Η φόνισσα των Σερρών: Φαρμάκωσε με λικέρ… κατά λάθος τη γυναίκα του εραστή της

Κοινοποίηση:
serresexv19321sk

«Σκοπός μου ήταν να πεθάνει εκείνος, που με τις ψευτιές του έκανε δυστυχισμένες εμένα και την μακαρίτισσα. Και τώρα ακόμη αν μπορούσα να βγω από εδώ μέσα, έστω και για 1 λεπτό, με μεγάλη μου χαρά θα του έβγαζα την καρδιά από τα στήθια και θα την πετούσα στα σκυλιά να την φάνε».

Με αυτά τα λόγια η Αγγελική άφησε να ξεσπάσει το μίσος της για τον εραστή της Θανάση αλλά και τη συμπάθειά της για το θύμα της, την άτυχη γυναίκα του, Χρυσούλα, η οποία χωρίς να φταίει σε τίποτα, πλήρωσε με τη ζωή της το παράνομο ερωτικό δεσμό του άντρα της.

Το στυγερό έγκλημα που συγκλόνισε το χωριό Αδελφικά στις Σέρρες είχε εμπνευστεί λίγα 24ωρα νωρίτερα, η Αγγελική με στόχο να δολοφονήσει τον εραστή της Θανάση. Μια ιδιοτροπία της μοίρας όμως οδήγησε στο θάνατο την άτυχη γυναίκα του Θανάση και θα έστελνε στον άλλο κόσμο και τρεις φίλες της, αν δεν είχαν αρνηθεί να πιουν από το δηλητηριασμένο λικέρ.

Αρχικά η αστυνομία πίστεψε πως το παράνομο ζευγάρι σχεδίασε μαζί το φονικό. Μάλιστα, όταν συνέλαβαν την Αγγελική, εκείνη δήλωσε ότι σχεδίαζε το έγκλημα μαζί με τον Θανάση, αλλά λίγες ώρες αργότερα, αποκάλυψε την αλήθεια. Ο «Βεληγκέκας» του Αδελφικού, όπως την φώναζαν οι συγχωριανοί της, ήταν μια γυναίκα που κατάφερε να γίνει ο φόβος και ο τρόμος ανδρών και γυναικών της περιοχής.

Δεν το είχε σε τίποτα να «αρπαχτεί» με τους συγχωριανούς της και να καταλήξει στα δικαστήρια. Κανείς δεν τολμούσε να αντιμιλήσει στην Αγγελική. Ήταν μια ανδρογυναίκα που λόγω και των διαστάσεων της προκαλούσε τέτοιο φόβο, που οι συγχωριανοί της προτιμούσαν να αλλάξουν κατεύθυνση προκειμένου να μην τη συναντήσουν στο δρόμο.

Το χρονικό του εγκλήματος

Η Αγγελική αποφάσισε να δολοφονήσει τον εραστή της έπειτα από ένα ραντεβού στις 17 Μαρτίου 1970 στο οποίο εκείνος δεν εμφανίστηκε ποτέ. Επισκέφτηκε αμέσως μετά το γεωργικό κατάστημα των Σερρών από το οποίο με μεγάλη ευκολία κατάφερε να προμηθευτεί ένα φιαλίδιο με παραθείο. Επέστρεψε στο χωριό της και από τότε ζούσε μόνο για την στιγμή που θα μάθαινε, ότι ο άνθρωπος που την κορόιδευε επί 13 ολόκληρα χρόνια, δεν βρισκόταν πλέον στη ζωή. Η Αγγελική πέρασε ώρες ολόκληρες κρυμμένη κοντά στο σπίτι του εραστή της, μέχρι να βρει την ευκαιρία να μπει μέσα και να τοποθετήσει στο παραθείο σε ένα οποιοδήποτε μπουκάλι που θα χρησιμοποιούσε ο Θανάσης.

Δυο ημέρες αργότερα, την Πέμπτη 19 Μαρτίου, γύρω στις 10 το βράδυ διαπίστωσε ότι μέσα στο σπίτι του Θανάση δεν βρισκόταν κανείς, αφού το ζευγάρι είχε πάει επίσκεψη στον κουμπάρο του. Πολύ γρήγορα βρέθηκε έξω από το παράθυρο του σπιτιού του κουμπάρου. Έστησε αυτί και όταν άκουσε τις φωνές του εραστή της και της γυναίκας του, εγκατέλειψε αθόρυβα το σημείο και κατευθύνθηκε πίσω στο σπίτι του εραστή της. Άνοιξε την πόρτα με το κλειδί που είχε από την εποχή που συζούσε με το Θανάση μέσα στο ίδιο το σπίτι. Πλησίασε στο ψυγείο και δίπλα από αυτό βρήκε ένα μπουκάλι, στο οποίο υπήρχε λικέρ. Ήξερε ότι Θανάσης συνήθιζε να πίνει γι’ αυτό, χωρίς να διστάσει, άδειασε το περιεχόμενο του φιαλιδίου, κλείδωσε ξανά την πόρτα και χάθηκε μέσα στη νύχτα. Το πρώτο μέρος του σχεδίου της είχε επιτύχει απόλυτα. Τώρα περίμενε από στιγμή σε στιγμή να μάθει ότι ο Θανάσης δε βρισκόταν πλέον στη ζωή.

