή, γεγονός που θα δώσει στην Τουρκία μεγαλύτερη ελευθερία να δράσει εναντίον των Κούρδων. Η Τουρκία θα ακολουθήσει επίσης προσεκτικά την κανονικοποίηση του εδαφικού επεκτατισμού· εάν η πολυπολική παγκόσμια τάξη επιτρέψει τον επεκτατισμό, η Άγκυρα μπορεί να μπει στον πειρασμό να μετατρέψει τις τρέχουσες νεκρές ζώνες της στη Συρία και το Ιράκ σε κατεχόμενα εδάφη, αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες ή ακόμη και σε τουρκικό έδαφος, εάν μια τέτοια τακτική θα της επιτρέψει να αποτρέψει τον σχηματισμό ενός κουρδικού κράτους.
Πέραν του κουρδικού ζητήματος, η Τουρκία πρέπει να έχει πρόσβαση σε ξένη ενέργεια, αγαθά και πόρους, γεγονός που αναπόφευκτα θα περιλαμβάνει την προμήθεια τέτοιων εισαγωγών από χώρες που βρίσκονται σε αντιπαλότητα ή και σε πόλεμο μεταξύ τους. Για παράδειγμα, τα δυτικά καθεστώτα κυρώσεων ενδέχεται να κλιμακωθούν τα επόμενα χρόνια, ιδίως σε περίπτωση κρίσης με την Κίνα ή περαιτέρω κλιμάκωσης των εντάσεων με τη Ρωσία, και οι κυρώσεις αυτές θα έχουν ως στόχο να εμποδίσουν κράτη όπως η Τουρκία να εισάγουν αγαθά από χώρες-στόχους. Αλλά η Τουρκία θα αντισταθεί σε αυτές τις πιέσεις χρησιμοποιώντας τη μεσαία θέση της για να εξασφαλίσει εξαιρέσεις και παραχωρήσεις από τους δυτικούς συμμάχους της, συνεργαζόμενη πλήρως μόνο εάν η Δύση αντισταθμίσει τις οικονομικές επιπτώσεις τέτοιων εμπορικών αποκοπών. Στο πλαίσιο αυτού του μοτίβου, οι σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ θα παραμείνουν ρεαλιστικές, αν και τεταμένες· η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα επιτρέψει στην Τουρκία να εισέλθει στο μπλοκ όσο οι ιδεολογικές και πολιτικές επιταγές της Τουρκίας υπονομεύουν τους δημοκρατικούς θεσμούς της, αλλά ούτε θα χρησιμοποιήσει την οικονομική της βαρύτητα εναντίον της Τουρκίας για να επιβάλει δυνητικά αποσταθεροποιητικές πολιτικές αλλαγές στο εσωτερικό της χώρας. Η Τουρκία θα αντισταθεί επίσης στην πίεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εκδημοκρατιστεί, θεωρώντας την ένταξη στο μπλοκ ως ασθενέστερη επιταγή από τη διατήρηση της εσωτερικής πολιτικής της σταθερότητας.
Τέλος, η Τουρκία θα χρησιμοποιήσει τόσο τη θέση της στο ΝΑΤΟ όσο και την ανεξαρτησία της από αυτό για να αποφύγει να εμπλακεί σε επιζήμιες εξωτερικές συγκρούσεις. Υποθετικοί πόλεμοι, όπως μια κινεζική εισβολή στην Ταϊβάν ή ένας πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν, είναι απίθανο να εμπνεύσουν την Τουρκία να συνταχθεί με τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ, εκτός αν πρόκειται για άμεσες απειλές κατά της τουρκικής ασφάλειας. Ωστόσο, η συμμετοχή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ θα συμβάλει στην αποτροπή της ιρανικής, ελληνικής ή ρωσικής επιθετικότητας, πράγμα που σημαίνει ότι η Άγκυρα δεν θα εγκαταλείψει τη συμμαχία με δική της πρωτοβουλία. Η Τουρκία θα χρησιμοποιήσει επίσης τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ για να διασφαλίσει ότι, όταν διεκδικεί τα δικά της συμφέροντα, η αντίδραση της Δύσης θα παραμείνει διπλωματική και οικονομική και όχι στρατιωτική. Συνολικά, η Τουρκία σπάνια θα ευθυγραμμιστεί πλήρως υπέρ ή ενάντια των συμφερότων του ΝΑΤΟ.
Αλλά ακόμα και αν αυτή η προσέγγιση του πολυπολικού κόσμου φαίνεται να ελαχιστοποιεί τους κινδύνους, η Άγκυρα κατά καιρούς θα εκτιμήσει λανθασμένα τις αλλαγές στο παγκόσμιο στρατηγικό περιβάλλον και θα μπορούσε ως αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρές συνέπειες. Η ισλαμοτουρκική ιδεολογία της θα δεσμεύσει τις κυβερνήσεις της σε αντι-κουρδικές πολιτικές που κατά καιρούς θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν δυτικές κυρώσεις ή να προκαλέσουν στρατιωτικές αντιπαραθέσεις για τις οποίες η χώρα δεν είναι προετοιμασμένη. Η ίδια αυτή ιδεολογία θα οδηγήσει επίσης σε οικονομικές πολιτικές που μπορεί να μην είναι συγχρονισμένες με τις πιο ορθόδοξες προσεγγίσεις, αυξάνοντας το χρέος της Τουρκίας και αφήνοντάς την πιο εκτεθειμένη σε υφέσεις του παγκόσμιου μακροοικονομικού περιβάλλοντος. Επίσης, ο πολιτικός της συγκεντρωτισμός στο εσωτερικό της χώρας δεν θα είναι απόλυτα δημοφιλής και κατά καιρούς θα προκαλέσει αναταραχές, διαμαρτυρίες και εκτεταμένη βία. Τέτοιες αναταραχές θα μπορούσαν να γίνουν αρκετά σημαντικές ώστε να επηρεάσουν την τουρκική οικονομία ή να αποδιοργανώσουν την κυβέρνηση, οδηγώντας ενδεχομένως σε παρατεταμένες περιόδους εσωτερικής αστάθειας που θα δυσκόλευαν την Τουρκία να διεκδικήσει την εξωτερική της πολιτική.
Η πολυπολική ισορροπία της Τουρκίας θα εξαρτηθεί από την επιτυχή πλοήγηση μεταξύ των αντιπαλοτήτων και των πολέμων των μεγάλων δυνάμεων, αλλά οι ιδεολογικές της τάσεις κατά καιρούς θα σαμποτάρουν αυτή την ισορροπία. Αυτή η ιδεολογική αντίθεση με την ορθόδοξη στρατηγική φαίνεται απίθανο να οδηγήσει σε κάποια κρίση που θα είναι υπερβολικά μεγάλη για να την εξισορροπήσει το σύγχρονο τουρκικό κράτος, αλλά θα έχει ως αποτέλεσμα σημαντικά πισωγυρίσματα και συμπεριφορές που κάποιες φορές θα θεωρηθούν αλλοπρόσαλλες. Όσο απίθανο και αν είναι, αυτή η αντίφαση ενέχει έναν χαμηλό, μακροπρόθεσμο κίνδυνο σοβαρής αποσταθεροποίησης στην Τουρκία που θα μπορούσε να ξεκινήσει έναν ακόμα κύκλο κατάρρευσης, συγκέντρωσης και ευθυγράμμισης.