Το θωρηκτό Αβέρωφ σήμερα «αναπαύεται», για όσους θέλουν να το επισκεφτούν στο Παλαιό Φάληρο, λειτουργώντας ως πλωτό Ναυτικό Μουσείο.
Με την ίδια επιβλητικότητα και προκαλώντας το ίδιο δέος για πάνω από 100 χρόνια, συνεχίζει να βρέχεται από τα ελληνικά νερά, ήσυχο και παροπλισμένο και κρύβοντας στο εσωτερικό του, την ένδοξη ιστορία του η οποία ξεπερνάει τα όρια ενός πραγματικού θρύλου.
Αξίζει να σημειωθεί, άλλωστε ότι πρόκειται για το μοναδικό δείγμα του τύπου (θωρακισμένο καταδρομικό) που διατηρείται στον κόσμο ως σήμερα.
Το αήττητο πλοίο, το «ξίφος της Μεσογείου» σύμφωνα με τον τίτλο που έλαβε, υπηρέτησε για τουλάχιστον 40 χρόνια το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό και τα συμφέροντα της χώρας, έχοντας εμπλακεί σε τέσσερις πολέμους και δεκάδες νικητήριες ναυμαχίες. Το ένδοξο θωρηκτό το οποίο κατέστη ο εφιάλτης των Τούρκων, οι οποίοι το αποκαλούσαν «το Διαβολοβάπορο» («Σεϊτάν παπόρ»), έφτασε να υψώσει την ελληνική σημαία μέσα στην Κωνσταντινούπολη, μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Όταν το πολεμικό πλοίο πέρασε σε ελληνικά χέρια θεωρούταν το πιο σύγχρονο και ισχυρό πλοίο στην Aνατολική Μεσόγειο, με την υπεροχή του να γίνεται γρήγορα αντιληπτή στο Αιγαίο και, φυσικά, στον τουρκικό στόλο.
Το θωρηκτό Αβέρωφ και το πλήρωμά του έζησαν τις πιο ένδοξες στιγμές τους υπό τον Ναύαρχο ΠαύλοΚουντουριώτη, καθώς αναλαμβάνοντας αυτόνομη δράση έτρεπε τον εχθρικό στόλο σε φυγή καταδιώκοντάς τον. Έδινε την νίκη και τον αδιαμφισβήτητο έλεγχο του Αιγαίου στην Ελλάδα.
Δέκα χρόνια μετά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό διέθετε μια ελάχιστη δύναμη απαρχαιωμένων τορπιλοβόλων και τριών γαλλικών θωρηκτών που είχαν κατασκευασθεί το 1889. Η επιτακτική ανάγκη για τη δημιουργία αξιόμαχου στόλου είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του στόλου – στα τέλη του 1908 – με τέσσερα καινούρια αγγλικά και τέσσερα γερμανικά αντιτορπιλικά. Σε αυτά επρόκειτο να προστεθεί το Θωρακισμένο-Καταδρομικό «Αβέρωφ».
Για την ανανέωση του Στόλου η τότε κυβέρνηση Μαυρομιχάλη είχε απευθυνθεί στα Ναυπηγεία Ορλάντο στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου εκείνη ακριβώς την εποχή κατασκευαζόταν ένα θωρακισμένο–καταδρομικό το οποίο είχε παραγγελθεί και επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί από το Ιταλικό Ναυτικό. Όμως, η ακύρωση της παραγγελίας από τη μεριά των Ιταλών και η άμεση προκαταβολή του 1/3 της συνολικής αξίας του πλοίου επέτρεψαν την απόκτηση του πλοίου από την Ελλάδα. Το ποσόν της προκαταβολής προήλθε από τη διαθήκη του Γεωργίου Αβέρωφ και ανήρχετο σε 8.000.000 εκατομμύρια χρυσές δραχμές, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 15.650.000 χρυσών δραχμών καλύφθηκε από το Ταμείο Εθνικού Στόλου (Τ.Ε.Σ.), στο οποίο συγκεντρώθηκε το ποσό από εράνους μεταξύ όλων των Ελλήνων, όπου και αν ευρίσκοντο ανά τον κόσμο.
Η διαθήκη του Γεωργίου Αβέρωφ όριζε ότι το 1/5 της περιουσίας του (20 μερίδια) παραχωρείται για τη ναυπήγηση ισχυρού καταδρομικού πλοίου που θα φέρει το όνομα του και διασκευασμένο κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να χρησιμεύει ως Εκπαιδευτικό πλοίο της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, προς την πρακτική και θεωρητική τελειοποίηση αυτών. Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι Τούρκοι είχαν ενδιαφερθεί για την αγορά του πλοίου.
