Αν η επιτυχία μετριέται από το πόσοι προσπαθούν να σε αντιγράψουν τότε το «Αυγό του Κόκκορα» ήταν ο ορισμός της.
«Κλώνοι» του με παρόμοιες ονομασίες στις πινακίδες τους γέμισαν τις πόλεις όλης της Ελλάδας, δημιουργώντας καταφύγια ξενύχτηδων και «κλέβοντας» λίγη από την ιστορία του αυθεντικού.
Βέβαια το ένα και μοναδικό, το… ορίτζιναλ «Αυγό του Κόκκορα» και η σχέση του με τη νύχτα προέκυψε από μια ανάγκη και την εξυπνάδα του ιδιοκτήτη του που σκαρφίστηκε έναν απίθανο τρόπο προκειμένου να ξεγελάσει τον νόμο ο οποίος ίσχυε τότε.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, η ενεργειακή κρίση που είχε προηγηθεί, είχε αφήσει τον αντίκτυπό της και στα νυχτερινά μαγαζιά. Υποχρεωτικά έπρεπε για λόγους οικονομίας να κλείνουν στις 2 τα ξημερώματα προκειμένου να μην καταναλώνουν πολύτιμη ενέργεια και ρεύμα.
Κι ενώ οι άλλοι… ψάχνονταν, ο Νίκος Γρέβιας από την Άρτα το… γύριζε στον… ρομαντισμό! Γέμιζε το μαγαζί του με κεριά, υπό το φως των οποίων συνεχιζόταν η διασκέδαση! Όταν λοιπόν άνοιξε το «Αυγό του Κόκκορα» είχε ήδη την… τεχνογνωσία για να… νικήσει το σύστημα! Για την ακρίβεια, για να θριαμβεύσει!
Κάτω από το φως των κεριών στριμώχτηκε όλη η αθηναϊκή κοινωνία, δίχως διακρίσεις. Οι πρώτοι, βέβαια, που έσπευσαν να εκμεταλλευτούν το «κενό» ήταν οι καλλιτέχνες, οι οποίοι αποδείχτηκαν αρκετά πεινασμένοι μετά το τέλος των παραστάσεών τους στο κέντρο της Αθήνας και φυσικά πρόθυμοι να αποδεχτούν τον χαμηλό φωτισμό του μαγαζιού που βρισκόταν στην Κυψέλη. Μια περιοχή, τότε, που έσφυζε από ζωή και ήταν γεμάτη θέατρα.
Το μαγαζί με το ανάποδο ωράριο άνοιγε τις πόρτες του στις 8 το βράδυ και μέχρι τις 2 τα ξημερώματα λειτουργούσε σαν όλα τα άλλα. Εκεί, όμως, που όλοι οι άλλοι κατέβαζαν τις… ασφάλειες, ο Γρέβιας άναβε τα κεριά. Οπότε, τυπικά τουλάχιστον, δεν παρέβαινε κανέναν νόμο… Άσε που συχνά μεταξύ των θαμώνων του συχνά βρισκόταν ακόμη και υψηλόβαθμα στελέχη του νόμου και της τάξης, που πολύ ήθελαν να δοκιμάσουν κάποια από τις σπεσιαλιτέ του, ιδιαίτερα την ξακουστή κοκκορόσουπα.
Φυσικά δεν έλειψαν και οι πραγματικά σουρεάλ καταστάσεις, αφού δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλάμε για την «μαγική» δεκαετία του ’80 όταν και όλα ήταν πιθανά. Όπως, ας πούμε, να κάνει έφοδο η αστυνομία, την ίδια στιγμή που ηγετικό στέλεχός της ήταν εκεί, αλλά, πάντα υπήρχε τρόπος το «Αυγό» να μην σπάει ποτέ και να διατηρείται άθικτο και πρόθυμο να φιλοξενήσει ξενύχτηδες για πάντα.
Όταν πλέον η απαγόρευση αποτέλεσε παρελθόν, δεν ίσχυσε το ίδιο και με το «Αυγό του Κόκκορα» που είχε καθιερωθεί στην νυχτερινή Αθήνα, εκεί στην οδό Σποράδων και συνέχιζε να προσελκύει στην αίθουσά του (που χωρούσε ίσα-ίσα 90 άτομα) όσους έψαχναν τον καλύτερο δυνατό τρόπο για να «σβήσουν» τη νύχτα από πάνω τους και να πάρουν… κουράγιο λίγο πριν το ξημέρωμα για τη μέρα που ερχόταν.
Τελικά, το 2007 το «Αυγό του Κόκκορα» μετακινήθηκε. Η Κυψέλη ήταν πια διαφορετική. Με περισσότερα προβλήματα από όσα είχε το 1982, όταν είχε ανοίξει. Αν και μας χωρίζει ήδη μια 12ετία από την μετακόμισή του στο Μεταξουργείο, η είδηση της κατεδάφισης του αυθεντικού κτηρίου, μόνο θλίψη μπορεί να φέρει.
Άλλωστε σε αυτούς τους τοίχους που πλέον είναι σκέτα μπάζα, γεννήθηκε ένα στέκι που βασίστηκε σε μια τρελή ιδέα. Τα κεριά… Και στη σκιά του λιγοστού φωτός τους γράφτηκε ιστορία.
“Καμαρώνουμε” στη φωτογραφία τον μακαρίτη τον Γιαννόπουλο πουείχε βάλει και αυτός το λιθαράκι του στη κατάντεια της χώρας. Είχε διορίσει όλους τους γιδοβοσκούς της Γορτυνίας στην Ολυμπιακή με παχυλούς μισθούς που δεν είχαν δει ποτέ μέχρι τότε στη ζωή τους. Το ότι τους διόριζε σε θέσεις με αντικείμενο άσχετο με αυτούς (τεχνικοί, ηλεκτρολόγοι κ.α.) δεν είναι το θέμα,αλλά το ότι αντί να τους δίνει έναν κανονικό μισθό, που θα ήταν και αυτός καλοδεχούμενος από αυτούς, τους έδινε μισθούς που δεν είχαν ούτε οι πτυχιούχοι του Δημοσίου που είχαν υπεύθυνες θέσεις.