«Εδώ και καιρό, ήταν σαφές ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ θα οδηγούσε σε τραγωδία. Τώρα πληρώνουμε το τίμημα για την αλαζονεία των ΗΠΑ»
«Η προσπάθεια της Ουάσιγκτον να καταστήσει την Ουκρανία πολιτικό και στρατιωτικό πιόνι του ΝΑΤΟ (ακόμη και αν δεν υπάρχει επίσημη ένταξη της χώρας στη συμμαχία) μπορεί να καταλήξει να κοστίσει ακριβά στον ουκρανικό λαό».
Ted Galen Carpenter
The Guardian 28/02/2022
https://www.theguardian.com/commentisfree/2022/feb/28/nato-expansion-war-russia-ukraine
Επιμέλεια: Κλεάνθης Γρίβας
Ο Ted Galen Carpenter είναι ανώτερος συνεργάτης για σπουδές άμυνας και εξωτερικής πολιτικής στο Ινστιτούτο Cato. (*) Υπήρξε διευθυντής των μελετών εξωτερικής πολιτικής του Ινστιτούτου (1986 – 1995) και αντιπρόεδρος για μελέτες άμυνας και εξωτερικής πολιτικής (1995 – 2011)
Η στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας είναι μια επιθετική ενέργεια που θα καταστήσει ακόμη πιο επικίνδυνες τις ήδη ανησυχητικές εντάσεις μεταξύ ΝΑΤΟ και Μόσχας. Ο νέος ψυχρός πόλεμος μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας έχει μετατραπεί σε θερμό. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν φέρει την πρωταρχική ευθύνη για αυτήν την τελευταία εξέλιξη, αλλά η αλαζονική πολιτική του ΝΑΤΟ έναντι της Ρωσίας το τελευταίο τέταρτο του αιώνα έχει επίσης μεγάλο μερίδιο ευθύνης. Αναλυτές προσηλωμένοι σε μια αμερικανική εξωτερική πολιτική ρεαλισμού και αυτοσυγκράτησης έχουν προειδοποιήσει για περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα ότι η συνέχιση της επέκτασης της ισχυρότερης στρατιωτικής συμμαχίας στην ιστορία προς μια άλλη μεγάλη δύναμη δεν θα είχε καλό τέλος. Ο πόλεμος στην Ουκρανία παρέχει οριστική επιβεβαίωση ότι δεν το έκανε.
Σκεπτόμενος την κρίση στην Ουκρανία – Οι αιτίες
Το 1994 έγραψα στο βιβλίο μου Beyond Nato: Staying Out of Europe’s Wars, σε μια εποχή που οι προτάσεις της επέκτασης αποτελούσαν απλώς περιστασιακές εικασίες σε σεμινάρια εξωτερικής πολιτικής στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον, ότι:
«Θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να επεκταθεί το ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά χωρίς αυτή η ενέργεια να θεωρείται από τη Ρωσία ως μη φιλική. Ακόμη και τα πιο μετριοπαθή σχέδια θα έφερναν τη συμμαχία στα σύνορα της παλιάς Σοβιετικής Ένωσης. Ορισμένες από τις πιο φιλόδοξες εκδοχές θα έκαναν τη συμμαχία να περιβάλλει ουσιαστικά την ίδια τη Ρωσική Ομοσπονδία… η επέκταση θα αποτελούσε μια περιττή πρόκληση της Ρωσίας».
Αυτό που δεν ήταν δημοσίως γνωστό εκείνη την εποχή ήταν ότι η κυβέρνηση του Μπιλ Κλίντον είχε ήδη λάβει τη μοιραία απόφαση τον προηγούμενο χρόνο να πιέσει για την ένταξη ορισμένων χωρών του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας στο ΝΑΤΟ. Η κυβέρνηση θα πρότεινε σύντομα την ένταξη της Πολωνίας, της Τσεχίας και της Ουγγαρίας στο ΝΑΤΟ. Και η Γερουσία των ΗΠΑ ενέκρινε την προσθήκη αυτών των χωρών στο ΝΑΤΟ το 1998. Αυτό επρόκειτο να είναι το πρώτο από τα πολλά κύματα επέκτασης του ΝΑΤΟ που ακολούθησαν.