Το 10.200 τόνων «τεθωρακισμένον καταδρομικό» (όπως ακριβέστερα περιγράφεται) είχε ιταλικές μηχανές 19.000 ίππων, 22 γαλλικούς λέβητες, γερμανικές γεννήτριες και αγγλικά πυροβόλα 190 και 234 χιλιοστών τύπου ARMSTRONG. Η μέγιστη ταχύτητα που ανέπτυσσε το πλοίο ήταν 23 κόμβοι. Το «Γ. Αβέρωφ» καθελκύστηκε στις 12 Μαρτίου (27 Φεβρουαρίου με το παλαιό ημερολόγιο) 1910 και την 1 Σεπτεμβρίου 1911 κατέπλευσε στο Φάληρο, όπου έγινε δεκτό από τους Έλληνες με ενθουσιασμό. Εκεί μετονομάστηκε σε μία στιγμή από καταδρομικό σε Θωρηκτό, από τον ενθουσιασμό και τη δύναμη ψυχής του κόσμου. «Το Θωρηκτό μας…», φώναζαν.
Το πλοίο δεν άργησε να γνωρίσει το βάπτισμα του πυρός. Τον Οκτώβριο του 1912, με την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, το «Γ.Αβέρωφ», επικεφαλής του Στόλου του Αιγαίου υπό τον Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, απέπλευσε προς τα Δαρδανέλια. Κατέλαβε τη Λήμνο και στον όρμο του Μούδρου εγκαταστάθηκε το προχωρημένο αγκυροβόλιο του Στόλου. Ακολούθησε η κατάληψη του Αγίου Όρους, των νησιών του βορείου και ανατολικού Αιγαίου (Θάσος, Σαμοθράκη, Ίμβρος, Τένεδος, Αγ. Ευστράτιος, Μυτιλήνη, Χίος). Η σύγκρουση με τον τουρκικό στόλο ήταν πλέον αναπόφευκτη. Ο Ναύαρχος Κουντουριώτης έδωσε επιθετικό χαρακτήρα στον ελληνικό σχεδιασμό και προκάλεσε τον Τουρκικό στόλο να εξέλθει από τα Στενά για αναμέτρηση.
Όταν ο οθωμανικός στόλος εμφανίσθηκε στην έξοδο των Στενών τις πρωινές ώρες της 3ης Δεκεμβρίου 1912, ο Κουντουριώτης απηύθυνε το περίφημο σήμα του στα ελληνικά πλοία που συνέπλεαν με το «Γ. Αβέρωφ»: «Με την δύναμιν του Θεού και τας ευχάς του Βασιλέως μας και εν ονόματι του Δικαίου πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου και με πεποίθησιν προς την νίκην εναντίον του εχθρού του Γένους».
Η έκβαση των Ναυμαχιών της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913) που ακολούθησαν, διέλυσε τις προσδοκίες του Σουλτάνου και της Υψηλής Πύλης για τον έλεγχο του Αιγαίου. Ο οθωμανικός στόλος δεν θα επιχειρούσε πια νέα έξοδο στο Αιγαίο.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-13 αποτελούν αναντίρρητα την πλέον ένδοξη πολεμική περίοδο του θωρηκτού «Γ. Αβέρωφ». Με την έναρξη των εχθροπραξιών, τον Οκτώβριο του 1912, ο ελληνικός στόλος κλήθηκε να πετύχει έναν ιδιαίτερα δύσκολο συνδυασμό πολλαπλών στόχων: να εμποδίσει την έξοδο του οθωμανικού στόλου στο Αιγαίο, να αποκτήσει την κυριότητα των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου, να εμποδίσει τη μεταφορά οθωμανικών στρατευμάτων και εφοδίων προς τα ηπειρωτικά μέτωπα των Βαλκανίων, καθώς και να προστατεύσει τις αντιστοιχείς θαλάσσιες μεταφορές της Ελλάδας και των συμμάχων της. Η επιτυχής έκβαση των ελληνικών επιτελικών σχεδιασμών ήταν αποτέλεσμα τριών κυρίως παραγόντων: των αυξημένων επιχειρησιακών δυνατοτήτων που διέθετε το νεότευκτο θωρηκτό, της αναμφισβήτητης ηγετικής ικανότητας και τόλμης του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, όπως και του υψηλότατου ηθικού των ελληνικών πληρωμάτων όλου ανεξαιρέτως του ελληνικού στόλου. Η επιτυχής κατάληψη των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου και η κατίσχυση των ελληνικών όπλων στις Ναυμαχίες της Έλλης και την Λήμνου είχαν ως αποτέλεσμα ο «Γ. Αβέρωφ» να αποκτήσει διαστάσεις συμβόλου στη λαϊκή μνήμη: Ένας μύθος είχε πια γεννηθεί.