Τραγική ήταν η κατάληξη της υπόθεσης εξαφάνισης του πασίγνωστου φωτογράφου Πίτερ Μπέαρντ καθώς εντοπίστηκε νεκρός σε δασική περιοχή. Ανείπωτη θλίψη σκόρπισε στον καλλιτεχνικό κόσμο η είδηση του θανάτου του.
Ήταν 82 χρονών. Καλλιτέχνης, φωτογράφος, εραστής της περιπέτειας, κοσμικός, πλέιμπόι, ένας τυχοδιώκτης του πνεύματος, του αισθήματος και της αισθησιακής αξιοπρεπείας. Και ταυτόχρονα τολμηρός, ριψοκίνδυνος, ρομαντικός, ατίθασος, ο τελευταίος εκείνου του ρεύματος ηδονιστικής περιπλάνησης που στη πεζογραφία αποτυπώθηκε από συγγραφείς σαν τον Έρνστ Χεμινγουέι και τον Πολ Μπόουλς. Ένας άνθρωπος που ανακάλυψε ως ανέλπιστη όαση της ζωής του την σκληρή, άγρια και παράλληλα απροσποίητη και ξεκάθαρη, ανοιχτή σαβάνα της Αφρικής. Αυτή φωτογράφισε εντυπωσιακά μέσα στο μεγαλείο και το δράμα της.
Ο Νεοϋορκέζος Πίτερ Μπέαρντ, ωραίος στα νιάτα του σαν αρχαιοελληνικό άγαλμα και κληρονόμος μια τεράστιας περιουσίας ακλούθησε από έφηβος το φωτογραφικό πάθος του με τόσο ζήλο ώστε η πλούσια οικογένεια του τον ρωτούσε: «Ωραίο το χόμπι σου. Αλλά πότε θα κάνεις μια αξιόλογη δουλειά;». Δεν έκανε ποτέ τίποτε το τόσο τετριμμένο και κλισέ. Ταξίδεψε στα 17 του στην Αφρική, μαζί με τον Κουεντίν Κέινς, έναν εγγονό του Κάρολου Δαρβίνου και μαγεύτηκε ακαριαία από το φυσικό περιβάλλον της. Τραυματίστηκε προσπαθώντας να φωτογραφίσει ένα εξαγριωμένο ιπποπόταμο αλλά δεν τα παράτησε. Έκανε πάντα αυτό που λαχταρούσε. Και ακολούθησε το όνειρό του. Ως απόφοιτος του Γέιλ έγινε σύντομα το «μαύρο πρόβατο» της οικογενείας του, το οποίο ζούσε ανάμεσα στα λιοντάρια, τους ελέφαντες, τους κροκόδειλους και τις καμηλοπαρδάλεις της άγριας αφρικανικής πανίδας.
Στα 22 του ο «άσωτος» ταξιδέψε στη Δανία, συνάντησε την Κάρεν Μπλίξεν συγγραφέα του «Πέρα από την Αφρική», βιβλίο που τον επηρέασε βαθιά. Αργότερα αγόρασε 45 στρέμματα στην ζούγκλα έξω από το Ναϊρόμπι της Κένυας και αφοσιώθηκε στην τέχνη του. Στη τεκμηριωμένη σύλληψη μέσω της κάμερας του της άγριας ζωής και τη συγγραφή των ημερολογίων του με συναρπαστικές ιστορίες και σχόλια. Και τα δυο εικόνες και γραπτά, θα γινόταν το επαγγελματικό σήμα κατατεθέν της σπουδαίας καριέρας του το βιβλίο. Τα κείμενα και οι φωτογραφίες του συνέθεσαν το πρώτο του βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1965 με το τίτλο «Το Τέλος του Παιχνιδιού». Υμνήθηκε από τη κριτική ως ο τελευταίος ρομαντικός λευκός κυνηγός της παραμελημένης τραγωδίας των άγριων ζώων της Μαύρης ηπείρου.
Δεν ήταν ερημίτης. Λαμπερός, όμορφος, κοινωνικός, δημοφιλής και φυσικά πλούσιος -πολύ πριν οι φωτογραφίες του αρχίσουν να πωλούνται για εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια η μια- αποτέλεσε μέλος της εστέτ παρέας των σοφιστικέ ιερών τεράτων του «Μεγάλου Μήλου», που ξεφάντωνε στο θρυλικό Studio 54. Στενός φίλος του Γουόρχολ, του Νταλί, του Καπότε, του Τζάγκερ, του Χάλστον, της Τζάκι Ωνάση, της Γκρέις Τζόουνς και του Φράνσις Μπέικον, έγραψε τη δική του ιστορία με τα μέχρι πρωίας γλέντια στο διαμέρισμά του στο Μανχάταν αλλά και τη διασημότερη ντισκοτέκ όλων των εποχών στο Μπρόντγουεϊ. Αλλά πάντα επέστρεφε στη σαγήνη της ζούγκλας. Στα μεσοδιαστήματα φωτογράφισε μερικές από τις πιο όμορφες γυναίκες του κόσμου για τη Vogue, την Elle και άλλα διεθνή περιοδικά μόδας. «Το τελευταίο πράγμα που έχει μείνει στη φύση είναι η ομορφιά των γυναικών» έλεγε, «οπότε είμαι πολύ χαρούμενος που το φωτογραφίζω».
Παντρεύτηκε τρεις φορές και είχε πολύκροτα ειδύλλια με τη Κάντις Μπέργκεν και τη Λί Ράντζβιλ, την αδελφή της Τζάκι. Ωστόσο ο ακραίος έρωτας του ήταν βυθισμένος στον μυστηριώδη εξωτισμό της σαβάνας. Εκεί στα μέσα των 70ς περπατώντας σε έναν δρόμο του Ναϊρόμπι, εντόπισε την καλλονή Ιμάν, την κόρη ενός Σομαλού διπλωμάτη. Την πήρε από το χέρι και την παρουσίασε στο πρακτορείο Wilhelmina της Νέας Υόρκης, από όπου ξεκίνησε η θρυλική σταδιοδρομία στο μόντελινγκ της μετέπειτα συζύγου του Ντέιβιντ Μπάουι.
Δεν ήταν πάντα ανέμελη η ζωή του στη ζούγκλα. Τη δεκαετία του 80, μια καταστροφική πυρκαγιά πυρπόλησε το σπίτι του και μαζί του έκανε στάχτη χιλιάδες αρνητικά φιλμ μιας ολόκληρες 20ετους σκληρής δουλειάς. Στα μέσα των 90ς στα σύνορα της Τανζανίας δέχτηκε επίθεση από έναν μαινόμενο ελέφαντα της αγέλης που ο ίδιος πρωτοστατούσε ώστε να διασωθεί. Γλίτωσε σαν από θαύμα την παράλυση και την ολική τύφλωση. Και πάλι δεν αποθαρρύνθηκε. Έμεινε εκεί να βιώνει την διαρκή περιπέτεια και να ενσαρκώνει το “vivere pericolosamente”. Και ως στοχαστικός φιλόζωος να συνεχίζει να φωτογραφίζει πρωτότυπα, να περιθάλπει με αγάπη και να φροντίζει ευσυνείδητα τα άγρια ζώα.
Την φιλοσοφία της ζωής του την περιγράφει στο βιβλίο του «Zara’s Tales», γραμμένο για την κόρη του Ζάρα, όπου παραθέτει μια παράγραφο του από το έργο «Ο γάμος του ουρανού και της κόλασης», του Άγγλου ποιητή και οραματιστή του 18ου αιώνα Ουίλιαμ Μπλέικ. Η φράση του τελευταίου “Ποτέ δεν ξέρεις τι είναι αρκετό, εκτός κι αν ξέρεις τι είναι περισσότερο από αρκετό” συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο τόσο της ζωής όσο και την τέχνης του καλλιτέχνη φωτογράφου. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι πως αυτός που πέρασε σχεδόν όλη του τη ζωή στο πρωτόγονο και εξωτικό περιβάλλον τη ζούγκλας περιστοιχισμένος από άγρια ζώα, πέθανε τελικά μονός, χαμένος και έρημος σε να ημιαστικό δάσος της Νέας Υόρκης. Ίσως κι αυτός σαν άγριο ζώο να επιδίωξε να τελειώσει το βίο του κοντά στη φύση.