Θεσσαλονίκη: Η μαγευτική ανακάλυψη κοσμήματος από την εποχή του Τρωϊκού Πολέμου

Κοινοποίηση:
5767b86c-perideraio

Η Τούμπα, που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, οφείλει το όνομά της σε έναν ελλειψοειδή γήλοφο ύψους 20 μέτρων. Αυτή η αρχαιολογική τοποθεσία εντοπίζεται στην καρδιά του οικισμού και είναι πολύ κοντά στο γήπεδο του ΠΑΟΚ. Εδώ και αρκετά χρόνια διεξάγονται συστηματικές αρχαιολογικές έρευνες, οι οποίες έχουν αποκαλύψει σημαντικά ευρήματα.

 

Από τον 19ο αιώνα, έχει γίνει σαφές ότι η Τούμπα αποτελεί έναν αρχαίο οικισμό που μοιάζει με τα γνωστά «tell», τα οποία ανασκάπτονται σε περιοχές όπως η Μικρά Ασία και η Μέση Ανατολή. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, μια από τις πιο διάσημες και μεγαλύτερες θέσεις αυτού του τύπου είναι αυτή της Τροίας.

Η δαντελωτή ακτογραμμή βρισκόταν σε απόσταση περίπου 1,5 χλμ και σε αυτό το περιβάλλον με τις ποικίλες οικολογικές ζώνες οι προϊστορικοί κάτοικοι της Τούμπας ασχολούνταν κυρίως, με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Η περισυλλογή μαλακίων και η αλίευση στα θαλάσσια και εκβολικά οικοσυστήματα υπήρξε επίσης σταθερή καθόλη τη διάρκεια ζωής του οικισμού, ενώ εντατικοποιήθηκε κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού.

Όπως αναφέρει το voria.gr, την περίοδο εκείνη στον οικισμό της Τούμπας ζούσαν εύποροι ψαράδες, κτηνοτρόφοι, αγρότες αλλά και όμορφες κοπέλες. Οι γυναίκες απασχολούνταν με το νοικοκυριό κα την ανατροφή των παιδιών τους ωστόσο έβρισκαν χρόνο για να ασχοληθούν και την δημιουργία κοσμημάτων ώστε να στολίζονται.

Μία από αυτές, άγνωστο πότε, άγνωστο ποια και άγνωστο πώς έφτιαξε ένα εντυπωσιακό περιδέραιο με όστρεα (κοχύλια) που μάζεψε από την ακτή του Θερμαϊκού κόλπου, η οποία τότε ήταν σε απόσταση 1,5 χιλιομέτρου και η βόλτα εκεί πιθανόν αποτελούσε αγαπημένη συνήθεια για τους προϊστορικούς Τουμπαίους.

Το περιδέραιο ήρθε στο φως κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στην Τούμπα Θεσσαλονίκης και ανασύρθηκε από κτήριο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, χρονολογείται δηλαδή γύρω στο 1200 π.Χ.

 

Δέκα κατώτερα τμήματα (στοματικά ανοίγματα) θαλάσσιων οστρέων (κοχύλια) και τέσσερις λίθινες χάντρες του περιδέραιου βρέθηκαν κατά χώρα (in situ) για πρώτη φορά σε έναν οικισμό αυτής της εποχής στη Μακεδονία.

«Η μοναδικότητα και η σπανιότητα του ευρήματος έγκειται στο ότι τα κοσμήματα τα βρίσκουμε συνήθως σε ταφές και διασώζονται ακέραια επειδή είναι σε προστατευμένο περιβάλλον. Κοσμήματα σε κτήρια είναι δύσκολο να σωθούν, καθώς από το πέρασμα των χρόνων και τις αποθέσεις χωμάτων, καταστρέφονται», ανέφερε μιλώντας στο τοπικό μέσο ενημέρωσης, ο Στέλιος Ανδρέου, ομότιμος καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο ΑΠΘ και τέως διευθυντής της Πανεπιστημιακής Ανασκαφής Τούμπας (2006-2019), που ωστόσο παρακολουθεί από κοντά την πορεία τη έρευνα στον σπουδαίο αρχαιολογικό χώρο.

Τα τμήματα οστρέων του περιδέραιου, με ανοιχτό καστανό χρώμα και σκούρα καστανά στίγματα, περισυλλέχθηκαν από την ακτή και ήταν διαβρωμένα και λειασμένα από την έκθεσή τους στο αμμώδες θαλάσσιο περιβάλλον. Πρόκειται για τοπικά είδη, τα οποία οι προϊστορικοί κάτοικοι γνώριζαν καλά: εννέα από αυτά είναι κεράτια (Cerithium vulgatum) και ένα πορφύρα (Hexaplex trunculus). Το πρώτο ήταν βρώσιμο είδος, ενώ από το δεύτερο παρασκεύαζαν πορφυρή βαφή.

Όπως εξηγεί ο καθηγητής Ανδρέου, τα όστρεα είχαν τρεις πολύ σημαντικές χρήσεις κατά την αρχαιότητα, «αρχικά ήταν βρώσιμα και οι άνθρωποι τα κατανάλωναν για να καλύψουν τις διατροφικές τους ανάγκες, δεύτερον κάποια είδη τα χρησιμοποιούσαν για να παράγουν πορφύρα που αξιοποιούσαν για βαφή και τρίτον αποτελούσαν διακοσμητικά αντικείμενα ή εργαλεία».

Οι λίθινες χάντρες γκρίζου χρώματος στο περιδέραιο είναι φτιαγμένες από ταλκικό σχιστόλιθο, ένα τοπικό πέτρωμα, κοινό στα ρέματα της περιοχής. Οι φυσικά επίπεδες επιφάνειες του ταλκικού σχιστόλιθου και το γεγονός ότι ήταν αρκετά μαλακός, τον έκαναν κατάλληλο για επεξεργασία και χρήση.

Ο συνδυασμός των διαφορετικών ειδών κοχυλιών για τη δημιουργία του συγκεκριμένου περιδέραιου, έγινε στο πλαίσιο των οικοτεχνικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνταν στα νοικοκυριά του οικισμού. Τα φυσικά διάτρητα τμήματα οστρέων δεν χρειάστηκαν άλλη κατεργασία, ενώ φαίνεται πως είχαν περαστεί σε φυτικό ή δερμάτινο νήμα, γεγονός που τεκμηριώνεται από σχετικά ίχνη φθοράς στις τρύπες, τα οποία είναι ορατά στο μικροσκόπιο.

Ο τεχνίτης ή η τεχνίτρια που το κατασκεύασε με περισσή φροντίδα και προσοχή έδωσε δισκοειδές σχήμα και γυαλιστερή υφή στις λίθινες χάντρες, μετά από την άσκηση τριβής και διάνοιξε τρύπα με μυτερό εργαλείο στο κέντρο της καθεμιάς.

 

Δείτε στην gallery που ακολουθεί περισσότερες φωτογραφίες από το περιδέραιο αλλά και τις ανασκαφές:

 

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: