Ο Γέροντας, όπως κάθε χρόνο, εώρτασε την μνήμη του οσίου Χριστοδούλου σε γειτονικό Κελλί πνευματικών του τέκνων, που πανηγύριζε. Στην συνέχεια πήγε στην Μονή Κουτλουμουσίου για να ευχηθή τον εορτάζοντα καθηγούμενο αρχιμανδρίτη Χριστόδουλο.
Την επομένη, 22 Οκτωβρίου 1993, βγήκε από το Άγιον Όρος, όπως συνήθιζε τα τελευταία χρόνια για την αγρυπνία του οσίου Αρσενίου στην Σουρωτή. Αυτή όμως επρόκειτο να είναι η τελευταία έξοδός του. Δεν θα επέστρεφε πλέον ούτε κεκοιμημένος.
Στην Σουρωτή παραβρέθηκε στην αγρυπνία και, ως συνήθως, έμεινε λίγες ημέρες για να δη τις αδελφές και τον κόσμο που είχε ανάγκη. Κατόπιν είχε σκοπό να επιστρέψη. Αλλά εν τω μεταξύ έπαθε ειλεό. Έφραξαν τα έντερα, σταμάτησε για λίγο και η αιμορραγία. Εκ των πραγμάτων αναγκάστηκε να υποκύψη στις παρακλήσεις να υποβληθή σε εξετάσεις.
Η ασθένειά του εξελίχθηκε εν συντομία ως εξής:
Στο Θεαγένειο Νοσοκομείο οι γιατροί διεπίστωσαν την ύπαρξη προχωρημένου καρκίνου. Τον είχε από έξι έτη, αλλά δεν φαινόταν να έχη κάνει μεταστάσεις.
Ο ευλαβής γιατρός κ. Γεώργιος Μπλάτζας, που είχε χειρουργήσει παλαιότερα τον Γέροντα, ήταν ανήσυχος από τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Ο Γέροντας του είπε:
– Μην κάνης έτσι. Εντάξει, έχω καρκίνο, θα κάνω υπακοή σε ό,τι μου πεις. Τελείωσε.
Ακολουθώντας την υπόδειξη του γιατρού πήγαινε για ακτινοβολίες, ώστε να προετοιμασθή ο όγκος για την εγχείρηση. Κάθε φορά που πήγαινε να κάνη ακτινοθεραπεία, τον περίμεναν πολλοί και έλεγαν τα βάσανά τους. Αυτός είχε μεγαλύτερο πρόβλημα, γιατί έπρεπε να κενούται το έντερό του τριάντα φορές την ημέρα με πόνους φοβερούς. Δεν έσβησε όμως το χαμόγελό του και παρηγορούσε τους άλλους ασθενείς.
Ενώ στην εγχείρηση κήλης είχε αποκρύψει το μοναχικό του όνομα, τώρα είπε να το γράψουν και δεχόταν όσους ήθελαν να τον δουν, επειδή γνώριζε ότι θα φύγη σύντομα.
Στις 4 Φεβρουαρίου 1994 (ν.η.) έγινε η εγχείρηση. Αφαιρέθηκε ο όγκος του παχέος εντέρου, αλλά η νόσος εξελισσόταν τρομερά γρήγορα. Είχε κάνει μεταστάσεις στο ήπαρ και στους πνεύμονες. Έγινε προσωρινή παρά φύσιν έδρα, αν και ο Γέροντας δεν ήθελε και αστεϊζόμενος έλεγε στον γιατρό: «Να μη με κάνης πάρεδρο, δεν θέλω». Αργότερα έγινε πάλι εγχείρηση και αποκαταστάθηκε η λειτουργία του εντέρου. Δέχθηκε επίσης και έκανε χημειοθεραπεία.
Σε μια αξονική τομογραφία πολύ υπέφερε. Ήταν στο καροτσάκι, πονούσε και έτρεμε από το κρύο. Έδωσε την σειρά του σε άλλον ασθενή και αυτός περίμενε ώρα πολλή στον διάδρομο του Νοσοκομείου. Όταν ήρθε η ώρα να κάνη την εξέταση, χάλασε το μηχάνημα και τελικά ήρθε αυτοκίνητο και τον μετέφερε σε άλλον αξονικό τομογράφο. Διαπιστώθηκε η γρήγορη επέκταση του καρκίνου στο ήπαρ και στους πνεύμονες. Σε όλο αυτό το διάστημα ήταν χαριτωμένος και ευδιάθετος, και έλεγε τα όμορφα αστεία του, σαν να μην ήταν αυτός ο ασθενής. Παρηγορούσε και ανακούφιζε όποιον πήγαινε κοντά του.
Προσφορά με μαρτυρικούς πόνους
Και πριν από την εγχείρηση στην Σουρωτή και στο Νοσοκομείο και μετά πάλι στο Μοναστήρι, περνούσαν πολλοί να τον δουν, να πουν τα βάσανά τους και να του ζητήσουν συγχώρεση. Αυτό πρόσθετε κόπο και ταλαιπωρία στους πόνους της ασθενείας του, αλλά ήταν αναπόφευκτο.
– Γέροντα, πού αφήνεις τα τέκνα σου; τον ρώτησε κάποιος.
– Ε! «αι ημέραι της ζωής ημών εβδομήκοντα έτη» (Ψαλμ. 89:10), φθάνουν τόσα…
– Γέροντα, γιατί δεν κάνετε προσευχή να σας θεραπεύση ο Θεός, αφού σας έχουμε τόσο ανάγκη, τον ρώτησε άλλος.
– Τι; Να κοροϊδεύουμε τον Θεό; Αφού εγώ ζήτησα να μου δώση αυτή την αρρώστια…
– Γέροντα, πέστε μου μια τελευταία συμβουλή σας, για να την θυμάμαι, τον παρεκάλεσε πνευματικό του τέκνο.
– Νάχουμε πνευματική αρχοντιά, γιατί με αυτή συγγενεύομε με τον Χριστό…
Έκανε συνάξεις στις αδελφές του Μοναστηριού που θυσιάζονταν να τον ανακουφίσουν, τις νουθετούσε, έδινε τις τελευταίες συμβουλές.
Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008