«Νύχτα γλυκιά καλοκαιριού»… Με αυτό τον τίτλο οι ιδιοκτήτες της καφετέριας «Άρτιον» ανακοίνωσαν μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης την εκδήλωση που προγραμμάτιζαν για τις 14 του Ιούλη. Εκείνο το βράδυ όλοι ήταν χαρούμενοι, εκείνο το βράδυ κανενας δεν φανταζόταν τι θα ακολουθούσε. Στις 23 του ίδιου μήνα η νύχτα του καλοκαιριού θα θύμιζε πύρινη κόλαση.
Στην οδό Κυανής Ακτής, στον αριθμό 41, οι φλόγες έκαιγαν τα πάντα στο πέρασμά τους. Ο Βασίλης Παρασκευοπουλος βρισκόταν στην επιχείρηση του, στο «Άρτιον», την καφετέρια που αποτελούσε όλα αυτά τα χρόνια σημείο αναφοράς για τους κατοίκους στο Μάτι.
Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος και η σύζυγός του, Μαίρη, βρήκαν το κουράγιο και μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα επισκεύασαν ότι κατέστρεψε η φωτιά ώστε σήμερα να λειτουργεί κανονικά, μιλώντας για την τραγική νύχτα βουρκώνει, οι λέξεις δεν βγαίνουν από το στόμα του και σταματα για λίγα λεπτά. Παίρνει βαθιά ανάσα και εξιστορεί τα όσα συνέβησαν το μοιραίο απόγευμα.
«Ήμουν μέσα στο κατάστημα. Εκ του αποτελέσματος φαίνεται πως έκανα καλά. Θα μπορούσα να ήμουν νεκρός. Έβλεπα κόσμο να τρέχει με αυτοκίνητα. Χωρίς να δω τι έχει συμβεί κάτω ήξερα ότι υπάρχουν νεκροί», λέει χαρακτηριστικά και συμπληρώνει: «Όταν βγήκα έξω από το μαγαζί είπα βλακεία έκανα που το έσωσα. Έφτασα στο σημείο και είπα, μόλις είδα αυτό το πράγμα μπροστά μου, «και που σώθηκε τι έγινε; Παιδάκια κάηκαν ζωντανά…».
Ο ίδιος τα κατάφερε. Σώθηκε από τις φλόγες που έκαψαν τα πάντα στο πέρασμα τους και στοίχισαν τη ζωή σε 93 ανθρώπους. Από τις πρώτες ιστοριές που είδαν το φως της δημοσιότητας και συγκλόνισαν το πανελλήνιο ήταν αυτή της οικογένειας Φύτρου: πατέρας και γιος απανθρακώθηκαν, την ώρα που η ανήλικη κόρη της οικογένειας θα έχανε τη ζωή της πηδώντας από τα βράχια, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να γλιτώσει από τον εφιάλτη.
Ο κ. Παρασκευόπουλος το βράδυ της ίδιας ημέρας συνάντησε τη σύζυγο και μητέρα των δυο παιδιών, η οποία αναζητούσε στα στενά του οικισμού εναγωνίως την οικογένειά της. Μάταια όμως! «Στις δώδεκα τη νύχτα ήρθε εδώ η σύζυγος του η Βαρβάρα και μου είπε: «Βασίλη είδες τον Γρηγόρη;». Της είπα «αγάπη μου στο λιμάνι θα είναι…». Που να σκεφτείς εκείνη την ώρα ότι έχει καεί ο Γρηγόρης που είναι Ματιώτης πενήντα χρόνια. Δεν ήταν δηλαδή άνθρωπος που δεν ήξερε που να πάει. Το κοριτσάκι του πήδηξε για να μη καεί στον γκρεμό… Την Κυριακή το βράδυ ήταν εδώ στην καφετέρια!».
