Λίγες μέρες μετά την εκλογική νίκη η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη διαπιστώνει και αυτή ότι η διαπραγμάτευση με τους «θεσμούς» κάθε άλλο παρά εύκολη θα είναι
Ειπώθηκε ακόμη και στην προεκλογική περίοδο, όμως τώρα γίνεται μια πραγματικότητα. Η μεγαλύτερη δυσκολία που θα αντιμετωπίσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, κυριολεκτικά από την πρώτη μέρα, είναι ότι θα πρέπει να πείσει τους ευρωπαίους για την ανάγκη μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Άλλωστε, όποιος έχει μελετήσει την ιστορία της περιόδου των μνημονίων θα διαπιστώσει ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν έκαναν διακρίσεις στη βάση των ιδεολογικών του προτιμήσεων. Αντίθετα, φέρθηκαν με ανάλογα κάθετα τρόπο και στον Αντώνη Σαμαρά και στον Αλέξη Τσίπρα, όταν ζήτησαν ένα κρίσιμο δημοσιονομικό περιθώριο να μπορούν να κινηθούν πολιτικά.
Με αυτή την έννοια, θα ήταν αρκετά ανοίκειο να βλέπαμε τώρα την ΕΕ να αποδέχεται μια χώρα να αλλάζει τους όρους των «συμφωνηθέντων», ακόμη και εάν τυπικά η Ελλάδα είναι εκτός προγράμματος και άρα δεν έχει τις τυπικές αιρεσιμότητες που είχε στην περίοδο των μνημονίων στην αναμονή της κάθε δανειακής δόσης. Άλλωστε, η Ελλάδα παραμένει μια χώρα υπό ενισχυμένη εποπτεία και την ίδια ώρα ούτως ή άλλως ως χώρα της Ευρωζώνης καλείται να τηρεί τα ιδιαίτερα αυστηρά όρια που υπάρχουν ως προς τα ελλείμματα.
Πάνω από όλα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μπορεί να έχει υποχωρήσει ο γενικός τόνος κατακραυγής για την Ελλάδα, όμως η αντίληψη ότι η Ελλάδα πρέπει να κάνει μεταρρυθμίσεις όχι απλώς για να πετύχει οικονομική ανάπτυξη, αλλά πρωτίστως για να πάψει να αποτελεί «ηθικό κίνδυνο» για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Την ίδια στιγμή δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι η κοινή γνώμη στην Ευρώπη παραμένει εξαιρετικά δύσπιστη απέναντι στις κυβερνήσεις και αυτό κάνει τις τελευταίες πολύ ευάλωτες σε κριτικές περί «διασπάθισης των χρημάτων των φορολογουμένων» και αυτό ήταν κάτι που φάνηκε σε διάφορες στιγμές σε όλη την περίοδο της ελληνικής κρίσης.
Τα πλεονάσματα και η αποπληρωμή του χρέους
Τα πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα δεν προέκυψαν από κάποιον οικονομικό νόμο. Ήταν ένα λίγο πολύ αυθαίρετο ποσοστό που θεωρήθηκε ότι ορίζει μια διαρκή δυνατότητα αποπληρωμής του χρέους. Ήταν η λογική ότι ο προϋπολογισμός προσαρμόζεται στην ανάγκη πάντα να μπορεί να αποπληρωθεί το χρέος.
Όμως, την ίδια στιγμή τα πλεονάσματα αποτελούν βασική μορφή μιας εξοντωτικής πολιτικής λιτότητα. Η επίτευξή τους περνάει μέσα από δύο δρόμους, την περικοπή των δημόσιων δαπανών και την αύξηση της φορολογίας που είναι και οι δύο ανταγωνιστικοί με την ανάπτυξη: ο πρώτος γιατί καταλήγει στον περιορισμό των δημόσιων επενδύσεων και ο δεύτερος γιατί απορροφά χρήμα που μπορούσε να υπήρχε στην πραγματική οικονομία και να τροφοδοτεί επενδύσεις και νέες θέσεις εργασίας.
Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης και τα εμπόδια των θεσμών
Η επιλογή της μείωσης της φορολογίας ήταν μία από τις βασικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη και κεντρική αιχμή της προεκλογικής εκστρατείας με την οποία κέρδισε τις εκλογές της 7ης Ιουλίου.
