Τα 2/3 του εισοδήματος των φορολογουμένων καταλήγουν σε φορολογικές υποχρεώσεις, ενώ φέτος 4 στους 10 φορολογουμένους με χρεωστικό εκκαθαριστικό σημείωμα θα πληρώσουν αυξημένο φόρο κατά 40% και 2 στους 10 τον διπλάσιο φόρο από πέρυσι.
Αυτό επισημαίνει σε άρθρο του με τίτλο «φορολογία χωρίς μετρολογία” ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ και του ΕΒΕΠ, Βασίλης Κορκίδης.
Ολόκληρο το άρθρο του αναφέρει τα εξής:
Όταν στην ελληνική αγορά, 4 στις 10 επιχειρήσεις είναι ζημιογόνες, όταν 5 στις 10 έχουν μηδενικά ή πολύ μικρά κέρδη, όταν οι βεβαιωμένοι φόροι των επιχειρήσεων ανέρχονται σε 4,3 δις ευρώ, όταν η φορολογητέα ύλη των αυτοαπασχολουμένων είναι φέτος μειωμένη κατά 1,5 δις ευρώ και όταν τα ληξιπρόθεσμα των βεβαιωμένων φόρων ξεπέρασαν τα 5,1 δις ευρώ το α’ εξάμηνο, τότε υπάρχει «υπέρμετρη» φορολόγηση.
Όταν ο μέσος μισθός στην Ελλάδα υπολογίζεται από τη Eurostat στον ιδιωτικό τομέα στα 929 ευρώ και στο δημόσιο 1.050 ευρώ, όταν το μέσο νοικοκυριό έχει εισόδημα 1.014 ευρώ τον μήνα και όταν η μέση σύνταξη εκτιμάται στα 896 ευρώ, τότε «ασύμμετρα» ο μέσος φόρος του Έλληνα για κάθε μήνα από Ιούλιο έως Ιανουάριο είναι 1.246 ευρώ.
Όταν σε ατομικό επίπεδο 4 στους 10 φορολογουμένους με χρεωστικό εκκαθαριστικό σημείωμα θα πληρώσουν φέτος αυξημένο φόρο έως και 40% και όταν 2 στους 10 τον διπλάσιο φόρο από πέρυσι, τότε οι φόροι υπολογίζονται με λάθος «παράμετρο» και έχουν ως αποτέλεσμα οι 3 στους 10 πολίτες να αδυνατούν να καταβάλουν ακόμα και τη α’ δόση των συνολικά 1,2 δις ευρώ.
Οι φόροι μπορεί να είναι αναγκαστικό και μονομερές μέσο μετάθεσης πόρων και παροχής από τον ιδιωτικό στο δημόσιο τομέα, όμως θα πρέπει, «κάθε φόρος να είναι γι’αυτόν που τον πληρώνει παράσημο, όχι σκλαβιάς, αλλά ελευθερίας» και θα πρόσθετα, ούτε βέβαια κοροϊδίας των συνεπών φορολογουμένων.
Τελευταία, ενόψει της 21ης Αυγούστου και της 8ης Σεπτεμβρίου στη ΔΕΘ, κακώς παρουσιάζεται ως παροχολογία η μείωση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας πολιτών και επιχειρήσεων καθώς και του εξορθολογισμού της «ασφαλιστικής φορολογίας» των ελεύθερων επαγγελματιών.
Ο βαθμός και η μέθοδος της φορολογίας των συνεπών και ενήμερων φορολογουμένων, αλλά και γενικότερα η εισπραξιμότητα των βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων φόρων τη περίοδο των μνημονίων, επιβάλουν να εφαρμοστούν κατά ένα χρόνο νωρίτερα, τα μεταμνημονιακά φορολογικά «αντίμετρα».