Μια εξέταση αίματος, που πραγματοποιείται όταν διαγνωστεί για πρώτη φορά ο μεταστατικός καρκίνος του προστάτη, μπορεί να προβλέψει ποιοι ασθενείς είναι πιθανό να ανταποκριθούν στη θεραπεία, σύμφωνα με τα ευρήματα νέας μελέτης τα οποία δημοσιεύθηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση «JAMA Network Open».
Πριν εξαπλωθεί, ο καρκίνος του προστάτη μπορεί να θεραπευτεί με χειρουργική επέμβαση ή ακτινοβολία. Μόλις ο καρκίνος γίνει μεταστατικός και δεν είναι πλέον ιάσιμος, χρησιμοποιούνται συστηματικές θεραπείες για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη παράταση της επιβίωσης του ασθενούς. Οι βιοδείκτες που προβλέπουν πώς θα ανταποκριθούν οι ασθενείς θα μπορούσαν να επιτρέψουν την καλύτερη εξατομίκευση των θεραπειών.
Η νέα μελέτη διαπίστωσε ότι ο αριθμός των κυκλοφορούντων καρκινικών κυττάρων (CTC), των σπάνιων καρκινικών κυττάρων που απελευθερώνουν οι καρκινικοί όγκοι στο αίμα, μπορεί να προβλέψει πώς θα ανταποκριθεί ένας ασθενής στη θεραπεία και ποιες είναι οι πιθανότητες επιβίωσής του. Τα κύτταρα CTC έχουν μελετηθεί στο παρελθόν στην περίπτωση του καρκίνου του προστάτη, αλλά μόνο στα μεταγενέστερα στάδια της νόσου.
«Κανείς, μέχρι τώρα, δεν έχει εξετάσει εάν οι μετρήσεις CTC μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην αρχή, όταν ένας άνδρας εμφανίζεται για πρώτη φορά με μεταστατικό καρκίνο του προστάτη, για να μας πει εάν πρόκειται να ζήσει πολύ ή λίγο ή αν θα πρέπει να προχωρήσει με τις θεραπείες», δήλωσε ο Αμίρ Γκόλντκορν, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και καθηγητής Βιοχημείας & Μοριακής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας (USC).
Η έρευνα χρησιμοποίησε το CellSearch, μια τεχνολογία υγρής βιοψίας που έχει λάβει έγκριση από την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ, για την ανίχνευση και τη μέτρηση των CTC σε δείγματα αίματος. Οι ασθενείς με περισσότερα CTC είχαν μικρότερη μέση διάρκεια επιβίωσης και διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου κατά την περίοδο της μελέτης. Οι ασθενείς με περισσότερα CTC ανταποκρίνονταν επίσης λιγότερο στις θεραπείες.
«Όλες οι άλλες μεταβλητές και οι προγνωστικοί τους παράγοντες ήταν φαινομενικά ίδιοι, και όμως είχαν πολύ, πολύ διαφορετικά αποτελέσματα με την πάροδο του χρόνου» είπε ο Γκόλντκορν.
Οι ερευνητές λένε ότι η εξέταση αίματος CellSearch μπορεί να βοηθήσει στον γρήγορο εντοπισμό ασθενών που είναι απίθανο να ανταποκριθούν στις συμβατικές θεραπευτικές επιλογές. Αυτοί οι άνδρες θα μπορούσαν να επωφεληθούν από μια πιο εντατική προσέγγιση στη θεραπεία, συμπεριλαμβανομένων κλινικών δοκιμών νέων φαρμάκων που μπορεί να έχουν περισσότερες παρενέργειες, αλλά θα μπορούσαν να βελτιώσουν τις πιθανότητες επιβίωσης σε αυτούς τους ασθενείς υψηλού κινδύνου.
Καταμέτρηση CTC
Η μελέτη ήταν μέρος μιας κλινικής δοκιμής Φάσης ΙΙΙ του SWOG Cancer Research Network, μιας ομάδας περισσότερων από 1.300 ιδρυμάτων στις ΗΠΑ που συνεργάζονται για τη μελέτη διαφόρων μορφών καρκίνου. Δείγματα αίματος από 503 ασθενείς με μεταστατικό καρκίνο του προστάτη, οι οποίοι συμμετείχαν σε μια νέα δοκιμή φαρμάκων, στάλθηκαν στην ερευνητική ομάδα για ανάλυση.
Οι ασθενείς με 5 ή περισσότερα CTC στο δείγμα αίματος είχαν τα χειρότερα αποτελέσματα. Σε σύγκριση με τους ασθενείς χωρίς CTC, είχαν 3,22 φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν κατά την περίοδο της μελέτης και 2,46 φορές περισσότερες πιθανότητες να εξελιχθεί ο καρκίνος τους. Είχαν μόνο 0,26 φορές περισσότερες πιθανότητες να επιτύχουν πλήρη απόκριση ειδικού προστατικού αντιγόνου (PSA), που σημαίνει ότι ανταποκρίθηκαν ελάχιστα στη θεραπεία. Οι άνδρες με 5 ή περισσότερα CTC είχαν μέση διάρκεια επιβίωσης 27,9 μήνες. Όσοι είχαν 1 έως 4 CTC έζησαν κατά μέσον όρο 56,2 μήνες.
Υποψήφιοι για κλινικές δοκιμές
Η νέα μελέτη δείχνει ότι η μέτρηση των μετρήσεων CTC στην αρχή της θεραπείας μπορεί να προβλέψει τα μακροπρόθεσμα ποσοστά επιβίωσης, ακόμη και σε άνδρες που συνεχίζουν να λαμβάνουν θεραπείες για μεταστατικό καρκίνο του προστάτη για μια περίοδο πολλών ετών. Αυτό σημαίνει ότι η εξέταση αίματος μπορεί να βοηθήσει στην έγκαιρη αναγνώριση των ανδρών που θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σε κλινικές δοκιμές νέων και δυνητικά πιο επιθετικών θεραπειών.
Οι ερευνητές δοκιμάζουν τώρα μια νέα εξέταση αίματος που μετρά όχι μόνο τον αριθμό των CTC, αλλά και τη μοριακή σύνθεση των CTC και το DNA του όγκου που κυκλοφορεί στο αίμα, καθώς και άλλους παράγοντες. Στόχος τους είναι να δημιουργήσουν βιοδείκτες με ακόμη μεγαλύτερη προγνωστική ισχύ, που μπορεί τελικά να βοηθήσουν στην αντιστοίχιση ασθενών με συγκεκριμένες θεραπευτικές επιλογές.