Ακόμη και αυτό το πρώτο στάδιο προκάλεσε την αντίθεση και την οργή των Ρώσων.
• Η Μαντλίν Ολμπράιτ, υπουργός Εξωτερικών (1997-2001) του Κλίντον, στα απομνημονεύματά της, παραδέχεται ότι:
«O Ρώσος πρόεδρος Μπόρις Γέλτσιν και οι συμπατριώτες του ήταν σθεναρά αντίθετοι στη διεύρυνση [του ΝΑΤΟ], βλέποντάς την ως στρατηγική για την εκμετάλλευση της αδυναμίας τους και τη μετακίνηση της διαχωριστικής γραμμής της Ευρώπης προς τα ανατολικά, αφήνοντας τους Ρώσους απομονωμένους».
• Ο Strobe Talbott, αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών (1994–2001), περιέγραψε με παρόμοιο τρόπο τη ρωσική στάση:
«Πολλοί Ρώσοι βλέπουν το ΝΑΤΟ ως απομεινάρι του ψυχρού πολέμου, εγγενώς στραμμένο εναντίον της χώρας τους. Επισημαίνουν ότι οι ίδιοι έχουν διαλύσει το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, τη δική τους στρατιωτική συμμαχία, και ρωτούν γιατί η Δύση δεν πρέπει να κάνει το ίδιο». Ήταν μια εξαιρετική ερώτηση, και ούτε η κυβέρνηση Κλίντον ούτε οι διάδοχοί της έδωσαν μια έστω και ελάχιστα πειστική απάντηση.
• Ο George Kennan (1904-2005), ο διανοούμενος διπλωμάτης, διαμορφωτής της «πολιτικής της ανάσχεσης» της ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, προειδοποίησε οξυδερκώς σε μια συνέντευξη του Μάη του 1998 στους New York Times για το τι θα δρομολογούσε η επικύρωση από τη Γερουσία του πρώτου γύρου επέκτασης του ΝΑΤΟ:
«Νομίζω ότι είναι η αρχή ενός νέου ψυχρού πολέμου. Νομίζω ότι οι Ρώσοι σταδιακά θα αντιδράσουν αρκετά αρνητικά και αυτό θα επηρεάσει τις πολιτικές τους. Νομίζω ότι [η επέκταση του ΝΑΤΟ] είναι τραγικό λάθος και δεν υπήρχε κανένας λόγος να γίνει. Κανένας δεν απειλούσε κανέναν άλλον».
Είχε δίκιο, αλλά οι ηγέτες των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ προχώρησαν σε νέους γύρους επέκτασης, συμπεριλαμβανομένου του προκλητικού βήματος της προσθήκης των τριών δημοκρατιών της Βαλτικής. Αυτές οι χώρες όχι μόνο ήταν μέρος της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά ήταν επίσης μέρος της αυτοκρατορίας της Ρωσίας κατά την τσαρική εποχή. Μ’ αυτό το κύμα επέκτασης, το ΝΑΤΟ είχε πλέον σκαρφαλώσει στα σύνορα της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Η υπομονή της Μόσχας με την όλο και πιο παρεμβατική συμπεριφορά του ΝΑΤΟ είχε εξαντληθεί. Η τελευταία εύλογα φιλική προειδοποίηση από τη Ρωσία ότι η συμμαχία έπρεπε να υποχωρήσει ήρθε τον Μάρτιο του 2007, όταν ο Πούτιν μίλησε στην ετήσια διάσκεψη ασφαλείας του Μονάχου:
«Το ΝΑΤΟ έχει βάλει τις δυνάμεις του στην πρώτη γραμμή στα σύνορά μας. Η επέκταση του ΝΑΤΟ αντιπροσωπεύει μια σοβαρή πρόκληση που μειώνει το επίπεδο αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Και έχουμε το δικαίωμα να αναρωτηθούμε: εναντίον ποιων στοχεύει αυτή η επέκταση; Και τι συνέβη με τις διαβεβαιώσεις που έδωσαν οι δυτικοί εταίροι μας μετά τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας;».
• Ο Robert Gates, υπουργός Άμυνας (2006–2011) στις κυβερνήσεις του Μπους και του Ομπάμα, διευθυντής της CIA υπό τον πρόεδρο Μπους και μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, γράφει στα απομνημονεύματά του, ότι:
«Έχω την πεποίθησή ότι η σχέση με τη Ρωσία αποτέλεσε αντικείμενο κακοδιαχείρισης όταν ο George Bush άφησε την εξουσία το 1993. [Μεταξύ άλλων σφαλμάτων], «οι συμφωνίες των ΗΠΑ με τις ρουμανικές και βουλγαρικές κυβερνήσεις για εναλλαγή στρατευμάτων μέσω βάσεων σε αυτές τις χώρες ήταν μια περιττή πρόκληση». [Και σε μια σιωπηρή επίπληξη στον νεότερο Μπους, ο Γκέιτς υποστήριξε ότι] «η προσπάθεια να φέρει τη Γεωργία και την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ ήταν πραγματικά υπερβολική. Αυτή η κίνηση ήταν μια περίπτωση απρόσεκτης αγνόησης αυτών που οι Ρώσοι θεωρούσαν δικά τους ζωτικά εθνικά συμφέροντα».
Το επόμενο έτος, το Κρεμλίνο έδειξε ότι η δυσαρέσκειά του για τις συνεχιζόμενες εισβολές του ΝΑΤΟ στη ζώνη ασφαλείας της Ρωσίας, είχε ξεπεράσει τις λεκτικές αντιρρήσεις. Η Μόσχα εκμεταλλεύτηκε μια ανόητη πρόκληση από τη φιλοδυτική κυβέρνηση της Γεωργίας για να εξαπολύσει μια στρατιωτική επίθεση που έφερε ρωσικά στρατεύματα στα περίχωρα της πρωτεύουσας. Στη συνέχεια, η Ρωσία απέσυρε οριστικά δύο γεωργιανές περιοχές με αποσχιστικό πνεύμα και τις έθεσε υπό αποτελεσματικό ρωσικό έλεγχο.
Ωστόσο, οι ηγέτες της Δύσης (ιδιαίτερα των ΗΠΑ) συνέχισαν να κινούνται παρά το κόκκινο προειδοποιητικό φως.
• Η κυβέρνηση Ομπάμα με τη συγκλονιστικά αλαζονική ανάμιξή της στις εσωτερικές πολιτικές υποθέσεις της Ουκρανίας το 2013 και το 2014 για να βοηθήσει τους διαδηλωτές να ανατρέψουν τον εκλεγμένο, φιλορώσο πρόεδρο της Ουκρανίας ήταν η μόνο η πιο θρασύδειλη πρόκληση και προκάλεσε εντάσεις. Η Μόσχα απάντησε αμέσως καταλαμβάνοντας και προσαρτώντας την Κριμαία και ένας νέος ψυχρός πόλεμος ήταν σε εξέλιξη.
[ΣτΕ] «Ο Μπάρακ Ομπάμα βομβάρδισε 7 χώρες, γυρνώντας τες στην πέτρινη εποχή (Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη, Πακιστάν, Σομαλία, Συρία, Υεμένη) και, ως αποδεδειγμένα «ειρηνοποιός», βραβεύθηκε με το Nobel Ειρήνης (!!!). Και τώρα επικρίνει τον Πούτιν για τον βομβαρδισμό μίας.
