Ο αετός του βουνού και του κάμπου, χαρισματικός ηγέτης και εξαίρετος οπλαρχηγός της Ηπείρου Ευθύμιος Γεωργίου Λιώλης γεννήθηκε στην Κρανιά της Β. Ηπείρου το 1880 και εκοιμήθη στην Αθήνα στις 16.6.1961. Για τους διακεκριμένους άνδρες κάθε γη είναι τάφος («Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος» Αρχαίο ελληνικό ρητό).
Δεν υπάρχει ούτε αρχή ούτε και τέλος στη βιογραφία – ιστορία του οπλαρχηγού του Μακεδονο-Ηπειρωτικού Αγώνος Θύμιου Λιώλη.Οπως δεν υπάρχει αρχή και τέλος στους αγώνες για την λευτεριά της Ελληνικότατης Μακεδονίας και Ηπείρου. Λεβέντης καπετάνιος του Βούρκου και των Ριζών, τον έτρεμαν οι Αλβανοί αγάδες, οι αλλοεθνείς πλιατσικολόγοι, οι Τούρκοι, οι Ιταλοί και οι Γερμανοί, οι Αλβανοί και οι Ελληνες κομμουνιστές.
Οι Λιώληδες ήταν ένας δικέφαλος αετός που δεν νοιάστηκαν μόνο για την φωλιά τους, αλλά πέταξαν ψηλά και μακριά σε όλον τον γαλανόλευκο αέρα, σε ολόκληρα τα άγια πάτρια εδάφη από την Κρανιά Αγ. Σαράντα και Δελβίνου μέχρι τη Μακεδονία και ολόκληρη την Ελλάδα. Σύμφωνα με τα ντοκουμέντα που έχω στα χέρια μου του αείμνηστου Σπύρου ΛΑΜΠΡΙΔΗ – Ηπειρώτη δημοσιογράφου για τους ηρωικούς Βαλκανικούς Πολέμους στις περιοχές από την Αρτα – τα Τζουμέρκα, ως το Ζαγόρι- Καραμπεριά και πέραν το παλιό Πωγώνι, την Ντουβάδρα, στη μάχη της Κορώνης, ο Σωτήρης και ο Θύμιος Λιώλης και ο Αργυροκοστρίτης Γιάννης Πουτέτσης, μαζί με τους Κολοβαίους προστατεύουν τους φτωχούς.
Το 1914 ο συνταγματάρχης Δημήτριος Δούλης συνέστησε το Σύνταγμα του Δελβίνου με διοικητή τον Βλάσση Καραχρήστο. Ο Θύμιος Λιώλης με τα διαλεκτά παλικάρια του εντάχτηκε σ’ αυτό και ανέλαβε τη διοίκηση του λόχου όπου πολεμούσαν τρία μερόνυχτα τους Λιάπηδες του άγριου Κουρβελεσίου. Εκεί ο ανθυποπλοίαρχος Στέφανος ΖΟΥΠΑΣ από τη Χιμάρα πληγώθηκε βαριά με σπασμένο πόδι στα τελευταία σπίτια της Κορώνης. Βγάζει το πιστόλι του για να σκοτωθεί και να μην πέσει ζωντανός στα χέρια του Μερσίν Γκιότση.
Πρόβαλε τότε ο ηρωικός ήρωας, ο Καπετάν Θύμιος Αιώλης, άψογος, άτρομος, κυπαρισσένιος. «Εγώ, λέει, θα πάω μόνος μου να φέρω εδώ τον λαβωμένο Ζούπα. Βαλλόμενος από παντού στην ανηφοριά της Κορώνης, βρήκε τον Ζούπα να βογγά από τους πόνους με το πιστόλι στο χέρι. Τον φορτώθηκε στις πλάτες του σαν να πήγαινε σε γάμο ή σε πανηγύρι, ενώ εκατοντάδες σφαίρες βουίζανε σαν μελίσσια γύρω του. Απτόητος, κατόρθωσε να φτάσει φορτωμένος εκεί όπου τους περίμενε χλιμιντρώντας το σπαθάτο ψαρί άλογό του που είχε αφήσει δεμένο σε ένα δέντρο όταν ανέβηκε στην Κορώνη.
