«Ήταν ταλαιπωρημένη γυναίκα, έφυγε 13 χρονών και πήγε στην Αθήνα όπου εκεί δούλεψε σκληρά» περιγράφει ο γείτονας της 62χρονης, που δολοφονήθηκε από τον ίδιο της τον ανιψιό στα Ιωάννινα.
«Είχε χάσει τους γονείς της και ήρθε μετά από πενήντα χρόνια εδώ στο χωριό σε ένα παλιό σπιτάκι που ήταν παρατημένο, έφτιαξε λίγο το χώρο, έκανε κήπο και έψηνε το φαγητό σε μια παλιά μασίνα έξω στην αυλή μέσα σε σαράντα βαθμούς κελσίου» λέει o γείτονας της γυναίκας. Ο ανιψιός είπε ότι το κακό έγινε μετά από καβγά που είχε με την θεία του, γιατί εκείνος ήθελε να διανυκτερεύσει στο πατρικό του στην Ελασσόνα και εκείνη διαφωνούσε. Ωστόσο, υπάρχουν πληροφορίες που αναφέρουν ότι τα κίνητρα ήταν οικονομικά.
«Ήταν καλή και φιλότιμη χρυσή γυναίκα. Με το που ήρθε πίσω στο χωριό έφερε και τον ανιψιό της, αυτός ήταν της αδερφής της παιδί, μέρα νύχτα ήταν μαζί οι δυο τους.
Εμείς εκπλαγήκαμε όλοι, μένουμε δίπλα, δεν το περιμέναμε. Δεν ακούσαμε ποτέ να μαλώνουνε, ούτε ακούσαμε τον πυροβολισμό από την καραμπίνα. Μα και αυτός ήσυχο παιδί φαινότανε, τώρα τι έγινε ακριβώς και τι διαφορές είχανε δεν ξέρω, δεν μας είχε πει κάτι ποτέ η Βούλα.
Ήταν σαν μάνα και γιος, γιατί αυτός είχε χάσει και τη δική του τη μητέρα από την κακιά αρρώστια. Ήταν παντρεμένος, είχε χωρίσει και είχε παιδάκι και η Βούλα τον μάζεψε εδώ να τον στηρίξει, τον πρόσεχε πολύ».
«Η Βούλα όλο έλεγε πόσο καλό παιδί ήταν»
«Την προηγούμενη μέρα βρέθηκα μαζί της και μου είπε να πάμε όλοι μαζί σε ένα μοναστήρι εδώ στο χωριό αλλά εγώ δεν μπορούσα. Πάντως το βράδυ μέχρι τις έντεκα την έβλεπα, είχε φως στο σπίτι αλλά την άλλη μέρα δεν την είδα καθόλου και παραξενεύτηκα αλλά δεν μου πήγε το μυαλό σε κάτι κακό, νόμιζα ότι κάπου θα πήγε.
Κάποιοι γείτονες την έπαιρναν τηλέφωνα και δεν τα σήκωνε, παίρνανε και αυτόν και δεν τα σήκωνε ούτε αυτός. Κάποια στιγμή ήρθε ο ανιψιός της εδώ, μπήκε μέσα και τη βρήκε σκοτωμένη, μετά ειδοποίησε την αστυνομία, φώναξε και έναν χωριανό να έρθει και στη συνέχεια ήρθαν και οι αρχές. Η Βούλα όλο έλεγε πόσο καλό παιδί ήτανε, ψυχούλα τον έλεγε και του συμπαραστάθηκε πάρα πολύ».