Συνολικά, από το 1980, οι ΗΠΑ έχουν βομβαρδίσει 14 κυρίως μουσουλμανικές χώρες. Ο αριθμός των νεκρών από όλους τους σύγχρονους πολέμους στη Μέση Ανατολή μπορεί να φτάνει τα 4 εκατομμύρια Μουσουλμάνους και Άραβες. Οι επαναλαμβανόμενες στρατιωτικές εκστρατείες έχουν αποσταθεροποιήσει τη Μέση Ανατολή, προκαλώντας τρομοκρατικές ομάδες όπως το ISIS, επιτρέποντας την άνθηση του σεχταρισμού και απαιτώντας περαιτέρω βομβαρδισμούς, σε αυτό που έχει περιγραφεί ως αέναη ρακέτα προστασίας». [Mint Press News – MPN]
Θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί η κρίση στην Ουκρανία;
Τα γεγονότα των τελευταίων μηνών αποτέλεσαν την τελευταία ευκαιρία για να αποφευχθεί ένας θερμός πόλεμος στην ανατολική Ευρώπη. Ο Πούτιν ζήτησε από το ΝΑΤΟ να παράσχει εγγυήσεις για πολλά ζητήματα ασφάλειας. Συγκεκριμένα, το Κρεμλίνο ήθελε δεσμευτικές διαβεβαιώσεις ότι η συμμαχία θα μείωνε το εύρος της αυξανόμενης στρατιωτικής παρουσίας της στην Ανατολική Ευρώπη και δεν θα προσέφερε ποτέ ένταξη στην Ουκρανία. Υποστήριξε αυτές τις απαιτήσεις με μια τεράστια στρατιωτική συσσώρευση στα σύνορα της Ουκρανίας.
Η απάντηση της κυβέρνησης Μπάιντεν στην προσπάθεια της Ρωσίας για ουσιαστικές δυτικές παραχωρήσεις και εγγυήσεις ασφάλειας ήταν χλιαρή και υπεκφυγή. Τότε ο Πούτιν αποφάσισε ξεκάθαρα να κλιμακώσει τα πράγματα. Η προσπάθεια της Ουάσιγκτον να καταστήσει την Ουκρανία πολιτικό και στρατιωτικό πιόνι του ΝΑΤΟ (ακόμη και χωρίς την επίσημη ένταξη της χώρας στη συμμαχία) μπορεί να καταλήξει να κοστίσει ακριβά στον ουκρανικό λαό.
Η τραγωδία της Ουκρανίας
Η ιστορία θα δείξει ότι η αντιμετώπιση της Ρωσίας από την Ουάσιγκτον τις δεκαετίες που ακολούθησαν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν μια πολιτική γκάφα επικών διαστάσεων. Ήταν απολύτως προβλέψιμο ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ θα οδηγούσε τελικά σε μια τραγική, ίσως βίαιη, διακοπή των σχέσεων με τη Μόσχα.
Οι οξυδερκείς αναλυτές προειδοποίησαν για τις πιθανές συνέπειες. Αλλά αυτές οι προειδοποιήσεις τους δεν εισακούστηκαν. Τώρα πληρώνουμε το τίμημα για τη μυωπία και την αλαζονεία του κατεστημένου εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ.
Ted Galen Carpenter
Cato Institute
The Guardian 28-02-2022
Αρχικά αναρτήθηκε στο 19fortyfive
(*) Το Ινστιτούτο Cato είναι ένα από τα πιο επιδραστικά think tank (δεξαμενή σκέψης) στις ΗΠΑ. Ιδρύθηκε το 1977, εδρεύει στην Ουάσιγκτον και έχει συντηρητικό προσανατολισμό. Είναι 15ο μεταξύ των κορυφαίων think tanks στον κόσμο και 10ο μεταξύ των κορυφαίων think tanks στις ΗΠΑ, σύμφωνα με την Έκθεση Global Go To Think Tank Index 2017 (Πρόγραμμα Think Tanks and Civil Societies, του Πανεπιστήμιου της Πενσυλβάνια). Το Ινστιτούτο υποστηρίζει έναν περιορισμένο ρόλο της κυβέρνησης στις εσωτερικές και εξωτερικές υποθέσεις, την προστασία των πολιτικών ελευθεριών, τη μείωση ή την κατάργηση των περισσότερων φόρων, την αντίθεση στο σύστημα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, την ιδιωτικοποίηση πολλών κυβερνητικών υπηρεσιών και προγραμμάτων, την τήρηση μη-παρεμβατικής εξωτερικής πολιτικής κ.ά.