Το «έδαφος» για την εγκατάσταση αντλιών θερμότητας – μιας τεχνολογίας που θα «πρασινίσει» τα συστήματα θέρμανσης, κλιματισμού και χρήσης ζεστού νερού των κτιρίων – έστρωσε το ΥΠΕΝ. Μέσω δύο προγραμμάτων θα επιδοτείται η αγορά τους καθώς το κόστος τους εξακολουθεί να παραμένει μεγάλο.
Έτσι, μια νέα αγορά ανοίγει δυναμικά το 2025 στην Ελλάδα η οποία θα εξηλεκτρίσει τον ιδιαιτέρως ρυπογόνο κτιριακό τομέα. Μάλιστα, η κινητικότητα αναμένεται να είναι μεγάλη, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με πολλές εταιρείες να έχουν μπει δυναμικά στο «παιχνίδι». Είναι αξιοσημείωτο ότι στη Γερμανία όπου τρέχουν επιδοτήσεις αντλιών θερμότητας, που φτάνουν και το 70%, οι πωλήσεις έχουν αυξηθεί σημαντικά.
Μάλιστα, ειδικά από τα τέλη Νοεμβρίου κι έπειτα έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί καθώς οι καταναλωτές φοβούνται ότι με τη νέα κυβέρνηση που θα αναλάβει έπειτα από τις ερχόμενες γερμανικές εκλογές θα καταργηθούν οι επιδοτήσεις.
Κόστος εγκατάστασης
Στη διείσδυση αντλιών θερμότητας σημαντικό ρόλο παίζουν αφενός οι επιδοτήσεις, καθώς η εγκατάστασή τους είναι έως και τέσσερις φορές υψηλότερη από ότι ένας λέβητα αερίου, και αφετέρου οι τιμές ρεύματος, συγκριτικά με τα υπόλοιπα καύσιμα. Όπου οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας είναι κατά πολύ υψηλότερες από εκείνες του αερίου και του πετρελαίου, η στροφή των καταναλωτών προς τις αντλίες είναι αργή, όπως π.χ. στη Βρετανία. Αντίθετα, σε χώρες όπως π.χ. στις σκανδιναβικές όπου οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας είναι λίγο υψηλότερη (μία, δύο φορές) από το αέριο ή το πετρέλαιο τότε η τοποθέτηση αντλιών είναι μεγαλύτερη.
Επί ελληνικού εδάφους, μέσω του νέου προγράμματος «Αλλάζω Σύστημα Θέρμανσης και Θερμοσίφωνα» των 223,2 εκατ. ευρώ, που άνοιξε χθες τις ηλεκτρονικές του πύλες για υποβολή δηλώσεων, θα επιχορηγείται η αγορά νέου συστήματος αντλίας θερμότητας, σε ποσοστό 50%.
Επίσης, και μέσω του προγράμματος «Εξοικονομώ 2025» επιδοτείται η εγκατάσταση νέου ή αντικατάσταση υφιστάμενου συστήματος θέρμανσης με αντλία θερμότητας αλλά και για την παραγωγή ζεστού νερού χρήσης.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις ενεργειακών επιθεωρητών με μια επιδότηση αντλίας σε ποσοστό 50% οι καταναλωτές απαλλάσσονται από σημαντικό κόστος για την αγορά της αποκομίζοντας έτσι σημαντικότερα οφέλη καθώς συρρικνώνεται ο χρόνος απόσβεσης της επένδυσης.
Όσον αφορά στην απόδοση μιας αντλίας θέρμανσης εξαρτάται σημαντικά από το κλίμα στην περιοχή όπου βρίσκεται το κτίριο στο οποίο θα τοποθετηθεί. Όπως είναι φυσικό, όσο ψυχρότερος ο καιρός τόσο μικρότερη και η απόδοσή της, η οποία μπορεί να περιοριστεί έως και 30%. Επίσης, σημαντικό ρόλο στην απόδοσή της παίζουν και οι παρεμβάσεις μόνωσης στο κέλυφος του κτιρίου.
Επίτευξη στόχων
Ο δεσμευτικός στόχος ανάπτυξης των ΑΠΕ ειδικά για θέρμανση και ψύξη, βάσει του νέου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα τίθεται στο 46% για το 2030 (υψηλότερα από το 43% του προηγούμενου ΕΣΕΚ). Στην επίτευξη του στόχου θα συνεισφέρουν κυρίως οι αντλίες θερμότητας, δεδομένου ότι χρησιμοποιούν την ηλεκτρική ενέργεια και την θερμότητα περιβάλλοντος και τα θερμικά ηλιακά συστήματα. Βάσει του ΕΣΕΚ, οι πρώτες αντλίες θερμότητας σε μεγάλη κλίμακα θα τοποθετηθούν την πενταετία έως το 2030. Μάλιστα, σε αυτό το διάστημα προβλέπεται διπλασιασμός στη διείσδυση αντλιών θερμότητας στον οικιακό και τριτογενή τομέα σε σχέση με το 2022.
Η αντικατάσταση των καυστήρων πετρελαίου με αντλίες εκτιμάται ότι θα επιφέρει εξοικονόμηση τελικής ενέργειας πάνω από 70% και εξοικονόμηση κόστους άνω του 50%.
Πέρα από δύο προγράμματα επιδοτήσεων που «τρέχουν» σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της αγοράς αντλιών θερμότητας θα παίξει η απαγόρευση πώλησης νέων καυστήρων πετρελαίου από φέτος και η παύση χορήγησης κινήτρων για νέους λέβητες αερίου από τον επόμενο χρόνο.
Μάλιστα, οι υφιστάμενοι κανονισμοί της ΕΕ για τα φθοριούχα αέρια, συμπεριλαμβανομένου του νέου κανονισμού (2022/0099 (COD) αναμένεται να καταργήσουν σχεδόν πλήρως τη χρήση υδροφθορανθράκων (HFC) και στις αντλίες θερμότητας από εφέτος.