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα παρέμεινε ουδέτερη. Όμως, το 1917 η Κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου απεφάσισε να συμμετάσχει στον πόλεμο, στο πλευρό των Συμμάχων. Με το τέλος της παγκόσμιας σύρραξης -Οκτώβριος 1918- η Τουρκία συνθηκολόγησε (ανακωχή του Μούδρου) και η Ελλάδα βρέθηκε στην πλευρά των νικητών. Το «Γ. Αβέρωφ» κατέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη επειδή η Ελλάδα ήταν μία από τις νικήτριες δυνάμεις του Μεγάλου Πολέμου. Η ελληνική σημαία κυμάτισε στο Βόσπορο κάνοντας να δακρύσουν χιλιάδες Έλληνες της Πόλης. Συμπερασματικά, ο πλήρης έλεγχος της Μεσογείου από το συμμαχικό ναυτικό και η επιτυχία της συμμαχικής ναυτικής στρατηγικής, που απέβλεπε στον αποκλεισμό του στόλου των Κεντρικών Δυνάμεων στην Αδριατική και του τουρκικού στον Βόσπορο, στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό σ’ αυτά ακριβώς τα πλήγματα που είχε επιφέρει ο ελληνικός στόλος και το «Γ. Αβέρωφ» κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Στην Κωνσταντινούπολη η παρουσία του Αβέρωφ με την ελληνική σημαία να κυματίζει απέναντι από την Αγία Σοφία αποτέλεσε τη δικαίωση του θάρρους και της αυταπάρνησης του ελληνικού πολεμικού στόλου στον αγώνα για εθνική ολοκλήρωση. Το Πολεμικό μας Ναυτικό, σύμβολο πλέον ναυτικής τόλμης και ηρωισμού, διέγειρε τη συλλογική φαντασία και τα οράματα του Ελληνισμού.
Μετά την υπογραφή των συνθηκών ειρήνης το «Γ. Αβέρωφ» μαζί με τον υπόλοιπο στόλο μετέφερε τα ελληνικά στρατεύματα στην Ιωνία και βοήθησε με βομβαρδισμούς την προώθηση των Ελληνικών Δυνάμεων. Οι εξελίξεις των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία διέγραψαν γρήγορα αρνητική πορεία που κατέληξε στην Καταστροφή του ’22. Το «Γ. Αβέρωφ» βρέθηκε ξανά στα μικρασιατικά παράλια, τούτη τη φορά για να βοηθήσει στη μεταφορά των στρατευμάτων και του ξεριζωμένου ελληνικού στοιχείου.
Με την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου το Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ» τέθηκε και πάλι επικεφαλής, ως ναυαρχίδα του ελληνικού πολεμικού στόλου. Κατά τη διάρκεια του Ελληνοιταλικού Πολέμου, αγκυροβολημένο στον κόλπο τη Ελευσίνας, προστάτεψε αποτελεσματικά με τα αντιαεροπορικά του το αεροδρόμιο της Ελευσίνας και το ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Μετά ωστόσο τη κατάρρευση του μετώπου, τον Απρίλιο του 1941, το Υπουργείο Ναυτικών διέταξε την αυτοβύθιση του θωρηκτού, προκειμένου να μην περιέλθει στα χέρια του εχθρού. Στην καρδιά και στο φρόνημα των ελληνικών πληρωμάτων, η αναχώρηση των εναπομεινάντων πλοίων του στόλου στην Αλεξάνδρεια ήταν αδιανόητο να γίνει χωρίς την ασφαλή συντροφιά του «Μπάρμπα Γιώργη», του ηρωικού Θωρηκτού «Γ. Αβέρωφ», όπως ήταν συνηθισμένο να ονομάζεται από τα πληρώματα. Το πλήρωμα δεν εκτέλεσε τη διαταγή και απέπλευσε κρυφά το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης του 1941. Έτσι λοιπόν, μετά τον επιτυχή κατάπλου του θωρηκτού στην Αλεξάνδρεια, το πλοίο κατευθύνθηκε στη Βομβάη για γενική επισκευή και επιθεώρηση. Αρχικά το «Γ. Αβέρωφ» δραστηριοποιήθηκε στον Ινδικό Ωκεανό, με αποστολή την προστασία νηοπομπών, που κατευθύνονταν από τη Βομβάη στο Άντεν. Στο τέλος του 1942 ο «Γ. Αβέρωφ» κατέπλευσε στο Πορτ Σάιντ, όπου συμμετείχε σε αποστολές προστασίας λιμένων. Επίσης φιλοξένησε όλες τις παραγωγικές σχολές του Πολεμικού Ναυτικού. Με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής στα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1944 και ύστερα από απουσία σχεδόν τεσσάρων ετών, ο ένδοξος «Γ. Αβέρωφ» επέστρεψε στις 16 Οκτωβρίου 1944 το απόγευμα στην Ελλάδα, φέρνοντας μαζί του την τότε εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και αγκυροβόλησε πανηγυρικά στον φαληρικό όρμο. Το 1945 ήταν το τελευταίο ταξίδι στη Ρόδο όπου συμμετείχε στις εορταστικές εκδηλώσεις ενσωματώσεως των Δωδεκανήσων με τη Μητέρα Ελλάδα. Στο χρονικό διάστημα 1947 έως 1949 το Θωρηκτό έγινε έδρα του Αρχηγείου Στόλου στο Κερατσίνι. Όμως, το πλοίο είχε ‘γεράσει’ και το 1952 διατάχθηκε ο παροπλισμός του.
