Η προφανής εγκληματολογική διαταραχή, δεν αποκλείει, ασφαλώς την υψηλή οξύνοια. Αν λοιπόν, λένε όσοι τον γνώρισαν, μετρούσε κάποιος το IQ των κρατουμένων, ο Θεόφιλος Σεχίδης θα ήταν ένας από αυτούς που βρίσκονταν στην κορυφή.
Η ευφυΐα όμως μπορεί να τον είχε καταστήσει ικανό να συντάσσει μόνος του δικόγραφα (όντας ακόμα φοιτητής της Νομικής, χωρίς πτυχίο, ή να αγορεύει μπροστά στις κάμερες ή ακόμα και να ζητά από το δικαστήριο να υπερασπιστεί μόνος του τον εαυτό του) αλλά δεν τον εμπόδισε από το να γράψει με τα χέρια του το μεγαλύτερο (σε εύρος) και πιο στυγερό έγκλημα που γράφτηκε στην Ελλάδα εντός μιας οικογένειας.
Η διαφοροποίηση του Σεχίδη με άλλους κατηγορούμενους ήταν προφανώς πως ο κόσμος τον είδε και τον άκουσε σε μια “live” αναπαράσταση στη Θάσο να περιγράφει όλα όσα έκανε. Με απόλυτη ψυχραιμία, συγκρότηση λόγου και -τελικά- κυνισμό: Λες και περιέγραφε τα εγκλήματα ενός άλλου. Σκεφτείτε πως όταν καταλάγιασε λίγο ο θόρυβος έγινε πρωταγωνιστής ακόμα και ανέκδοτων για αυτή του τη στάση. Ήταν τέτοια η ψυχραιμία και η ουδετερότητα με την οποία περιέγραφε τις δολοφονίες, τους τεμαχισμούς, την αφαίρεση των εγκεφάλων, πέντε μελών της οικογένειάς του, που κυκλοφόρησε ως ανέκδοτο η φράση πως “θα ζητήσει ελαφρυντικό γιατί είναι ορφανός”.
Η αποστροφή βέβαια δεν είναι για γέλια, καθώς ο Σεχίδης, βουτηγμένος σε μια προφανή διαταραχή που δεν επηρέαζε την ευφυΐα του σε όλες τις εκφάνσεις, έγινε το 1996 ο αποκαλούμενος Έλληνας Χάνιμπαλ Λέκτερ, σκορπώντας θάνατο και τρόμο. Λέγεται δε πως όταν τεμάχιζε τα πτώματα της οικογένειάς του, άκουγε κλασική μουσική (Τσαϊκόφσκι). Η ιστορία του ενέπνευσε και τηλεοπτική παραγωγή, ιδιαίτερα μάλιστα πετυχημένη.
Στο Ψυχιατρείο
Ο Σεχίδης διέπραξε τα εγκλήματα το 1996. Το 2001 μεταφέρθηκε στο Ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού όπου και πέθανε, πιθανόν από ανακοπή καρδιάς, χθες. Βρέθηκε στα λουτρά του ψυχιατρείου κρατουμένων του Κορυδαλλού, την ώρα του μπάνιου, από συγκρατούμενούς του.
Σύμφωνα με πληροφορίες πιθανή αιτία θανάτου είναι η ανακοπή καρδιάς, καθώς αντιμετώπιζε σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα εδώ και χρόνια και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή. Πάντως η ιατροδικαστική έκθεση θα αποτυπώσει την αίτια θανάτου.
Όπως έγινε γνωστό ήταν υπέρβαρος και την ώρα του μπάνιου σήμερα το πρωί παρουσίασε δυσκολία αναπνοής. Μεταφέρθηκε αμέσως στο νοσοκομείο κρατουμένων όπου εκεί διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Το 2016 μετά από 20 χρόνια εγκλεισμού του είχε υποβάλει αίτηση αποφυλάκισης, όπως ειχε δικαίωμα, η οποία όμως είχε απορρίφθηκε.
Δεν έσπασε τρεις μήνες
Ενδεικτικό επίσης της προσωπικότητάς του ήταν πως ενώ οι συγγενείς του είχαν εξαφανιστεί στα τέλη Μαΐου, ο ίδιος παρότι ανακρίθηκε πολλές φορές, ενώ η ασφάλεια είχε εντοπίσει και την καραμπίνα, το όπλο των τριών εκ των πέντε δολοφονιών, εν τούτοις ξεγελούσε τους πάντες. Μάλιστα συμμετείχε ακόμα και στις αναζητήσεις-έρευνες για τους συγγενείς του. Τελικά ομολόγησε τον Αύγουστο του 1996, μετά από ολονύχτια ανάκριση.
