Με δύο δικά του γκολ, ο 17χρονος τότε Πελέ οδηγεί την εθνική Βραζιλίας στο 5-2 επί της Σουηδίας και στην κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1958. Για εκατομμύρια συμπατριώτες του κορυφαίου ποδοσφαιριστή του κόσμου αυτή είναι η ευκαιρία για να βγουν στους δρόμους και να πανηγυρίσουν.
Το «φάντασμα» του «Μαρακανάσο» δεν στοιχειώνει πια την «σελεσάο», που επιτέλους φτάνει στην κορυφή. Ωστόσο αυτή η επιτυχία δεν γίνεται δεκτή με χαρά από όλους. Την ώρα που σε κάθε σπιθαμή της χώρας βλέπεις εκστασιασμένες φάτσες, στην ψυχιατρική κλινική του Μπαρμπασένα εκτυλίσσεται ένα δράμα.
Ο θρυλικός Ελένο ντε Φρέιτας, που έχει καταντήσει σκιά του παλιού εαυτού του, εκείνου που φόρτωνε τα αντίπαλα δίχτυα στα γήπεδα των «καριόκας, παθαίνει σοκ. Ξέρει πως στη θέση του Πελέ έπρεπε να είναι αυτός. Και μπορεί η μοίρα να είχε πραγματικά μεγάλα σχέδια για αυτόν, εκείνος όμως φρόντισε να τα διαλύσει όλα.
Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για το περιστατικό στο φρενοκομείο, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Ελένο. Κάποιοι λένε πως έβαλε ένα ολόκληρο πακέτο τσιγάρα στο στόμα του και τα άναψε μονομιάς. Μια νοσοκόμα έτρεξε να τον βοηθήσει πριν συμβεί κάτι χειρότερο.
Άλλοι, πάλι, υποστηρίζουν πως ο παλιός ποδοσφαιριστής της Μποταφόγκο –σε κατάσταση αμόκ- άρχισε να μασουλά και να καταπίνει αποκόμματα εφημερίδων από τα κατορθώματά του τις μέρες της δόξας του, πίσω στην δεκαετία του ’40. Όταν δηλαδή μεσουρανούσε και είχε όλο τον κόσμο στα πόδια του.
Η ιστορία της ζωής του Ελένο ήταν πολύ διαφορετική από ό,τι πιθανό να εκτιμούσε κανείς διαβάζοντας για το τέλος της. Δεν γνώρισε φτώχεια, ούτε μεγάλωσε σε φαβέλες. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια, σπούδασε νομικά και σύντομα μπήκε στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας του Ρίο. Αρρενωπός, μποέμ και ικανότατος ποδοσφαιριστής, δεν άργησε να γίνει αντικείμενο συζήτησης και αιτία να τον ζηλέψει ο καθένας.
Ως επιθετικός, με ιδιαίτερη αντίληψη του γκολ, άρχισε να γράφει ιστορία με την φανέλα της Μποταφόγκο. Για τους σύγχρονούς του ήταν ένας Θεός. Και ο ίδιος είχε μεγάλα σχέδια για τον εαυτό του. Ονειρευόταν, όχι άδικα, ότι μια μέρα θα οδηγούσε την εθνική ομάδα σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Και, ποιος ξέρει, ίσως και στην κατάκτησή του…
Με την ανθρωπότητα, όμως, να βιώνει την μεγάλη συμφορά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα Μουντιάλ του ’42 και του ’46 ματαιώνονται. Ο Ελένο βλέπει τις ευκαιρίες του να χάνονται πίσω από τους καπνούς στα πεδία των μαχών. Συνεχίζει να σκοράρει ακατάπαυστα (204 γκολ σε 233 ματς από το 1940 μέχρι το 1948), αλλά καταλαβαίνει πως το όνειρό του θα είναι περίπου αδύνατο να υλοποιηθεί. Το ίδιο διάστημα ο χαρισματικός εντός κι εκτός γηπέδου Ελένο υιοθετεί ένα στυλ ζωής πολύ μακριά από αυτό που θα έπρεπε να έχει ένας επαγγελματίας παίκτης.
Γυναικάς, τζογαδόρος, λάτρης της μεγάλης ζωής, παίζει ουσιαστικά δίχως αντίπαλο. Οι πράξεις του δεν έχουν αρνητικές συνέπειες για τον ίδιο. Όταν, όμως, στην ίδια εξίσωση μπαίνουν και οι εξαρτήσεις κάθε είδους, είναι θέμα χρόνου να ξεκινήσει η κατρακύλα και η πορεία προς την καταστροφή.