Από το 1957 μέχρι το 1983, το Θωρηκτό παρέμεινε πρυμνοδετημένο στον Πόρο. Το 1984 το Πολεμικό Ναυτικό αποφάσισε να το αναγεννήσει. Μετά από περίπου τριάντα χρόνια στο περιθώριο, το Θωρηκτό ξεκίνησε τη νέα του πορεία. Την ίδια χρονιά το πλοίο ρυμουλκήθηκε από τον Πόρο στο Φάληρο, όπου άρχισαν οι εργασίες αποκατάστασής του. Το μέγεθος της δαπάνης για τη σταθεροποίηση – αποκατάσταση από το 1985 μέχρι σήμερα είναι μεγάλο και ένα μεγάλο μέρος των δαπανών προήλθε από δωρεές ιδιωτών, οι σημαντικότερες των οποίων ήταν της Κυπριακής Δημοκρατίας, της οικογένειας Λάτση και του Ιδρύματος Ωνάση.
Σήμερα το πλοίο-μουσείο «Γ. Αβέρωφ» αποτελεί ιερό μνημείο που τιμούνται όλοι οι πεσόντες του Πολεμικού Ναυτικού που υπηρέτησαν και έπεσαν για την πατρίδα. Είναι ένα ζωντανό κειμήλιο, είναι η Ναυαρχίδα όλων των Ελλήνων που διδάσκει την ένδοξη Ελληνική Ναυτική Παράδοση, τον ηρωισμό και την αρχοντιά των Ελλήνων. Το Πλωτό Ναυτικό Μουσείο Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ» αποτελεί εδώ και χρόνια μια δραστήρια εκπαιδευτική κοινότητα με καθημερινές επισκέψεις σχολείων, ιδρυμάτων, οργανισμών, καθώς και πλήθους ιδιωτών. Με τις επισκέψεις αυτές πραγματοποιείται και η δεύτερη πτυχή του οράματος του δωρητή, που ήθελε το πλοίο, παράλληλα με τον εθνικό του σκοπό, να εκπληρώνει και εκπαιδευτική αποστολή.
Είναι ζήτημα εάν στην παγκόσμια ιστορία θα μπορούσαμε να συναντήσουμε άλλο πολεμικό πλοίο που να συνδέθηκε για σχεδόν μισό αιώνα με την ιστορία και τα πεπρωμένα ενός έθνους. Το Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ», μοναδική ίσως εξαίρεση, μαζί με την προσωπικότητα και το πατριωτικό ήθος του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του με τη διαμόρφωση ιστορικών γεγονότων εθνικής εμβέλειας, χωρίς, ουδέποτε να γνωρίσει την ήττα και την ατίμωση και να υποστείλει τη Σημαία μας έμπροσθεν του εχθρού.
Ακόμα και μετά τον ειρηνικό επίλογο της πολεμικής του δράσης, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η ψυχή του «Μπάρμπα Γιώργη» εξακολουθούσε να παραμένει ζωντανή, έτοιμη για την τελευταία μάχη. Ο έρανος που προκήρυξε το Πολεμικό Ναυτικό το 1984, προκειμένου να συμβάλει στα έξοδα αποκατάστασης του πλοίου, επέφερε εξαιρετικά αποτελέσματα, απόδειξη του ισχυρού συμβολισμού που το θωρηκτό είχε εδραιώσει για δεκαετίες στη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων. Στην τελευταία του μάχη, αυτή της διατήρησης της ιστορικής μνήμης, το «Γ. Αβέρωφ» βγήκε για άλλη μια φορά νικητής.