Οι απώλειες πολλές, τα συναισθήματα αφόρητα, το μέλλον αβέβαιο αφού κανένας δεν ξέρει πώς θα είναι η επόμενη ημέρα στην περιοχή. «Όλο το Μάτι έχει μια ιστορία» λέει ο κ. Παρασκευόπουλος και συμπληρώνει: «Στο από κάτω στενό έχουμε πέντε θύματα. Μια οικογένεια που είχε έρθει για δεκαπέντε ημέρες στο Μάτι και η μητέρα του Γιαννόπουλου. Την έψαχναν δυο τρεις μέρες. Ηταν μέσα στη μπανιέρα και δεν την έβλεπε… Δεν υπάρχει πιο φρικτός θάνατος από τη φωτιά».
Την ώρα που μιλάμε στο διπλανό τραπέζι, σε μία απρογραμμάτιστη συνάντηση ο υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, Χρήστος Σπίρτζης συζητά με τους κατοίκους της περιοχής. Μοιραία, η κουβέντα θα πήγαινε και στο αφήγημα της κυβέρνησης που θέλει να έχασαν οι περισσότεροι άνθρωποι τη ζωή τους εξαιτίας της άναρχης δόμησης στο Μάτι.
«Αυτά που λένε περί αυθαιρέτων είναι «διαίρει και βασίλευε» που λέμε. Αυτή η περιοχή το 1950 δεν ήταν δασική, αμα σας δείξω αεροφωτογραφία εδώ δεν υπήρχε δάσος, ήταν όλα χωράφια. Και όλα τα σπίτια έχουν χτιστεί σε ειδικού καθεστώτος οικιστικές ζώνες. Κάποιες αυθαιρεσίες υπάρχουν όπως και σε όλα τα μέρη του κόσμου. Αυτός είναι ο λόγος που κάηκε ο κόσμος; Πάνε να το ρίξουν τώρα στον κόσμο αυτό το πράγμα;», υποστηρίζει ο επιχειρηματίας.
Ο κ. Παρασκευόπουλος τονίζει πως, κατά τη δίκη του προσωπική άποψη, τρεις παράγοντες οδήγησαν στη τραγωδία: «Κακή εκτίμηση της φωτιάς, κακές εντολές από την αστυνομία και ο πανικός του κόσμου. Οι άνθρωποι δεν έβλεπαν τον δρόμο από την κάπνα και δεν ξέρω για ποιον λόγο τους έστελναν προς τα εδώ. Μπροστά στα μάτια μου ένας έπεσε πάνω σε παρκαρισμένο αυτοκίνητο χωρίς να το έχει δει».
«Το μοναδικό πράγμα που θέλουν όλοι οι κάτοικοι είναι να ξαναγίνει το Μάτι ανθρώπινο. Σας το λέω και με πιάνουν τα κλάμματα», λέει ο κ. Παρακευοπουλους και παράλληλα εξηγεί πως όσοι έχουν απομείνει βρίσκονται τώρα αντιμέτωποι με ένα νέο κίνδυνο ο οποίος δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποτιμηθεί.
Ήδη επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου καθώς στην ατμόσφαιρα αιωρούνται επιβλαβείς ουσίες, αποτέλεσμα της φονικής καταστροφής όπως ο μόλυβδος, ο αμίαντος, αλλά και τα προϊόντα καύσης του πλαστικού.
Την ίδια ώρα ελλοχεύει κίνδυνος σοβαρής μόλυνσης και του υδροφόρου ορίζοντα, με ανυπολόγιστες συνέπειες για την περιοχή, την υγεία του πληθυσμού, αλλά και για τη δημόσια υγεία ευρύτερα.
«Πρέπει να έρθουν να ελέγξουν το μέρος. Να δουν τι ποσοστό μόλυνσης έχει. Επίσης πρώτα πρέπει να δώσουν σημασία στα «πράσινα» σπίτια γιατί από αυτά θα έρθει το… φως. Όπως ήταν πριν δεν θα γίνει αλλά τουλάχιστον να δώσουμε μια νότα ζωής, να έχει μια εικόνα».
Κλείνοντας ο Βασίλης Παρασκευόπουλος επέρριψε ευθύνες και στη δημοτική Αρχή και συγκεκριμένα στον δήμαρχο Μαραθωνα, Ηλία Ψινάκη. «Επιτρέπεται να μην έχουμε εδώ και δεκαπέντε ημέρες έναν κάδο να πετάμε τα σκουπίδια;».
protothema.gr