Ο Ουρουγουανός λογοτέχνης Εδουάρδο Γκαλεάνο, αυτός ο υμνητής του ποδοσφαίρου και των λαϊκών ηρώων του, είχε γράψει για τον Ελένο: «Είναι προφανές πως είχε την ψυχή ενός τσιγγάνου. Μέσα στο γήπεδο ακτινοβολούσε. Είχε το πρόσωπο του Ροδόφο Βαλεντίνο και την ιδιοσυγκρασία λυσσασμένου σκύλου. Ένα βράδυ σε καζίνο έχασε μια ολόκληρη περιουσία.
Κι ένα άλλο βράδυ, ποιος ξέρει πού, έχασε την επιθυμία του να ζει». Ένας άλλος σπουδαίος των γραμμάτων, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, που γνώρισε τον Ελένο όταν ήταν ακόμη ένας άσημος νεαρός δημοσιογράφος, τον περιέγραψε ως εξής: «Δεν ήταν απλά ένας σέντερ φορ. Ήταν μια διαρκής αφορμή για να μιλήσεις και να σκεφτείς άσχημα γι’ αυτόν»…
Οι οπαδοί τον λάτρευαν. Δεν ίσχυε όμως το ίδιο και με τους συμπαίκτες του ή τις διοικήσεις. Τα περιστατικά που του χρεώνονται είναι αμέτρητα. Κάποτε αντέδρασε σε αποδοκιμασίες του πλήθους κατεβάζοντας το σορτσάκι του και δείχνοντας πού ακριβώς τους γράφει. Μια άλλη φορά του ζητήθηκε μετά από μία ήττα να ανυψώσει το ηθικό της ομάδας κι εκείνος κατέληξε στο να κατηγορεί τους συναδέλφους του ότι δεν είναι τόσο καλοί όσο αυτός και να τους ρίχνει ανάθεμα για το γεγονός ότι τέσσερα συνεχόμενα χρόνια η Μποταφόγκο έμενε 4η στο πρωτάθλημα Καριόκα.
Κι όταν πλέον ο σύλλογος βαρέθηκε τα καμώματά του και του έδωσε μεταγραφή για την Βάσκο (εκείνη την χρονιά, την πρώτη χωρίς τον Ελένο, η Μποταφόγκο κατέκτησε τον τίτλο!), έφτασε στο σημείο να βγάλει πιστόλι και να το κολλήσει στα μούτρα του προπονητή του επειδή του ζήτησε μεγαλύτερο ζήλο και προσήλωση στην προπόνηση…
Έτσι κι αλλιώς ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 είχε αρχίσει η κατιούσα για τον Ελένο. Εθισμένος στον αιθέρα, είχε μαζί του ένα ποτισμένο μαντίλι για να το εισπνέει όπου βρισκόταν. Την ίδια ώρα πειραματιζόταν και με άλλες ουσίες, ενώ τα βράδια κατέληγε αγκαλιά με μπουκάλια οινοπνεύματος και γυναίκες. Από τα πρώτα «κληρονόμησε» τον αλκοολισμό και από τις δεύτερες σύφιλη.
Η αντίστροφη μέτρηση γι’ αυτόν είχε ήδη αρχίσει… Κλονισμένος από το γεγονός ότι δεν μπορούσε να κατακτήσει έναν τίτλο (και με την εθνική Βραζιλίας είχε πάρει δυο φορές την 2η θέση σε ισάριθμα Κόπα Αμέρικα) διαπιστώνει πως δεν είναι στις κλήσεις για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950 που θα γινόταν στα γήπεδα που μεσουρανούσε την προηγούμενη δεκαετία. Περίμενε μια ζωή εκείνη την στιγμή, αλλά ήταν απών από το κορυφαίο ραντεβού της ζωής του. Από εκείνο το σημείο και μετά, δεν υπήρχε γυρισμός.
Καθώς τα προβλήματα υγείας επιδεινώνονταν, το άστρο του Ελένο έσβηνε σιγά-σιγά. Οι καταχρήσεις σε συνδυασμό με την κατάθλιψη, την σύφιλη αλλά και την άνοια που ήταν το επόμενο χτύπημα που δέχτηκε, τον έστειλαν όχι μόνο εκτός ποδοσφαίρου, αλλά και σε ψυχιατρική κλινική. Εκεί, είχε συχνές κρίσεις, παραληρήματα μεγαλείου και για 6 χρόνια διατηρήθηκε στην ζωή χάρις στην βοήθεια του αδελφού του. Στο τέλος, όμως, δεν μπορούσε να τον βοηθήσει κανείς. Με το μυαλό σαλεμένο, «έφυγε» το 1959. Ο «πρίγκιπας» του Ρίο θα μπορούσε να είχε γίνει ο βασιλιάς του κόσμου. Όμως, τελικά, ήταν γραφτό βασιλιάς να γίνει άλλος. Ο Πελέ…