Ταυτόχρονα, αποτελεί πραγματική πεποίθηση του οικονομικού επιτελείου ότι είναι αναγκαίο στοιχείο ώστε να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να στραφούν προς την επένδυση και την επέκταση των οικονομικών τους δραστηριοτήτων.
Όμως, οι φορολογικές μειώσεις που έχει ανακοινώσει, σε συνδυασμό με το ότι στο πρόγραμμά της η κυβέρνηση έχει ενσωματώσει σιωπηρά και τη μη μείωση του αφορολόγητου που ψήφισε η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, δύσκολα μπορούν να γίνουν εφικτές με τήρηση των ορίων με τα πλεονάσματα.
Μάλιστα, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει κάνει την εκτίμηση ήδη από πριν από τις εκλογές ότι το πιθανότερο σενάριο για το φετινό πρωτογενές πλεονάσματα προβλέπει ότι αυτό θα φτάσει το 2,9% αρκετά κάτω από το συμφωνημένο 3,5%. Πάντως, πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 382 εκατ. ευρώ, έναντι στόχου για πρωτογενές έλλειμμα 1,573 δισ. ευρώ παρουσίασε ο προϋπολογισμός το εξάμηνο Ιανουάριος- Ιούνιος 2019, κυρίως λόγω των επιπλέον εσόδων 1,119 δισ. ευρώ που αφορά το τίμημα (εκτός ΦΠΑ) της επέκτασης της σύμβασης παραχώρησης του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών και 644 εκατ. ευρώ από ANFAs τον Μάιο 2019.
Υπάρχει ο αντίλογος ότι θα μπορούσαν όλα αυτά να γίνουν εφικτά με την επίτευξη σημαντικά υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης (π.χ. 4%) οπότε θα υπήρχε και πολύ μεγαλύτερη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, όμως σε πρώτη φάση αυτό δεν φαντάζει εφικτό.
Αντίθετα, η θέση της κυβέρνησης, όπως και της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι ότι σήμερα χρειάζεται μια μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, που θα επιτρέψει μια μικρή χαλάρωση της φορολογικής επιβάρυνσης ικανή να επιτρέψει ένα μέρος των διαθέσιμων πόρων να πάει σε δραστηριότητες με αναπτυξιακό ορίζοντα και θα επιτρέψει και μια κρίσιμη αύξηση της δημόσιας επενδυτικής δαπάνης.
Οι αντιρρήσεις των ευρωπαϊκών θεσμών
Μέχρι τώρα η επίσημη θέση των εκπροσώπων των ευρωπαϊκών θεσμών είναι ότι τα συμφωνηθέντα πρέπει να τηρηθούν. Αυτό αντανακλά και έναν πολιτικό φόβο για τον αντίκτυπο που θα μπορούσε να είχε για την Ελλάδα η εικόνα ότι η ΕΕ αλλάζει επί το χαλαρότερο τα κριτήρια ενός προγράμματος (εν προκειμένω μιας συμφωνίας για την αυξημένη επιτήρηση «μετά το πρόγραμμα»). Αυτό το φόβο ότι λίγο πολύ δεν είναι δυνατό να αλλάζουν τα συμφωνηθέντα, τον είχαν συναντήσει και άλλες κυβερνήσεις στο παρελθόν και ήταν και το βασικό πεδίο διαπραγμάτευσης στο πρώτο εξάμηνο του 2015.
Η λογική των εκπροσώπων της ΕΕ είναι ότι πρώτα πρέπει να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις και να προχωρήσουν οι ιδιωτικοποιήσεις, να εκτιμηθεί η δυναμική που έχουν ως προς τα δημοσιονομικά και μετά να γίνει η διαπραγμάτευση.
Το τόνο έδωσε μιλώντας στο συνέδριο του Economist στο Λαγονήσι ο επικεφαλής του Euroworking Group Χανς Φάιλμπριφ: «Δεν ισχύει η θέση ότι η μεγάλη ανάπτυξη προκύπτει από χαμηλά πλεονάσματα. Ανήκω σε άλλη σχολή σκέψης. Πρώτα οι μεταρρυθμίσεις, η απόδειξη της αξιοπιστίας και μετά οι συνομιλητές θα μπορούν ενδεχομένως να μιλήσουν για αλλαγή των στόχων».
Αντίστοιχα, ο επικεφαλής του κλιμακίου της Κομισιόν στην Ελλάδα Ντέκλαν Κοστέλο επέμεινε ότι είναι πολιτικά πολύ δύσκολη η αλλαγή των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος, ζήτησε να σταματήσει η μείωση των δημόσιων επενδύσεων και όρισε ως προτεραιότητες την ενέργεια, το κτηματολόγιο, το άνοιγμα των αγορών.
Βέβαια σε σχέση με τοποθετήσεις όπως του κ. Κοστέλο τίθεται το ερώτημα πώς μπορούν να συνδυαστούν τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, η διαμόρφωση φορολογικού συστήματος «πιο φιλικού προς τις επενδύσεις» και μη μείωση της δημόσια επενδυτικής δαπάνης. Ιδίως όταν ο ίδιος παραδέχεται ότι αρκετές από τις μεταρρυθμίσεις απαιτούν «πολλά χρόνια και διαρκή εφαρμογή».
Ρέγκλινγκ: διατήρηση πρωτογενούς πλεονάσματος με «ανταλλαγή» των φοροελαφρύνσεων με τη μείωση του αφορολόγητου
Ο μόνος εκ των ευρωπαίων αξιωματούχων που φάνηκε να δίνει φαινομενικά μια διέξοδο ήταν ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ. Μιλώντας και αυτός στο Συνέδριο του Economist υποστήριξε ανάμεσα στα άλλα ότι: «Οποιαδήποτε αναπροσαρμογή των δημοσιονομικών πολιτικών θα πρέπει να στοχεύει στην προώθηση της ανάπτυξης, διασφαλίζοντας παράλληλα την επίτευξη του συμφωνηθέντος πρωτογενούς πλεονάσματος. Μία μείωση των φορολογικών συντελεστών, για παράδειγμα, θα μπορούσε να συνδυαστεί με μια ευρύτερη φορολογική βάση. Επίσης, ο διαθέσιμος χώρος πρέπει να χρησιμοποιείται για παραγωγικές δαπάνες, όπως δημόσιες επενδύσεις».
Ουσιαστικά, ο κ. Ρέγκλινγκ επιμένει και αυτός στο ότι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα παραμένουν αδιαπραγμάτευτα και εάν θέλει η κυβέρνηση να προχωρήσει στις μειώσεις φόρων για τις οποίες έχει δεσμευτεί, τότε θα πρέπει να «θυσιάσει» τη μη μείωση του αφορολόγητου. Γιατί στην ιδιόλεκτο των «θεσμών» αυτό σημαίνει «διεύρυνση της φορολογικής βάσης».
Μόνο που στην ελληνική περίπτωση το να υπάρξει μείωση του αφορολόγητου ορίου στην πραγματικότητα σημαίνει αύξηση της φορολογίας και μάλιστα για τους τα πιο χαμηλά αμειβόμενα τμήματα της μισθωτής εργασίας, κάτι που πολύ δύσκολα θα μπορούσε να αποδεχτεί η ελληνική κυβέρνηση.
Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα
Είναι προφανές ότι όλα αυτά διαμορφώνουν εξαρχής ένα αρκετά δύσβατο τοπίο για την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, παρά τον αισιόδοξο τόνο που προσπάθησαν να δώσουν πηγές του υπουργείου Οικονομικών μετά τον πρώτο γύρο επαφών που είχαν με τους εκπροσώπους των «θεσμών». Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμη και οι τομές για τις οποίες έχει δεσμευτεί η ΝΔ, όπως η επιτάχυνση των διαδικαστικών διαδικασιών για το Ελληνικό, το νέο θεσμικό πλαίσιο για τις επενδύσεις, η προσπάθεια για τις ιδιωτικοποιήσεις (που ειδικά στην περίπτωση της ΔΕΗ δεν δείχνουν τόσο εύκολη υπόθεση), δεν πρόκειται να έχουν άμεσα αναπτυξιακά και δημοσιονομικά αποτελέσματα. Και μπορεί να υπάρχει η αισιοδοξία από την έκδοση 7ετούς ομολόγου με επιτόκιο κάτω από 2%, όμως αυτό από μόνο του δεν λύνει το πρόβλημα των αναγκαίων αλλαγών στη δημοσιονομική πολιτική.
Όλα αυτά δείχνουν τις σημαντικές δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη στην αναμέτρησή τους με τους ευρωπαίους, που αποδεικνύουν ότι ως προς την επιμονή στις πολιτικές λιτότητας και την τήρηση των μνημονιακών δεσμεύσεων δεν κάνουν διακρίσεις με βάση τον πολιτικό προσανατολισμό των κυβερνήσεων