Πέρασε ολόκληρη την Παρασκευή και το μισό Σάββατο κρυμμένη στο σπίτι της. Το απόγευμα του Σαββάτου είδε ξαφνικά στην πόρτα της τον διοικητή του Αστυνομικού Σταθμού, ο οποίος την πληροφόρησε ότι η Χρυσούλα είχε πεθάνει μέσα σε φρικτούς πόνους. Μπήκε στο αυτοκίνητο και οδηγήθηκε στην διοίκηση χωροφυλακής Σερρών όπου είδε μπροστά της και το Θανάση. Αρνήθηκε ότι έχει οποιαδήποτε σχέση με το στυγερό έγκλημα, ενώ παράλληλα το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς, προκειμένου να βρει τον τρόπο με τον οποίο θα παρουσιάσει στα μάτια της αστυνομίας σαν δράστης του εγκλήματος τον Θανάση. Σε κάποια στιγμή προσποιήθηκε ότι μετάνιωσε και ήθελε να ομολογήσει. Αποκάλυψε ότι το έγκλημα το σχεδίασε ο Θανάσης, ο οποίος χρησιμοποίησε αυτήν σαν εκτελεστικό όργανο, με σκοπό να ζήσουν πια μαζί χωρίς το «εμπόδιο» του γάμου του.

Λίγες ώρες αργότερα, η Αγγελική θα «σπάσει» πραγματικά και θα πει την αλήθεια στους αστυνομικούς. Ήρεμα και με κάθε λεπτομέρεια θα περιγράψει στον αξιωματικό, ότι ο δεσμός της με το Θανάση ξεκίνησε το 1957 και ότι μέχρι τον περασμένο Νοέμβριο και για ενάμιση περίπου χρόνο συζούσαν στο σπίτι του. «Του είχα δώσει 30.000 δρχ για να σπουδάσει το γιο του. Ακόμα και οι εισπράξεις από το περίπτερο μου περνούσαν από την τσέπη του. Αυτός που υποσχόταν γάμο και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να μου πει ότι δεν έχω χάσει τον καιρό μου άδικα μαζί του. Μετά άλλαξε τροπάρι και μου είπε ότι πρέπει να χωρίσουμε» είπε στους αστυνομικούς.

Η αλλαγή της συμπεριφοράς του πρώην εραστή της είχε αναστατώσει την Αγγελική, που κοιμόταν και ξυπνούσε με τη σκέψη της δοσμένη σε αυτόν, ο οποίος επί 13 ολόκληρα χρόνια, παρά την κατακραυγή των συγχωριανών του, παρά τις πιέσεις του γιου του και παρά τις ικεσίες της γυναίκας του, συνέχιζε τον παράνομο δεσμό του και διατηρούσε την ερωμένη του στο σπίτι του.

Μια αδίστακτη και σκληρή γυναίκα περιέγραψε η κόρη του θύματος στους αστυνομικούς. «Έμενε στο σπίτι μας και χρησιμοποιούσε τα πράγματα της μητέρας μου. Κατέστρεψε κάθε φωτογραφία της, κάθε προσωπικό της αντικείμενο, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να δείξει το μίσος που έτρεφε για εκείνη. Δεν τολμούσαμε ούτε εμείς, τα παιδιά του, να πλησιάσουμε στο σπίτι.

Δεν δίσταζε να μπαίνει τη νύχτα κρυφά στο σπίτι για να συναντήσει τον πατέρα μου, ακόμη και όταν η μητέρα μου βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο», είπε η νεαρή γυναίκα, αποκλείοντας ταυτόχρονα να είχε λάβει χρήματα ο πατέρας της για τις σπουδές του αδελφού της, αφού η οικογένειά της είχε μεγάλη περιουσία και δεν είχε ανάγκη της εισπράξεις του περιπτέρου της Αγγελικής.

«Αυτός την σκότωσε!»

Κατά την διάρκεια της δίκη της, η Αγγελική θα αλλάξει για ακόμα μια φορά τους ισχυρισμούς της, λέγοντας πως ο 56χρονος Θανάσης είχε ρίξει το δηλητήριο στο φαγητό της γυναίκας του προκειμένου να απαλλαγεί από την παρουσία της.

«Εγώ απλώς του προμήθευσα το δηλητήριο, δεν έκανα τίποτα περισσότερο», είπε στο δικαστήριο χωρίς να πείσει όμως εισαγγελέα και δικαστές. Μάλιστα, ο εισαγγελικός λειτουργός την χαρακτήρισε «επικίνδυνη για τη δημόσια ασφάλεια», εισηγούμενος να της επιβληθεί η θανατική ποινή. Τελικά, το δικαστήριο καταδίκασε την 46χρονη σε ισόβια κάθειρξη για την δολοφονία της άτυχης Χρυσούλας.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: