Μετά τον θάνατο του πατέρα και του αδελφού του σε τροχαίο, ο Βασίλης Σούφλας άδειασε από συναισθήματα και όσοι τον γνώριζαν στην Ελευσίνα έκαναν λόγο για ένα άτομο ψυχολογικά ασταθές και με αντιδράσεις που μαρτυρούσαν έντονες ψυχικές διαταραχές.
Η απουσία τύψεων και ενοχών δείχνει στον Σούφλα τον δρόμο που θα ακολουθήσει. Στρατολογείται από την συμμορία του Αντώνη Δίπλα που από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και μετά δεν περιορίζεται σε κλοπές και ληστείες, αλλά ετοιμάζει το νέο μεγάλο βήμα. Τα συμβόλαια θανάτου.
Ουσιαστικά η συμμορία «συστήνεται» με την εν ψυχρώ δολοφονία Αντώνη Φάμελου, ενός στρατιώτη του οποίου αφαίρεσαν την ζωή για να πάρουν τον οπλισμό τους. Το «συνδικάτο του εγκλήματος» ψάχνει «καθαρά» όπλα και από τη στιγμή που τα παίρνει στα χέρια της δεν υπάρχει γυρισμός. Ο Σούφλας αναδεικνύεται σε κεντρική μορφή, όχι τόσο για τις ηγετικές ικανότητές του, αλλά λόγω της… άνεσης με την οποία πυροβολεί οποιονδήποτε του ζητηθεί.
Έχοντας φτιάξει «όνομα» στην παρανομία και την νύχτα, ο Σούφλας δεν αργεί να εμπλακεί στον πόλεμο των συμμοριών της λεγόμενης «δεύτερης γενιάς». Συχνά φιλοξενείται στα σπίτια των αρχηγών ή σε γνωστά πολυτελή ξενοδοχεία των νοτίων προαστίων. Είναι ο «τέλειος» εκτελεστής. Δίχως το παραμικρό ίχνος μεταμέλειας ή δεύτερες σκέψεις σκότωνε ό,τι βρισκόταν στον δρόμο του. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις, κάποιες φορές δεν είχε συναντήσει καν τα θύματά του στο παρελθόν. Απλά ρωτούσε το όνομά τους. «Εσύ είσαι ο Τάδε;» ήταν τα μόνα λόγια που έβγαιναν από το στόμα του, πριν ο «διάλογος» συνεχιστεί με πυροβολισμούς.
Η σύλληψη του Δίπλα και η καταδίκη του σε έξι φορές ισόβια «απελευθερώνει» τον Σούφλα που γίνεται αρχηγός της εγκληματικής συμμορίας και αρχίζει να εκμισθώνει τις υπηρεσίες του. Ουσιαστικά δημιουργεί μια στενή ομάδα πληρωμένων δολοφόνων που δεν δείχνει κανένα έλεος στα θύματά της.
Χωρίς αναστολές προχωρούν σε ληστείες, συχνά μετά φόνου (όπως σε υποκατάστημα τράπεζας στη Νιγρίτα Σερρών), ενώ την ίδια ώρα διατηρεί επαφές (για λόγους… συντήρησης) και με το οργανωμένο έγκλημα της αθηναϊκής νύχτας και τα κυκλώματα προστασίας.
Η λίστα της αστυνομίας με ανεξιχνίαστους φόνους που αποδίδονται σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών αρχίζει να μεγαλώνει επικίνδυνα. Τα εγκλήματα μένουν στο σκοτάδι αφού βασιλεύει ο νόμος της σιωπής.
Τα στόματα μένουν κλειστά, αφού κυριαρχεί φόβος. Η φήμη του Σούφλα προηγείται της δικής του παρουσίας. Ακόμη και τα μέλη της δικής του συμμορίας ή οι άνθρωποι που μισθώνουν τις υπηρεσίες του, προβληματίζονται (το ελάχιστο) από τον χαρακτήρα και την συμπεριφορά του. Μοιάζει ξεκάθαρο πως κανείς δεν μπορεί να τον εμπιστευτεί εξαιτίας του ασταθούς χαρακτήρα του και της άνεσης με την οποία μπορεί να φτάσει στον φόνο για ασήμαντη αφορμή ή ακόμη και χωρίς καν να υπάρχει τέτοια.
Ο Σούφλας δεν είναι μόνο ο άνθρωπος που δίνει λύσεις σε «προβλήματα», αλλά σταδιακά αρχίζει να μετατρέπεται και ο ίδιος σε πρόβλημα. Απολύτως ενδεικτικό της κατάστασης ήταν και ένα περιστατικό που κατέθεσαν αργότερα πρώην «σύντροφοι» του Σούφλα, σύμφωνα με τους οποίους κάποτε πυροβόλησε έναν ταξιτζή και στη συνέχεια του έκαψε το αυτοκίνητο επειδή θεώρησε ότι αντιμίλησε στον αδελφό του…
Σε άλλη περίπτωση κατέβηκε από το δικό του αμάξι επειδή άλλος οδηγός του κόρναρε όταν εκείνος τον προσπέρασε αντικανονικά. Με το περίστροφο στο χέρι ετοιμάστηκε για άλλη μία φορά να αφαιρέσει μια ζωή δίχως λόγο και δεν το έκανε μόνο μετά από παρακλήσεις των συνεργών και συνεπιβατών του, που τον παρακαλούσαν να μην πυροβολήσει για να μην τους αντιληφθούν διερχόμενοι και ειδοποιήσουν την αστυνομία.
Αν και το μεγαλύτερο μέρος της εγκληματικής δράσης του αποδίδεται στη σχέση του με τον γνωστό Καλαποθαράκο, ο Σούφλας άρχισε το «φλερτ» και με ανταγωνιστές του ανθρώπου που αποτέλεσε τον πιο στενό συνεργάτη του. Τέτοιου είδους πισώπλατες μπίζνες δεν κρατούν πολύ στον χώρο της νύχτας. Και ο Σούφλας που γινόταν ολοένα και πιο ανεξέλεγκτος, ανεξάρτητος και απρόβλεπτος, έπρεπε να πληρώσει. Είχε φτάσει και η δική του ώρα να βγει από την μέση.
Φυσικά, το δικό του τέλος δεν απείχε καθόλου από εκείνο των θυμάτων του. Το πτώμα του ανακαλύφθηκε περίπου δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, τον Απρίλιο του 1996. Τον είχαν εκτελέσει εν ψυχρώ και εν συνεχεία τον έθαψαν στην περιοχή Αγρινέζε στο Δήλεσι, αφού σκέπασαν τον πρόχειρο τάφο του με τσιμέντο για να μην τον ξεθάψουν τα σκυλιά…
Ένα μπρελόκ που βρισκόταν ακόμη στη χούφτα του και μια ταυτότητα χειρός ήταν τα μόνα στοιχεία που απέμειναν να θυμίζουν τον πιο σκληρό κι αδίστακτο πληρωμένο δολοφόνο που περπάτησε στα ελληνικά χώματα την δεκαετία του ’90. Τα ίδια χώματα που σκέπασαν το γαζωμένο από σφαίρες κορμί του.