Ο Φώτης Κατσικάρης φιλοξενήθηκε στο podcast της Stoiximan GBL και μοιράστηκε τις εμπειρίες και τα μαθήματα από τέσσερις και πλέον δεκαετίες στο μπάσκετ, ως παίκτης και προπονητής.
Το ξεκίνημα στη Νίκαια, το δέσιμο με την ΑΕΚ, οι συμβουλές των Τσόσιτς, Ίβκοβιτς, η ειλικρίνεια του Γιατζόγλου και το προπονητικό ταξίδι στην Ισπανία, ως το ΝΒΑ, είναι μόνο μερικά από τα θέματα που θίγει!
Αναλυτικά όσα είπε:
Για το ξεκίνημα στη Νίκαια: «Καλύτερα που δεν ακολούθησα τον δρόμο του ρεμπέτη παππού μου και της τραγουδίστριας μητέρας μου! Όταν ξεκίνησα, το μπάσκετ δεν ήταν επαγγελματικό. Δεν είχα ιδιαίτερο ταλέντο ώστε να επενδύσω σε αυτό και στο κολέγιο στην Αμερική δεν έπαιζε μπάσκετ, αλλά σπούδαζα οικονομικά. Όμως όταν παρακολούθησα τον Παναγιώτη Γιαννάκη σε ένα ματς του Ιωνικού με τον Ολυμπιακό, μαγεύτηκα και μάλιστα εκείνος με κοουτσάρισε πρώτος, μου μου έδωσε μία φανέλα και έγραψε πάνω της το Νο5 με μαρκαδόρο!».
Για τη μεταγραφή στην ΑΕΚ, τον ρόλο του Κρέζιμιρ Τσόσιτς και την επιστροφή ως προπονητής: «Υπήρχε δίλημμα να σταματήσω το μπάσκετ και να αφοσιωθώ στις σπουδές. Ο Τσόσιτς με είχε δει σε έναν αγώνα του Σπόρτιγκ με τον Πανιώνιο και μου είπε για πρώτη φορά τη λέξη “ρολίστας”. Άφησα τις σπουδές και έκανα να μιλήσω με τον πατέρα μου για μήνες! Τις εποχές που ήμασταν απλήρωτοι, στηριχθήκαμε στις δυνατές φιλίες και σε αυτό που αγαπούσαμε… Δεν ήθελα να φύγω το 1996, νόμιζα ότι χρύσωναν το χάπι όταν μου είπε ο Γρανίτσας ότι η πόρτα είναι πάντα ανοικτή, όμως τελικά γύρισα ως προπονητής».
Για τη συνύπαρξη με τον Ρολάντο Μπλάκμαν: «Δεν το πιστεύαμε ότι τον είχαμε συμπαίκτη… Θρύλος του ΝΒΑ, All Star, τον είδαμε να κάνει πρώτη προπόνηση μόνος του στο κρύο “Γεώργιος Μόσχος” και δεν πιστεύαμε ότι είναι τόσο απλός, δεκτικός, καθόλου απόμακρος. Μου έχει πει ότι “φύγαμε με μία βάρκα από τον Παναμά και πήγαμε στην Αμερική. Δεν ξεχνώ από πού είμαι και γι’ αυτό μπορώ να μιλήσω το ίδιο με έναν άστεγο και με τον πρόεδρο των Η.Π.Α.”. Δεν το ξεχνώ αυτό».
Για τη μετάβαση από παίκτης σε προπονητής, στα 31 του: «Είχα έναν τραυματισμό στο Ηράκλειο και άρχισα να βλέπω αλλιώς το μπάσκετ δίπλα στον κόουτς Γιώργο Καλαφατάκη. Είχα την τύχη να βρεθώ πλάι σε σπουδαίους ανθρώπους, αρχικά με Τσόσιτς, μετά με Κώστα Πολίτη, Ίβκοβιτς και Σάκοτα και ήταν μία νέα πρόκληση να μάθω ώστε να γίνω προπονητής… Ο “Ντούντα” ήταν αυστηρός, χαλάρωνε σπάνια και μου είχε πει πως “μιλάς καλά αγγλικά, είσαι έξυπνο παιδί με τα γυαλάκια σου και πρέπει να γίνεις τιμ μάνατζερ”. Όμως σεβάστηκε ότι ήθελα να γίνω κόουτς».
Για την ανατροπή από 0-2 στους τελικούς με τον Ολυμπιακό και τον τίτλο του 2002: «Χαλαρώσαμε από τις τιμωρίες του Ολυμπιακού και χάσαμε τα δύο πρώτα ματς. Ο Ολυμπιακός είχε φέρει σαμπάνιες στον τρίτο τελικό, μειώσαμε σε 2-1 και μετά τα… μαγικά πράγματα, με δύο χαμένες βολές του Τόμιτς, ισοφαρίσαμε. Στο 0-2, λέγαμε “κρίμα”, ο Δήμος Ντικούδης με πήρε τηλέφωνο 2 τη νύχτα, που οδηγούσε μόνος του στην Αθήνα! “Κόψαμε” τον Κρις Καρ, που είχε χαλάσει το κλίμα στην ομάδα, και στο 5ο ματς λέγαμε “δεν το χάνουμε”!».