“Σκότωσα τα θύματά μου αμυνόμενος. Υπήρξε οικογενειακή συνομωσία. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δε μου έλεγαν την αλήθεια. Τον πατέρα μου και τον θείο μου τους σκότωσα με όπλο. Τη μητέρα μου, την αδελφή μου και τη γιαγιά μου τις αποκεφάλισα με δύο μαχαίρια”, είπε στην ομολογία του ο 24χρονος τότε φοιτητής της Νομικής. “Δυο-τρεις εγκεφάλους τους έβγαλα και τους έβαλα στο ψυγείο (…) Είναι μια ξεχωριστή εμπειρία, που αναφέρεται σε ανατομία του εγκεφάλου κ.λπ. Για αυτό. Επειδή είχα ασχοληθεί με αυτά. Είχα κάποιες ψυχιατρικές και ιατρικές γνώσεις και ήθελα να εξετάσω την ανατομία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Αυτό είναι όλο. Δεν μετάνιωσα για τίποτα, καλά έκανα. Το ένα κεφάλι ήδη είχε σπάσει, τα μυαλά είχαν βγει, οπότε γιατί να μην τα βάλω στο ψυγείο;”, περιγράφει σοκαριστικά.
Αργότερα διηγείται πως η “ανατομική μελέτη” που ήθελε να διεξάγει δεν έγινε ποτέ, καθώς “ήταν χαλασμένο το ψυγείο κι όταν τελείωσα με τα πτώματα και πήγα μετά από μια εβδομάδα να το πάρω, είχε αλλοιωθεί και το πέταξα”. Αφού τα τεμάχισε, έβαλε τα πτώματα σε σακούλες σκουπιδιών και τα πέταξε στην χωματερή Κεραμωτής
“Λάθος”
Αμέσως μετά τους φόνους, ο Σεχίδης έπρεπε να εξαφανίσει τα πτώματα της οικογένειάς του. Πηγαίνει στην αποθήκη του πατέρα του και παίρνει την εργαλειοθήκη του. Βρίσκει τα δυο αλυσοπρίονα και αρχίζει να τεμαχίζει τα πτώματα. Όταν τελειώνει αγοράζει τμηματικά από διάφορα παντοπωλεία και σούπερ μάρκετ για να μην κινήσει υποψίες, σακούλες σκουπιδιών, όπου τοποθετεί τα μέλη τους ώστε να τα πετάξει τελικά, στην χωματερή Κεραμωτής. “Χρειάστηκα μία ημέρα για να τους τεμαχίσω έναν έναν ξεχωριστά, σε τέσσερα κομμάτια τον καθένα, χέρια, πόδια, κεφάλι, κορμός, μία ημέρα να τους πακετάρω και μία ημέρα να τους μεταφέρω”, δήλωσε.
Ο ιατροδικαστής είχε τότε μια φράση σε συνέντευξή του: “Ήταν τόσο μακάβριο και συγκλονιστικό αυτό που αντίκρισα στο σπίτι-φρούριο που δεν περιγράφεται. Είναι φοβερό”, είπε και συμπλήρωσε πως στους τοίχους ο δολοφόνος είχε γράψει τη λέξη “λάθος”.
Στις 10 Αυγούστου 1996 ο Σεχίδης οδηγήθηκε στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Καβάλας και την επομένη στον ανακριτή, δηλώνοντας: “Δεν μετανιώνω για ό,τι έκανα, έπρεπε να το κάνω, βρισκόμουν σε αυτοάμυνα”. Βγαίνοντας, πάντα χαμογελαστός και ήρεμος είπε στους δημοσιογράφους, στους οποίους μιλούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της υπόθεσης: “Χαμογελάτε, είναι μεταδοτικό”!
Πέντε φορές ισόβια
Ο Σεχίδης δικάστηκε στις 20 Ιουνίου του 1997 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας. Καταδικάστηκε σε πέντε φορές ισόβια. Έπειτα από 5μηνη παρακολούθηση της συμπεριφοράς του Σεχίδη, επιστήμονες ψυχιατρικής συμπέραναν ότι ο Σεχίδης πάσχει από σχιζότυπη διαταραχή προσωπικότητας, χωρίς όμως να χρήζει περίθαλψης, και του καταλογίστηκε “πλήρης ευθύνη και επίγνωση των πράξεών του”. Ωστόσο, τονίστηκε η οικογενειακή του κατάσταση, η οποία είχε ιδιαιτερότητες και είχε ως αποτέλεσμα ο Σεχίδης να έχει βιώσει πολύ δύσκολες καταστάσεις. Στις 2 Ιουνίου του 1992, ο Σεχίδης υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία, στην οποία φάνηκε ότι είχε εγκεφαλικές ανωμαλίες. Μετά την φυλάκισή του, υποβλήθηκε στην ίδια εξέταση, φέροντας ξανά ως αποτέλεσμα “μη φυσιολογικά ευρήματα”.
Ο “κόκκινος κύκλος” του Σεχίδη, που έγινε γνωστός στο πανελλήνιο ως ο Έλληνας Χάνιμπαλ, έκλεισε στις 12 Φεβρουαρίου 2019, στις φυλακές Κορυδαλλού.
(Παναγιώτης Στάθης)