Καβάλησε ο Καπετάν Θύμιος το άλογό του, πήρε στη σέλα μπροστά τον Ζούπα και έφτασε στους δικούς του, χωρίς να τον βρει ούτε μία σφαίρα. Και μιαν άλλη ιστορία απ’ τις ατελείωτες του Καπετάνιου: Στην γνωστή μάχη της Τσούκας όπου σκοτώθηκε ο Γιάννης Πουτέτσης, αν και οι σφαίρες έπεφταν σαν χαλάζι, ο Θύμιος χίμηξε σαν αετός και πήρε τα επίσημα έγγραφα από τις τσέπες του νεκρού πια Πουτέτση και την επαύριον έστειλε αυστηρή προειδοποίηση προς τον διοικητή των Τουρκαλβανών να επιστρέψει τα κομμένα κεφάλια που τα είχαν κρεμάσει στην πλατεία του Δελβίνου γιατί αλλιώς θα έκοβε του ιδίου. Την άλλη μέρα τα κομμένα κεφάλια των παλικαριών θα ενταφιάζονταν δίπλα στο νεκρό τους σώμα.
Υπό την δυναμική επέμβαση του καπετάνιου Θύμιου, στις 20 Ιουνίου 1943, τα σχέδια του αλβανικού και ελληνικού Κ.Κ. γκρεμίζονται στο κενό. Ερεθισμένοι οι Τουρκαλβανοί σχεδίασαν τη δολοφονία του καπετάνιου αλλά το σχέδιο αυτό δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί φοβούνταν τον πατέρα του Γιώργο Λιώλη και ιδιαίτερα το μεγάλο αδελφό του Βασίλη (Τσίλη) που ήταν ατρόμητο παλικάρι.
Παρ’ ότι αργότερα θα αναγκαζόταν να περπατήσει με ξύλινα πόδια, θα παρέμενε μεγάλος συμπαραστάτης τού κατά μικρότερου αδελφού του Θύμιου. Τα πόδια του Τσίλη ήταν κομμένα και τα δύο από τις αθλιότητες και τα βασανιστήρια των φυλακών της Ιταλίας. Ο Τσίλης και ο Θύμιος Λιώλης άρχισαν τους αγώνες από το 1900-1903 ενάντια σε αρκετές δυνάμεις Τουρκαλβανών, υπό την αρχηγία των Νιμέτ Αμπάζι και Σαλί Μπούτκα, Σαλί Βρανίστι, Αλί Μπινιέρι, από το Ζουλιάτι και πολλών άλλων και βγαίνουν νικητές. Πρώτος ο Καπετάνιος στο πλευρό του θρύλου της Μακεδονίας, Μακεδονομάχου Παύλου Μελά, όπου τον κάλεσε κοντά του να αγωνιστούν εναντίον των Βουλγάρων Κομιταζήδων και Τούρκων το 1904-1909, αν και η Ηπειρος είχε τις δικές της περιπέτειες. Το προσωπικό της ενδιαφέρον έδειξε και τον θαύμασε η βασίλισσα Ολγα όταν τραυματίστηκε στους Μακεδονικούς Αγώνες και τον επισκέφτηκε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου τον είχαν μεταφέρει τα παλικάρια του Μελά.
Πρώτος ο Θύμιος μεταξύ των πρώτων το 1912 – 1913 να διώξουν τους Τούρκους από τα πάτρια εδάφη.
Πρώτος ο Θύμιος στον Αυτονομιακό Αγώνα του 1914 υπό τον Γιώργο Χρ. Ζωγράφο από το Κεστοράτι με τους θριάμβους στο πλευρό του υπουργού Αμύνης της Αυτονόμου Ηπείρου, στρατηγού Δημητρίου Δούλη και σηκώνει την γαλανόλευκη. Πρώτος ο Θύμιος στην Αργεντινή, όταν η πατρίδα τού ανέθεσε εθνική αποστολή, που εξετέλεσε στο ακέραιο, παρά τους κινδύνους σε άγνωστη χώρα.
Πρώτος ο Θύμιος στον εκκλησιαστικό και σχολικό αγώνα της Βορείου Ηπείρου (1934-1935), που δικαιώθηκε εν μέρει.
Πρώτος ο Θύμιος πολεμάει με τον Τουρκαλβανό Σαλί Βρανίστι στην Παπαράχη της Κρανιάς, όπου και του βούλωσε την κάννη το 1936. Ατρόμητος ο Θύμιος θα έμπαινε στο παλάτι του βασιλιά Αχμέτ Ζώγου με το πιστόλι κρυμμένο στα πλούσια και μακριά μαλλιά του.
Πρώτος ο Θύμιος Λιώλης τον Οκτώβριο του 1940, αν και σε μεγάλη ηλικία (60 ετών), πολεμώντας κατά των Ιταλών και Αλβανών συνεργατών τους. Πρώτος ο Θύμιος με την προέλαση του Ελληνικού Στρατού και την αποβίβαση του Βασιλικού Ναυτικού στους Αγίους Σαράντα στις 6 Δεκεμβρίου 1940 και οδήγησε τους φαντάρους μας στο Κουρβελέσι, στην Λιαμπουριά.
Για την παλικαριά του αυτή τού απονέμεται ο τίτλος του Εξαίρετου Οπλαρχηγού της Ηπείρου. Πρώτος ο Θύμιος σχημάτισε την Βορειοηπειρωτική Απελευθερωτική Οργάνωση. Πρώτος ο Θύμιος με τον Τσάβο Κόκκαλη μπήκαν στους Αγ. Σαράντα και στο Δέλβινο τον Σεπτέμβριο του 1943, όταν η ιταλική στρατιά αφέθηκε στην τύχη της υπό τον στρατάρχη Μπαντόλιο, υψώνοντας την ελληνική σημαία.
Πρώτος ο Θύμιος με τον Τσάβο Κόκκαλη και τον Παπανδρέα μπήκαν στους Αγ. Σαράντα τον Οκτώβριο του 1944 εκδιώκοντας τους Γερμανομπαλίστες, υψώνοντας και πάλι τη γαλανόλευκη και εγώ, μικρό ανταρτάκι τους και θαυμαστής τους, κρατούσα τη μουσκέτα με καμάρι. Ναι, είμαι γόνος του μεγάλου Θύμιου Λιώλη και είμαι περήφανος γι’ αυτό, αφού χάρη σ’ αυτόν νιώθω σήμερα ότι σχετικά έκανα το καθήκον που μου δίδαξε «Ελλάς – Ελλάς, να μην τη ξεχνάς».
Ο θρυλικός καπετάνιος του Βούρκου κηρύχθηκε άσπονδος εχθρός του χοτζικού καθεστώτος και το όνομά του καταπολεμήθηκε επί 50 συνεχή χρόνια. Ο Καπετάν Θύμιος Λιώλης είναι λαμπρό παράδειγμα για τις επερχόμενες γενεές, για μελλοντικούς αγώνες μέχρις ότου ο διακαής πόθος των Ελλήνων, για λεύτερη Βόρεια Ηπειρο, γίνει πραγματικότητα.
Θύμιος Λιώλης και Βόρειος Ηπειρος είναι δύο έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους: Η Ιστορία έγραψε με ανεξίτηλα γράμματα το όνομα του ήρωα και οι μεταγενέστεροι θα αντλούν δύναμη από την ανδρεία του οπλαρχηγού των βορειοηπειρομακεδονικών βουνών και θα υμνούν εσαεί τα κατορθώματα του απαράμιλλου αγωνιστή της Χριστιανοσύνης και του Ελληνισμού.
