Εντονες αντιδράσεις όχι μόνο στους Θεσσαλούς αγρότες, αλλά και στην Περιφέρεια και το σύνολο της τοπικής κοινωνίας έχει προκαλέσει η πρόταση των Ολλανδών εμπειρογνωμόνων της HVA, οι οποίοι στο 400 σελίδων πόρισμα που παρέδωσαν στην ελληνική κυβέρνηση για το ζήτημα της διαχείρισης των υδάτων στην πληγείσα περιοχή, προτείνουν μεταξύ άλλων τη σταδιακή απεξάρτηση της περιοχής από το βαμβάκι.
Σε έξι χρόνια το deadline των Ολλανδών
Οι ειδικοί μάλιστα που όρισε η Ελλάδα για να μελετήσουν το θέμα μετά τη βιβλική καταστροφή που άφησε πίσω της η κακοκαιρία Daniel, επισημαίνουν ότι η μετάβαση αυτή και η αντικατάσταση της καλλιέργειας βαμβακιού θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί το αργότερο σε έξι χρόνια.
Βασική αιτία για το συμπέρασμα αυτό είναι ο μεγάλος κίνδυνος ερημοποίησης της περιοχής εξαιτίας της υπεράντλησης των υπογείων υδάτων μέσω των γεωτρήσεων, οι οποίες πλέον φτάνουν σε βάθος μεγαλύτερο των 300 μέτρων για να εξασφαλίσουν αρδευτικό νερό χωρίς υφαλμύρωση.
Οι Ολλανδοί προτείνουν επίσης τη διακοπή των επιδοτήσεων της άντλησης υπογείων υδάτων ή/και την επιβολή τελών και τη στενή παρακολούθηση της χρήσης του νερού για αρδευτικούς λόγους με σύγχρονα τεχνολογικά μέσα, όπως τα drones, αλλά και με σύγκριση των τωρινών καταναλώεων των αγροτών με παλαιότερες.
Κόκκινη γραμμή για τους Θεσσαλούς το βαμβάκι
Από την πλευρά τους οι Θεσσαλοί αγρότες προειδοποιούν πως η βαμβακοκαλλιέργεια αποτελεί γι΄αυτούς κόκκινη γραμμή, ενώ και ο νέος Περιφερειάρχης, Δημήτρης Κουρέτας υποστήριξε με στοιχεία σε ανάρτησή του την ανάγκη μεταποίησης του βαμβακιού απαντώντας σε όσους σκέπτονται να φύγει το βαμβάκι από τη Θεσσαλία πως «θα γίνει πόλεμος».
Αλλωστε η Θεσσαλία είναι σήμερα ο κύριος παραγωγός βαμβακιού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καλλιεργώντας περίπου 86.000 εκτάρια, κατανεμημένα σε περιοχές όπως η Καρδίτσα (40.000 εκτάρια), Λάρισας (25.000 στρ.), Τρικάλων (10.000 στρ.) και Μαγνησίας (5.000 εκτάρια).
Η πρόταση των Ολλανδών
Σύμφωνα με την πρόταση που κατέθεσαν οι Ολλανδοί απαιτείται σταδιακή, πολυετής και συντονισμένη μετάβαση στις καλλιέργειες, από χαμηλής αξίας και υψηλών απαιτήσεων σε νερό (π.χ. βαμβάκι και καλαμπόκι) σε καλλιέργειες κηπευτικών και φρούτων «που απαιτούν (τις περισσότερες φορές) λιγότερο νερό και χώρο, ενώ παράλληλα έχουν υψηλότερη αξία παράγοντας μεγαλύτερο εισόδημα για τους παραγωγούς».
Προτείνεται επίσης η στροφή προς το σουσάμι και τα ζαχαρότευτλα, ενώ αναφέρεται η ανάγκη η παραγωγή ζωοτροφών να αναδιαμορφωθεί και να στραφεί είτε σε καλλιέργειες που απαιτούν λιγότερο νερό, είτε στην αγορά ζωοτροφών που παράγονται σε άλλα μέρη της Ελλάδας και τα χωράφια να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή προϊόντων υψηλότερης αξίας.
Η μετάβαση αυτή, σύμφωνα με το masterplan για τη Θεσσαλία, προτείνεται να πραγματοποιηθεί σε ένα χρονικό διάστημα έως 6 ετών, λόγω της αμεσότητας του κινδύνου παντελούς εξάντλησης των αποθεμάτων νερού στην περιοχή.
Θα πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι οι ειδικοί σημειώνουν ότι ακόμα και αυτή η παρέμβαση από μόνη της δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διαρκή βιωσιμότητα του γεωργικού τομέα στη Θεσσαλία, η οποία θα χρειαστεί αύξηση προσφοράς νερού. Για το λόγο αυτό προτείνουν την κατασκευή επιπλέον μικρών ταμιευτήρων νερού στις ορεινές περιοχές ώστε να διευκολύνουν την παροχή νερού στις χαμηλότερες γεωργικές περιοχές.
Προχωρούν όμως και ένα βήμα παραπέρα, αναφέροντας πως «η μοναδική βιώσιμη, μακροπρόθεσμη λύση είναι η μεταφορά υδάτων από τον άνω ρου του ποταμού Αχελώου, προκειμένου να ενισχυθεί η προσφορά νερού κατά τουλάχιστον άλλα 300 εκατομμύρια m3 ετησίως», έργο το οποίο όμως στην Ελλάδα αμφισβητείται εδώ και χρόνια εξαιτίας του υψηλού περιβαλλοντικού τιμήματος.
Οι Ολλανδοί τονίζουν επίσης ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να υπάρξουν πρωτοβουλίες εκπαίδευσης και προώθησης συνεργατικών πρακτικών στους αγρότες, δεδομένου ότι σήμερα μόνο το 0.7% των αγροτών της Θεσσαλίας έχει επαρκή εκπαίδευση, με αποτέλεσμα πολλοί εξ’ αυτών να έχουν περιορισμένη εξοικείωση με λύσεις για αποδοτική χρήση του νερού και άλλες καινοτόμες πρακτικές.
Ο κίνδυνος ερημοποίησης
Οπως αναφέρεται στην τεχνική έκθεση, οι τομείς γεωργίας και κτηνοτροφίας στη Θεσσαλία βρίσκονται αντιμέτωποι με τον κίνδυνο της έλλειψης νερού και κατά συνέπεια της ερημοποίησης της περιοχής.
Ο κίνδυνος αυτός προκλήθηκε από την επί δεκαετίες άντληση μεγάλων ποσοτήτων νερού μέσω γεωτρήσεων οι οποίες υπερέβαιναν τις ποσότητες αναπλήρωσης του υδροφόρου ορίζοντα. Το ετήσιο έλλειμμα ύδατος υπολογίστηκε σε περίπου 500 εκατομμύρια m3, ποσότητα, η οποία αναμένεται να αυξηθεί λόγω της κλιματικής αλλαγής που προβλέπεται να προκαλέσει αύξηση της θερμοκρασίας και μείωση των βροχοπτώσεων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρουν, ο αγροτικός τομέας της Θεσσαλίας χρησιμοποιεί πάνω από το 90% του συνολικού νερού της περιοχής περίπου 1,5 δισεκατομμύρια m3 ετησίως, με το 70% να προέρχεται από πηγές υπόγειων υδάτων.
Την ίδια στιγμή και ο αριθμός των γεωτρήσεων στην περιοχή έχει αυξηθεί, κλιμακούμενος από 7.000 το 1975 μέχρι τις 33.000 σήμερα, ενώ εκτιμάται ότι περί τις 10.000 γεωτρήσεις παραμένουν μη καταγεγραμμένες, χωρίς ακριβή δεδομένα και αποτελεσματικό έλεγχο.
«Η ευρεία χρήση υπόγειων υδάτων για αρδευτικούς σκοπούς μέσω δεκάδων χιλιάδων γεωτρήσεων, με ή χωρίς άδεια, έχει οδηγήσει στην εξάντληση των επιπέδων του υπόγειου ύδατος με αποτέλεσμα σε πάρα πολλές περιπτώσεις την εισροή θαλασσινού νερού στον υπόγειο υδροφορέα. Καθώς τα υπόγεια ύδατα θα υφαλατώνονται, οι αγρότες δεν θα μπορούν πλέον να τα χρησιμοποιούν για άρδευση, και ο γεωργικός τομέας θα αντιμετωπίσει έναν πραγματικά τεράστιο κίνδυνο σοβαρής και μη αναστρέψιμης ζημιάς, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν σε πολλές άλλες χώρες που υπεραντλούσαν νερό για άρδευση», επισημαίνεται, ενώ τονίζεται πως «αυτό το μοντέλο δεν είναι βιώσιμο και έχει ημερομηνία λήξης».