Για τους (μόλις) τρεις μήνες στον Άρη: «Έχω στεναχωρήσει στο παρελθόν φίλους του Άρη. Όταν με πήρε ο Γιάννης Δαμιανίδης είχα απολυθεί από την Ισπανία και είχα πάθει πανικό. Ήθελα να ξαναμπώ στον χώρο, τότε δεν είχα την εμπειρία να το διαχειριστώ… Το τάιμινγκ ήταν λάθος με τον Άρη, γιατί κι εγώ δεν ήμουν 100% συνειδητοποιημένος, με όλο τον σεβασμό στο σωματείο. Δεν έχω αποκλείσει το ενδεχόμενο να επιστρέψω στην Ελλάδα».
Για τη φετινή Stoiximan GBL: «Το ελληνικό πρωτάθλημα έχει πολύ ενδιαφέρον, με κάθε παιχνίδι-“τελικό” για όλες τις ομάδες. Γίνεται πολύ καλή δουλειά σε ομάδες όπως π.χ., στην Καρδίτσα και μπορεί να μην είναι τόσο ποιοτικό όσο παλιά, όμως είναι ανταγωνιστικό και έχει παίκτες που κάνει ακόμη και την Ισπανία να έχει ανοικτές αντένες στην Ελλάδα, την οποία σέβονται».
Για το «παραμύθι» της Μπιλμπάο και το διπλό «όχι» στη Ρεάλ: «Δεν ήθελα να τελειώσει εκείνο το παραμύθι το 2011 και γι’ αυτό είπα όχι στη Ρεάλ. Ο κόσμος έμαθε από το βιβλίο του Πάμπλο Λάσο ότι υπήρχε ενδιαφέρον το 2014, όμως τότε έτσι ένιωθα, δεν σκεφτόμουν αυτό που λέει ο κόσμος ότι “φεύγουν τα τρένα”. Ο γενικός διευθυντής της Ρεάλ μού λέει ακόμη ότι είμαι ο μόνος προπονητής που αρνήθηκε. Δεν λες εύκολα όχι στη Ρεάλ…».
Για το αν έκανε κάτι διαφορετικά στον πάγκο της Εθνικής: «Είχα όνειρο να κοουτσάρω την Εθνική. Δεν το αλλάζω με τίποτα και είναι η απόλυτη περηφάνια! Όμως το 2014 ήμουν σε καλή “επετηρίδα” στην προπονητική και εκείνη η απόφαση με έφερε πίσω. Έγινε κουβέντα με τη Μπασκόνια και τη Ρεάλ, αλλά δεν μπορούσα να αφήσω την Εθνική. Το πατριωτικό συναίσθημα ήταν τέτοιο που ήταν πάνω από όλα, όμως ως κόουτς Φώτης, το τάιμινγκ δεν ήταν το καλύτερο για να πάω στην Εθνική».
Για τη σεζόν 2018-19 ως ασίσταντ στους Γιούτα Τζαζ: «Είχα μία πολύ καλή πρόταση από τη Μάλαγα. Συζήτησα με τη σύζυγό μου, αφού είχα όνειρο να ζήσω αυτή την εμπειρία και πιθανότατα να τελειώσω στο ΝΒΑ την προπονητική και για αυτό μου έδωσαν τριετές συμβόλαιο… Άλλος κόσμος το ΝΒΑ και αν ήμουν πιο μικρός σε ηλικία ίσως να ήμουν ακόμη εκεί. Το επόμενο καλοκαίρι ήρθε η πρόταση της Γκραν Κανάρια, το κεφάλι μου ήταν… πελτές και ήθελα να γίνω πάλι χεντ κόουτς».
Για μάθημα που έλαβε ως παίκτης και μεταδίδει ως προπονητής: «Ο Νταγκ Κόλινς είχε πει “μάθε τον ρόλο σου, δέξου τον ρόλο σου και κυριάρχησε σε αυτόν”. Έπαιξα μπάσκετ με έναν ρόλο και δέχθηκα εκείνον που μου άλλαξε ο Τσόσιτς. Ο Ουάκαπ στη Γερμανία σούταρε από παντού, όμως στον Ολυμπιακό άλλαξε ρόλο και έγινε σταρ σε αυτόν, για ομάδα που παίζει σε τίτλους. Αυτό μου έγινε παράδειγμα και θέλω να το μεταδώσω στους παίκτες. Οι δικοί μου τίτλοι είναι η πρόκληση να πείσεις τον παίκτη να αλλάξει και να βελτιωθεί και αυτό δεν φαίνεται σε ένα κύπελλο που θα σηκώσεις…».