Αιωνία σου η μνήμη, αθάνατε Καπετάνιε, που πενθούσες τη Βόρειο Ηπειρο μέχρι το μνήμα σου.
Η εφημερίδα ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΝ ΜΕΛΛΟΝ για τον θάνατο του Θύμιου Λιώλη
Απέθανε το παλληκάρι του Βούρκου
Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΘΥΜΙΟΣ ΛΙΩΛΗΣ
Το πρωί της Παρασκευής 16 Ιουνίου, απέθανε στο Κρατικό Νοσοκομείο, όπου ενοσηλεύετο από ολίγων ημερών, το γνωστό σε όλη τη Βόρειο Ήπειρο και ιδιαίτερα στην Επαρχία Δελβίνου παλληκάρι, ο θρυλικός αρχηγός του Βούρκου, ο καπετάν Θύμιο Λιώλης, σε ηλικία 83 ετών. Η είδηση του θανάτου του, εσκόρπισε αφάνταστη λύπη σ’ εκείνους που τον γνώρισαν από κοντά, σ’ εκείνους που επολέμησαν μαζύ του και εξετίμησαν τα καταπληκτικά κατορθώματά του, τους συνεχείς αγώνας του, το ακατάβλητο θάρρος του, τη λεβεντιά του. Ο Θύμιος Λώλης γεννήθηκε στην Κρανιά του Δελβίνου και από μικρός εμποτίστηκε με μίσος κατά των αγάδων, των τσιφλικάδων της περιοχής και όλων των εχθρών του Γένους και διάλεξε το ντουφέκι ως μοναδικό μέσο για να τους πολεμήσει.
Το 1904 ο επίσης θρυλικός αρχηγός της Χειμάρρας Σπυρομίλιος τον έστειλε στη Μακεδονία υπό τας διαταγάς του ωσαύτως θρυλικού Ηπειρώτη αρχηγού Παύλου Μελά, όπου επολέμησε γενναία. ‘Υστερα, γύρισε στην πατρίδα του και ωργάνωσε ανταρτικό σώμα δικό του, το οποίο συνειργάσθη το 1912 με τον αείμνηστο Αργυροκαστρίτη Οπλαρχηγό Ι. Πουτέτση. Μετά τον φόνο του Πουτέτση στην «Τσούκα» της Επαρχίας Δελβίνου, ο Θύμιος συνέχισε τους αγώνας του πολεμώντας και τους Τούρκους και τα άτακτα στίφη των αλβανικών συμμοριών, που εμφανίσθηκαν τότε με την κήρυξιν του πολέμου, για να τρομοκρατήσουν τον ελληνικό πληθυσμό και ιδρύσουν την Αλβανία. Το 1914 με την κήρυξη της Επαναστάσεως του Βορειοηπειρωτικού λαού εναντίον των ισχυρών της Γής για την άδικη απόφασή τους, ο καπετάν Θύμιος από τους πρώτους προσεχώρησε σ’ αυτήν. Πολέμησε γενναία σε όλες τις μάχες, προκαλέσας τον θαυμασμόν δια την τόλμην του, την ευκινησίαν του και την καταπληκτικήν σκοπευτικήν του ικανότητα.
Μετέπειτα όταν η Βόρειος Ήπειρος επεδικάσθη εις τους Αλβανούς, ο καπετάν Θύμιος σε όλους τους αγώνας του εκεί Ελληνισμού έδινε το παρόν. Το 1934 κατά την απεργία των κατοίκων δια τα σχολεία ο Θύμιος με τους άλλους ηγέτας του εκεί Ελληνισμού εξωρίσθη. Και κατά τον πόλεμο του 1940 ο Θύμιος Λώλης πρώτος στον αγώνα.