Η ομάδα της HVA επεσήμανε ότι η τιμολογιακή πολιτική του ρεύματος για τους αγρότες στη Θεσσαλία τους προτρέπει να συνεχίσουν να εξαντλούν τα υπόγεια ύδατα της περιοχής, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την ίδια την επιβίωσή τους. Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται η λήψη μέτρων για τον περιορισμό της χρήσης του νερού μεταξύ των οποίων και η απόσυρση της επιδότησης προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι αγρότες να επιλέξουν καλλιέργειες με μικρότερες απαιτήσεις σε νερό.
Ενα άλλο μέτρο που προτείνουν οι Ολλανδοί είναι η θέσπιση τελών για την άντληση υπόγειων υδάτων και η επιδότηση των αγροτών που επιλέγουν πιο καινοτόμες τεχνολογίες εξοικονόμησης νερού.
Η παραγωγή της Θεσσαλίας
Βάσει των στοιχείων, η γεωγραφική περιοχή της Θεσσαλίας παράγει:
- 6% του χοιρινού κρέατος στην Ελλάδα,
- 37% του αρνιού και των προβάτων
- 18% μοσχαρίσιου κρέατος
- 50% της παραγωγής τυριού της χώρας
- 18,5% του γάλακτος
- Σχεδόν το 40% του βαμβακιού
- 32% φακές
- 52% των αμυγδάλων
- 40% των κάστανων,
- 33% των ρεβιθιών,
- 15,5% των ζαχαρότευτλων
- 35% των μήλων
- >50% των αχλαδιών
- 20-25% των καρυδιών
- 34% του σκληρού σίτου
- 22% του καλαμποκιού
Γεωπόνοι: Δεν έχουν συνυπολογιστεί βασικά στοιχεία
«Τα ζητήματα αυτά έχουν συζητηθεί και μελετηθεί και στο παρελθόν. Αλλά το ενδεχόμενο μιας μεταβασης σε άλλες καλλιέργειες απαιτεί πολλούς πόρους, εκπαίδευση, εκμηχάνιση. Θα πρέπει οι παραγωγοί να έχουν τους πόρους για να καλλιεργήσουν. Είναι πολλαπλάσια τα έξοδα για ένα στρέμμα κηπευτικών», εξηγεί.
Εχοντας μεγάλη εμπειρία από τον θεσσαλικό κάμπο, προσθέτει ότι εάν κανείς συνυπολογίσει τον κύκλο της ζωής των κηπευτικών, ο οποίος είναι δύο με τρεις μήνες και κατά συνέπεια το ίδιο χωράφι θα καλλιεργηθεί ισάριθμες φορές, σε αντίθεση με το βαμβάκι που είναι ετήσια καλλιέργεια, θα δει ότι οι απαιτήσεις σε νερό δεν είναι λίγες. Επιπλέον τίθεται και σοβαρό ζήτημα εργατικών χεριών: «Εδώ δεν μπορούμε να βρούμε εργάτες να μαζέψουν τα φρούτα, θα βάλουμε και κηπευτικά», αναρωτιέται.
Ο κ. Περουλάκης αναφέρεται και στις μεγάλες επενδύσεις που έχουν ηδη γίνει πάνω στη βαμβακοκαλλιέργεια: «Στη Θεσσαλία τα τελευταία 20 – 30 χρόνια έχουν γίνει επενδύσεις εκατομμυρίων ευρώ σε αυτές τις καλλιέργειες, λάστιχα, συλλεκτικές μηχανές, κλπ. Τι θα γίνουν όλα αυτά. Αυτες οι αλλαγές δεν μπορούν να γίνουν σε έξι χρόνια».
