Ήταν Φεβρουάριος 1980 όταν η «φόνισσα του Χαρβατίου» δικαζόταν από το Πρωτοβάθμιο Μικτό Κακουργιοδικείο για τη μακάβρια δολοφονία του άνδρα της. Η πράξη της ήταν ένα από τα πιο στυγερά εγκλήματα που διαπράχθηκαν στη Ελλάδα.
Στο Χαρβάτι Παλλήνης, ζούσαν η 26χρονη δράστιδα Αικατερίνη Κ. μαζί με τον 37χρονο σύζυγό της, Χρήστο και τα τρία μικρά τους παιδιά, δύο αγόρια 7 και 4 ετών και μια κόρη 6 ετών. Η ζωή τους όμως δεν ήταν ποτέ αρμονική. Ο Χρήστος ήταν αργόσχολος, τζογαδόρος, γυναικάς και ξυλοκοπούσε διαρκώς τη σύζυγό του.
Το 1975 στο χωριό της, Παλληκαριά Τρικάλων, αποπειράθηκε να τον δολοφονήσει χτυπώντας τον με ένα τσεκούρι προκειμένου να τον συνετίσει. Μάλιστα, για να δικαιολογήσει την πράξη της, είχε ισχυριστεί ότι «την απατούσε με μια συγγενή του και όταν του το υπενθύμιζε, την έδερνε».
Για αυτή την ενέργεια, καταδικάστηκε σε τρεις μήνες φυλάκιση με αναστολή, καθώς το δικαστήριο αναγνώρισε πως βρισκόταν σε «πλήρη σύγχυση». Για κάποιο χρονικό διάστημα, ο άνδρας της πήγε να εργαστεί στη Λιβύη. Μολονότι, είχε προβλήματα με το αλκοόλ, οι συγγενείς της τον εκτιμούσαν και έλεγαν ότι έκανε τα πάντα για να συντηρήσει την οικογένεια του.
Όταν επέστρεψε όμως, πληροφορήθηκε ότι η Αικατερίνη τον απατούσε. Την ξυλοκόπησε και την απείλησε με μαχαίρι. Ύστερα, το ζευγάρι μετακόμισε στο Χαρβάτι Παλλήνης όπου εκεί εργαζόταν σε ένα χοιροστάσιο και έμεναν μέσα στις εγκαταστάσεις πάνω από την αποθήκη των ζωοτροφών.
Η στιγμή της δολοφονίας
Το ημερολόγιο έγραφε Δευτέρα 25 Μαρτίου 1979. Ο σύζυγος επέστρεφε μεθυσμένος από το σπίτι ενός γείτονα και ζήτησε από τη γυναίκα του να του φέρει κι άλλο κρασί. Εκείνη αρνήθηκε και το θύμα τη χτύπησε με ένα συρματένιο βούρδουλα. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, πήγαν να ταΐσουν μαζί τα ζώα στο χοιροστάσιο, αλλά θέλησε να πάει σε μια ταβέρνα για να πιει.
Η γυναίκα του αρνήθηκε για άλλη μια φορά να τον αφήσει και εκείνος τη γρονθοκόπησε, απειλώντας την ξανά να τη σκοτώσει με μαχαίρι. Η γυναίκα άρπαξε ένα βαρύ σωλήνα και τον χτύπησε δύο φορές. Ενώ ήταν ζαλισμένος, συνέχισε να τον χτυπά μέχρι που τον σκότωσε. Λίγο μετά, έσυρε το πτώμα, το έγδυσε και το περιέλουσε πολλές φορές με βενζίνη μέχρι που έμειναν μόνο κάποια απομεινάρια από τις σάρκες του, τα οποία τα πέταξε στα λύματα του διπλανού χοιροστασίου. Για να δικαιολογήσει την «εξαφάνιση» του συζύγου της, πήγε κλαίγοντας στην Αστυνομία όπου απέδωσε το γεγονός σε εγκληματική ενέργεια τρίτων.
Ενώ οι αρχές εξέταζαν επί 15 μέρες το συμβάν, την απάντηση στο πως εξαφανίστηκε το θύμα έδωσε ο ιδιοκτήτης του χοιροστάσιου, όταν θυμήθηκε ότι η δράστις τον ρώτησε σε ανύποπτο χρόνο: «Εάν ρίξω χλωρίνη ή θειικό οξύ σε κάποιον και τον πετάξω σε βόθρο θα βρυκολακιάσει»; Η Αστυνομία τότε έψαξε το πηγάδι και ανέσυρε τα μισοκαμμένα υπολείμματα του θύματος. Ήταν ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα που εν αγνοία της φόνισσας, θύμιζε παλαιότερες πρακτικές της σικελικής μαφίας, που πέταγε τα θύματά της στα γουρούνια για να εξαφανιστούν τα ίχνη τους….
Πηγή: mixanitouxronou.gr