«Φοβερό έγκλημα για λόγους εκδίκησης διαπράχτηκε το πρωί στην καρδιά της Αθήνας. Μια 52χρονη, οικοκυρά, στις 8.50 το πρωί, μπήκε στο γραφείο του δικηγόρου Νικολάου Δεληβοριά, 69 ετών, στην οδό Σανταρόζα 5, απέναντι από τα δικαστήρια, περιέβρεξε τον ίδιο και το γραφείο του με βενζίνη, έβαλε φωτιά, την έκαψε ζωντανό και εξαφανίστηκε» έγραφε η εφημερίδα Μακεδονία στις 9 Μαρτίου 1979.
Το πρωινό της 8ης Μαρτίου 1979 άρχισε ξαφνικά να μυρίζει καμένο. Ένας περαστικός έξω από το Μέγαρο της οδού Σανταρόζα είδε ξαφνικά πύρινες γλώσσες να πετάγονται έξω από το κτίριο. Άλλος μιλούσε για έκρηξη, που σημειώθηκε πριν από την πυρκαγιά, άλλος έλεγε ότι είδε μια γυναίκα να τρέχει αλαφιασμένη και αλλά πολλά.
Η πυροσβεστική έφτασε άμεσα και μετά από κάποια ώρα ένα περιπολικό παρέλαβε το δικηγόρο Δελληβοριά με καθολικά εγκαύματα και τον μετέφερε στο γενικό κρατικό νοσοκομείο Αθηνών. Ο δικηγόρος εισήχθη αμέσως στο χειρουργείο λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης του, αλλά παρά τις προσπάθειες των γιατρών έφυγε από τη ζωή.
Στο μεταξύ η πυρκαγιά έχει επεκταθεί αστραπιαία και στα διπλανά δικηγορικά γραφεία, καθώς επίσης και στα γραφεία του έκτου ορόφου ενώ πολλά άτομα εγκλωβίστηκαν στην ταράτσα και σε διαμερίσματα του μεγάρου. Σε διάστημα περίπου μισής ώρας η πυρκαγιά τέθηκε υπό έλεγχο και κατασβέστηκε ύστερα από τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των πυροσβεστών. Το μέγαρο στο οποίο ξέσπασε πυρκαγιά ανήκε στον Γ. Παπά γενικό γραμματέα του υπουργείου συντονισμού.
Λίγες ώρες αργότερα μετά το δραματικό περιστατικό στο οποίο έχασε τη ζωή του ο 69χρονος δικηγόρος, μία γυναίκα εμφανίστηκε ενώπιον του εισαγγελέα Χρήστου Μαρκογιαννάκη. «Εγώ είμαι αυτή που έβαλε την φωτιά στο απέναντι μέγαρο στο γραφείο του Δεληβοριά. Ήθελα να τον εκδικηθώ. Του είχα αναθέσει μία υπόθεση για την οποία μου πήρε πολλά λεφτά. Τελικά την έχασε και «με έκαψε». Γι’ αυτό τον έκαψα και εγώ. Πήγα στο γραφείο, του άδειασα ένα μπετόνι με βενζίνη στην είσοδο του γραφείου και λίγο μέσα, άναψα φωτιά με ένα σπίρτο και έφυγα. Ήθελα να τον εκδικηθώ» είπε η 52χρονη.
Στο δρόμο για την εισαγγελία, οι δημοσιογράφοι την ρωτούσαν γιατί έκαψε τον άνθρωπο, κι εκείνη με ένα βλέμμα ψυχρό απαντούσε κυνικά: «Με κορόιδευε. Δε μ’ άφησε δραχμή και τελικά έχασα και την υπόθεση. Εγώ τον έκαψα το έβαλα φωτιά, γιατί μου πήρε 100.000 δρχ περίπου για μια υπόθεση διαζυγίου. Με καθυστέρησε, με ζημίωσε και δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα».
Η φόνισσα με τις κούκλες
«Παράξενη και αινιγματική» χαρακτήριζαν οι εφημερίδες της εμφάνιση της 52χρονης στον εισαγγελέα. «Τα κοντά βαμμένα καστανά μαλλιά της, το μαύρο της μοντέρνο παλτό, τα βραχιόλια, τα δαχτυλίδια της, τα μεγάλα «φιμέ» γυαλιά της και τα περιποιημένα νύχια της στα ροζιασμένα χέρια, δείχνουν ότι οι κατηγορουμένη φροντίζει ιδιαίτερα τον εαυτό της. Στην αγκαλιά της ξεχώριζαν μέσα από μία πλαστική τσάντα ένας κούκλος και μία κούκλα που η 50 διαχρονικό διαρκώς χαϊδεύει με στοργή» αναφέρει ρεπορτάζ της εφημερίδας «Μακεδονία», συμπληρώνοντας ότι την χαρακτήριζαν «η φονισσα με τις κούκλες». «Είναι τα αγαπημένα μου εγγονάκια. Είναι η μπουμπού και ο Δημητρός μου, αγαπάω περισσότερο από οτιδήποτε στον κόσμο. Με αυτά κοιμάμαι, με αυτά κουβεντιάζω στις μεγάλες μοναξιές μου» είπε η ίδια στους δημοσιογράφους.
Η Νίκη στα 15 τις χρόνια αγάπησε και παντρεύτηκε ένα συνομήλικό συχωριανό της, με τον οποίο στην πορεία της ζωής τους απέκτησαν ένα κοριτσάκι. Την εποχή της δολοφονίας η κόρη της ήταν πια 35 χρονών, παντρεμένη, ενώ έχει αποκτήσει και δύο παιδιά. Μετά από κάποια χρόνια λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων η Νίκη χώρισε με τον άντρα της εκείνο. Το 1952 γνώρισε τον δεύτερο άντρα της, εργάτη, τον οποίο και παντρεύτηκε ύστερα από δύο χρόνια, κάνοντας μαζί του ένα αγόρι που ήταν πια 25 χρονών. Ωστόσο, ο δεύτερος άντρας της την εγκατέλειψε χωρίς λόγο -τουλάχιστον όπως υποστήριζε η ίδια- και πήγε κρουαζιέρα στα νησιά του Αιγαίου. Εκείνος στην αίτηση διαζυγίου που υπέβαλλε λίγο αργότερα, ισχυριζόταν ότι ήθελε να χωρίσει, γιατί ζωή του κοντά της ήταν μαρτυρική. Έτσι κι εκείνη, ανέθεσε στον δικηγόρο Δεληβοριά την υπόθεση της.
«Του ανέθεσα την υπόθεση μου και αυτός μου πήρε για αμοιβές 100.000 δρχ. Και δεν έφτανε αυτό, το διαζύγιο βγήκε σε βάρος μου. Φταίει ή δεν φταίει για όλα η δικαιοσύνη, έτσι γίνεται και οδηγούνται πολλές γυναίκες στην πορνεία;» είπε στον εισαγγελέα, εξηγώντας ότι ήταν πικραμένη από την εξέλιξη των πραγμάτων και επισκέπτονταν καθημερινά τον Δεληβοριά στο γραφείο του, ζητώντας πίσω τουλάχιστον τα μισά της χρήματα. «Δεν είχα κανέναν στον κόσμο για να ζήσω. Έκανα την παραδουλεύτρα σε διάφορα σπίτια. Αν μου επέστρεφε έστω 50.000 δρχ, εγώ θα σωνόμουνα. Εκείνος όμως ούτε που ήθελε να ακούσει κάτι τέτοιο. Συνεχώς με έδιωχνε και αδιαφορούσε» είπε η 52χρονη.
Η ίδια δεν μπόρεσε να εξηγήσει πως έφτασε στο σημείο να βάλει φωτιά σε ένα άνθρωπο. «Εγώ δεν έχω πειράξει μυρμήγκι, ποτέ δεν έχω τσακωθεί με κανέναν και κοίτα να δεις που έφτασα. Το προηγούμενο βράδυ είχα βρει ένα σημείωμα με τα γράμματα του άντρα μου που προοριζόταν για το δικηγόρο του και γράφει ένα σωρό συκοφαντίες για μένα. Ταράχτηκα και δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Ήταν μία εφιαλτική νύχτα. Μια φωνή από μακριά με καλούσε σε κάτι απροσδιόριστο. «Νίκη Νίκη μου έλεγε διαρκώς η φωνή αυτή, αλλά δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω αν ήταν η φωνή του σατανά ή κάποιου άλλου» περιέγραψε η 52χρονη.
Το επόμενο πρωί πήρε ένα πλαστικό μπιτόνι με βενζίνη, με που μάζευε για το καθάρισμα των κουρτινών, και ξεκίνησε από το σπίτι της στα νέα Λιόσια για το γραφείο του δικηγόρου στην οδό Σανταρόζα. Έφτασε στο γραφείο και του μίλησε πάλι για το πρόβλημα της. Εκείνος την έδιωξε και η Νίκη αποφασισμένη πια, ράντισε την βενζίνη και έβαλε φωτιά με έναν αναπτήρα που κράτους μέχρι και τη στιγμή της απολογίας στην τσέπη της. «Άκουσα ένα μπαμ και από κει και έπειτα δε θυμάμαι τίποτα. Φεύγοντας μου έπεσε η τσάντα μου, αλλά φοβήθηκα και δε γύρισα να την πάρω. Πήγα στο σπίτι και τηλεφώνησα σε δικηγόρο λέγοντάς του τα καθέκαστα. Εκείνος μου συνέστησε να πάω στο γραφείο του και στη συνέχεια να παραδοθώ στον εισαγγελέα» είπε και συμπλήρωσε ότι δεν είχε σκοπό να τον σκοτώσει, παρά μόνο να τον φοβίσει.
Όταν η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια, ο εισαγγελέας με μια ανατριχιαστική αγόρευση ζήτησε την ενοχή της χωρίς κανένα ελαφρυντικό. «Το μέρωμα της νύχτας είναι υπόθεση τρανή. Από χιλιάδες χρόνια, χιλιάδες άνθρωποι, εκατομμύρια άνθρωποι, σε κάθε εποχή, φορτωμένοι με το «ζεμπίλι» των ιδεών και την φλόγα της δάδας στα χέρια, προσπάθησαν να την ενημερώσουν, αλλά χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα.
Παρότι πολύ προσπάθησε η ανθρωπότητα, παρότι πάτησε στο φεγγάρι, δεν κατάφερε να μερώσει ο άνθρωπος τη νύχτα των ενστίκτων του και δεν κατάφερε να δαμάσει τα θηρία που μέσα του αλωνίζουν, ώστε να μην ακούει κάθε λίγο τη φωνή της δικαιοσύνης και τη φωνή του Θεού: «Καιν, που είναι ο αδελφός σου;». Αυτή η φωνή, κύριοι δικαστές και κύριοι ένορκοι, είστε εσείς σήμερα, εσείς που καλείστε να πείτε στην κατηγορούμενη: «Που είναι συνάνθρωπός σου; Που είναι ο δικηγόρος σου Δεληβοριάς;».
Τόσο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όσο και το δευτεροβάθμιο καταδίκασαν την 52χρονη στην ποινή της ισόβιας κάθειρξης.