Περιγράφει πως οι βαμβακοκαλλιέργειες σήμερα είναι 860.000 στρέμματα και το καλαμπόκι είναι 200.000 στρέμματα. «Μιλάμε για πάνω από 1 εκ. στρέμματα. Είναι δυνατόν να εγκαταλείψεις 1 εκ. στρέμματα στη χώρα μας δεδομένης της οικονομικής κατάστασης;»
Στην ερώτηση πως κρίνει την πρόταση των Ολλανδών για την επιστροφή στα ζαχαρότευτλα, θυμίζει ότι η Ελλάδα εγκατέλειψε χρόνια πριν αυτήν την καλλιέργεια: «Εδώ στη Λάρισα κλείσαμε τη Ζάχαρη, όπως τη λέγαμε. Είχαν πει ότι η καλλιέργεια αυτή δεν έχει οικονομικό αποτέλεσμα και η χώρα αποφάσισε ότι της αρκούσε η μονάδα της Θράκης. Οι εγκαταστάσεις στη Λάρισα είναι πλέον κατεστραμμένες, ένα κουφάρι έχει μείνει. Θέλει εκατομμύρια για να επαναλειτουργήσει η μονάδα και στην αγορά αυτή δεν μπορείς να μπεις από τη μια μέρα στην άλλη. Τα ζαχαρότευτλα μεταφέρονταν με τρένα. Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα ούτε τρένο δεν έχουμε».
Οι προτάσεις της Περιφέρειας Θεσσαλίας
Τις δικές της προτάσεις για την ανάκαμψη της περιοχής παρουσίασε πριν λίγες ημέρες και η Περιφέρεια Θεσσαλίας. Σε ό,τι αφορά τις ανάγκες για νερό επισημάνθηκε ότι ο περιορισμός της σπατάλης νερού και του περιορισμού του ετήσιου ελλείματος κατά τουλάχιστον 200 εκατ. κ.μ. νερού μπορεί να επιτευχθεί μεταξύ άλλων με:
- την αντικατάσταση ανοικτών με κλειστούς αγωγούς μεταφοράς νερού
- την καθολική επέκταση της στάγδην άρδευσης, και
- την εφαρμογή ορθών γεωργικών πρακτικών (Αμειψισπορά με ψυχανθή, χλωρή λίπανση, κλπ. σύμφωνα με τη νέα ΚΑΠ).
Το εκτιμώμενο κόστος των παρεμβάσεων αυτών εκτιμάται σε 300 εκ. ευρώ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε, η Θεσσαλία αποτελεί τη μεγαλύτερη πεδιάδα της χώρας και το κέντρο της Ελληνικής αγροτικής παραγωγής. Ωστόσο η γεωργία της περιοχής απειλείται άμεσα από τέσσερις κινδύνους και συγκεκριμένα:
- Τον συνεχιζόμενο κίνδυνο πλημμυρών και καταστροφής του 50% των καλλιεργειών στα πλέον γόνιμα πεδινά και αρδευόμενα εδάφη από φαινόμενα όπως ο Daniel που ενδέχεται να είναι συχνότερα στο μέλλον δεδομένης της κλιματικής κρίσης.
- Τη δραματική μείωση διαθεσιμότητας του αρδευτικού νερού λόγω υποβάθμισης των υδροφορέων κυρίως στην ανατολική πεδιάδα (Λάρισας). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μείωση της βαμβακοκαλλιέργειας (αρδευόμενης) κατά 540.000 στρ την τελευταία 20ετία που συνολικά μειώθηκε στα 840.000 στρ. ενώ παραδοσιακά στον κάμπο καλλιεργούνταν 1,5 εκατ. στρέμματα εδώ και πολλές 10ετίες. Σημαντικό αρνητικό αποτέλεσμα αποτελεί και η μειωμένη παραγωγή κτηνοτροφών (καλαμποκιού, μηδικής κλπ) και υποβάθμιση της κτηνοτροφικής παραγωγής.
- Τη διάβρωση και ερημοποίηση τεραστίων επικλινών εκτάσεων λόγω αποψίλωσης και υποβάθμισης του εδάφους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στον Ν. Λάρισας η εγκατάλειψη 750.000 στρ από σιτηρά την τελευταία 20ετία.
- Την υποβάθμιση της γονιμότητας των περισσότερων εδαφών κάτω από μη αειφορική καλλιέργεια με συνεπακόλουθη τεράστια αύξηση των εισροών και του νερού και τελικά τη μείωση της παραγωγικότητας και εγκατάλειψης της αρδευόμενης καλλιέργειας.