Το 1941 ήρθε στην Αθήνα ως πρόσφυγας. Μα οι Αλβανοί που αποτελούσαν τη θλιβερή συνοδεία των Ιταλών, τον συνέλαβαν, τον μετέφεραν στα Τίρανα και τον κατεδίκασαν διότι κατά τον πόλεμο βοήθησε τον ελληνικό στρατό. Τον άφισαν αργότερα, αλλά ο καπετάν Θύμιος δεν ησύχασε. Ωργάνωσε σώμα από 500 περίπου Βουρκάρηδες και πολεμούσε κατά των Γερμανών, Ιταλών και Αλβανών. Οι Αλβανοί όμως δεξιοί και αριστεροί τον κυνήγησαν και το 1944 κατέφυγε με λίγα παλληκάρια στις ομάδες του Ζέρβα. ‘Ηρθε στην Αθήνα ζώντας πάντοτε με τον καυμό πώς θα ξαναγυρίση πίσω στον τόπο του, αλλά πέθανε πικραμένος που δεν πραγματοποιήθηκε ο πόθος του.
Το «Ηπειρωτικόν Μέλλον» που τον φιλοξενούσε πάντοτε στα γραφεία του και φεύγοντας απ’ αυτό προ ημερών έπεσε στο δρόμο από τους πόνους που του προξενούσαν τα τραύματα πούχε στο σώμα του, γράφει τα λίγα αυτά λόγια. Η δράση όμως του θρυλικού καπετάν Θύμιου, είναι πολύ μεγάλη και θα επανέλθη. Δεν κλαίει για το θάνατό του, γιατί στα παλληκάρια δεν ταιριάζουν κλάματα. Μα κι αν πέθανε οι αγώνες του και οι θυσίες του θα μείνουν πάντα χαραγμένοι στη σκέψη όλων των Βορ/τών. Στα βουνά και τα λαγκάδια του Νομού Αργυροκάστρου και ιδιαίτερα της Επαρχίας Δελβίνου θα αχάη το θρυλικό τραγούδι:
«Μέσ’ της Δρόβιανης τη ράχη Θύμιο Λιώλης κάνει μάχη».
Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ
Η νεκρώσιμη ακολουθία του αείμνηστου Μπάρμπα Θύμιου εψάλη την επομένη και ώρα 11 στο Ναό των Αγίων Αναργύρων. Προσήλθον δε εις αυτήν όλα σχεδόν τα Διοικητικά Συμβούλια των Βορειοηπειρωτικών Οργανώσεων και πολλοί συμπατριώται. Κατετέθησαν στέφανοι: Της Κ.Ε. Βορ. Αγώνος- με δαπάνες της οποίας και εκηδεύθη- της Ενώσεως Επαρχίας Δελβίνου κλπ. Τον απεχαιρέτισαν δε εκφράσαντες την θλίψιν των και εξάραντες τους αγώνας του:Ο Σεβ. Μητροπολίτης Αργυροκάστρου κ. Παντελεήμων και Πρόεδρος της Κ.Ε.Β.Α., ο κ. Μιχ. Πάντος Πρόεδρος της Ενώσεως Επαρχίας Δελβίνου, ο κ. Κ. Κίκιλης, ο Πρόεδρος της Αδελφότητος Δροβιανιτών και συμπολεμιστής του κατά το 1914 κ. Κ. Σούτης, ο κ. Β. Τσέπος, φαρμακοποιός συνεργάτης του εις την Επαρχίαν Δελβίνου και Κ. Καραθάνος εκ μέρους των νέων της Επαρχίας του Βούρκου. Άπαντες δε τον συνώδευσαν στην τελευταία του κατοικία με εκδηλώσεις ειλικρινούς θλίψεως.
Του Κωνσταντίνου Γίγα
Έφεδρου Λοχαγού Πυροβολικού — Δημοσιογράφου-Αλβανολόγου, τ. Προέδρου του ιστορικού «Συλλόγου Βορειοηπειρωτών»