Το 1965, η Τζάνετ Ρέιμερ γέννησε τον Μπρους και τον Μπράιαν, δύο δίδυμα αγοράκια.
Όταν τα δίδυμα έγιναν 6 μηνών παρουσίασαν δυσκολίες στην ούρηση, που απεδείχθη ότι οφείλονταν σε φίμωση του πέους. Η μόνη λύση ήταν να χειρουργηθούν, αλλά ο ουρολόγος που τα ανέλαβε, αντί να ακολουθήσει κάποια συμβατική για την εποχή μέθοδο, τα υπέβαλε σε καυτηριασμό.
Ο καυτηριασμός πετυχαίνει στον μικρό Μπράιαν, αλλά στον Μπρους ήταν καταστροφικός: προκαλούνται βαθιά εγκαύματα σε όλο το πέος του και ο γιατρός ανακοινώνει στους τρομοκρατημένους γονείς ότι η κατάσταση είναι αδύνατον να επιδιορθωθεί χειρουργικά.
Τους μήνες που ακολουθούν, το νεαρό ζευγάρι των αγροτών από τον Καναδά τρέχει από γιατρό σε γιατρό για να δουν αν μπορεί κάτι να γίνει με το παιδί τους. Κανένας δεν τους δίνει ελπίδες: ο Μπρους θα πρέπει να περάσει την υπόλοιπη ζωή του με το ελάχιστο που έχει απομείνει από το πέος του.
Τότε, η Τζάνετ και ο σύζυγός της συμφώνησαν, μετά από πιέσεις των γιατρών να αλλάξουν εντελώς τη ζωή του παιδιού τους. Αποφάσισαν να υποβληθεί ο Μπρους σε μια ριζοσπαστική θεραπεία ορμονών για να μετατραπεί σε… κορίτσι.
Έλεγαν ότι ήταν ο μόνος τρόπος να ζήσει φυσιολογικά από το να είναι αγόρι χωρίς το όργανό του. «Αν το μεγαλώσετε σαν κορίτσι, θα είναι κορίτσι», έλεγαν οι γιατροί που πίστευαν ακράδαντα πως όλα ήταν θέμα ανατροφής και όχι φύσης.
Μάλιστα, ο επικεφαλής γιατρός, ονόματι Τζον Μόνεϊ, πίστευε στην ουδετερότητα των φύλων και έδωσε τη λύση να μετατρέψει το όργανο του μικρού Μπρους σε γυναικείο και να περάσει ένα μεγάλο διάστημα μελετώντας την συμπεριφορά του μικρού παιδιού.
Όμως δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Ο Μπρους που πλέον ονομαζόταν Μπρέντα, δεν ήθελε να φορέσει φουστάνια και δεν αισθανόταν άνετα με τα μακριά του μαλλιά.
Η κατάσταση έγινε ακόμη πιο τραγική όταν ο Μόνεϊ, θέλησε να πειραματιστεί επάνω στα δίδυμα, δοκιμάζοντας ως παιχνίδι σεξουαλικές στάσεις για να εντάξει υποτίθεται την Μπρέντα στην ζωή ως κορίτσι.
Τραβούσε φωτογραφίες, τους έδινε οδηγίες για να δοκιμάζουν στάσεις και τους ανάγκαζε να μένουν σε αυτές για να «τεστάρει» την Μπρέντα. O Μπράιαν αργότερα έγινε σχιζοφρενής, ενώ η Μπρέντα άρχισε να έχει τα πρώτα σημάδια βαθιάς κατάθλιψης.
Η Μπρέντα ήξερε πως δεν είναι αγόρι, αλλά ένιωθε σαν αγόρι! Οι συνεχείς επισκέψεις στους γιατρούς επιδείνωναν την κατάσταση.
Ένας τοπικός ψυχίατρος έπεισε τους γονείς της να της πουν την αλήθεια – και η «Μπρέντα» απελευθερώθηκε. «Ξαφνικά όλα απέκτησαν νόημα, ήξερα γιατί ένιωθα όπως ένιωθα, δεν ήμουν φρικιό, δεν ήμουν τρελός. Ήμουν άντρας», δήλωνε χρόνια αργότερα, όταν πια μιλούσε επωνύμως για όσα πέρασε.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες από την αποκάλυψη, η «Μπρέντα» αποφάσισε να μπει σε μια πολυετή μάχη για να ανακτήσει την χαμένη της ταυτότητα. Άλλαξε το όνομά της σε Ντέιβιντ, υποβλήθηκε σε διπλή μαστεκτομή για να απαλλαγεί από το στήθος που της είχε δημιουργήσει η ορμονοθεραπεία, και έκανε πολλαπλές εγχειρήσεις, με τοποθέτηση μοσχευμάτων και προθέσεων, για να αποκτήσει τεχνητό πέος και όρχεις. Έκανε επίσης ενέσεις τεστοστερόνης για να αποκαταστήσει τα ανδρικά χαρακτηριστικά του.
Παρ’ όλα αυτά, ο Ντέιβιντ παρέμενε καταθλιπτικός, τόσο εξαιτίας των τραυμάτων της παιδικής του ηλικίας, όσο και εξαιτίας της προοπτικής – όπως πίστευε – να μην μπορέσει ποτέ να παντρευτεί και να έχει δική του οικογένεια. Μέχρι να φτάσει στα 25 του χρόνια, είχε ήδη κάνει τρεις απόπειρες αυτοκτονίας.
Ο Ντέιβιντ τελικά παντρεύτηκε μια νεαρή μητέρα τριών παιδιών, την Τζέιν και ένιωθε χαρούμενος για την θετή του οικογένεια. Όμως η καταθλιπτική διάθεσή του επέμενε, τις νύχτες βασανιζόταν από εφιάλτες και οι ψυχικές διακυμάνσεις του ήταν μαρτύριο για τη γυναίκα του.
Όταν το 2002 αυτοκτόνησε ο δίδυμος αδελφός του, ο Μπρους, ο Ντέιβιντ βυθίστηκε ακόμα περισσότερο στην κατάθλιψη – και όταν στις 2 Μαΐου 2004 η σύζυγός του, η Τζέιν, του ζήτησε να μείνουν για λίγο χώρια, κατέρρευσε.
Τρεις μέρες αργότερα, πήρε μια καραμπίνα από το σπίτι του, έκοψε την κάνη, πήγε στο πάρκινγκ ενός παρακείμενου σούπερ μάρκετ, σήκωσε το όπλο και έδωσε τέλος στο μαρτύριό του. Ήταν 39 ετών…