Κιμούλης: «Με έχετε καταστρέψει, δεν είμαι ούτε Λιγνάδης, ούτε Φιλιππίδης»

Κοινοποίηση:
Γιώργος Κιμούλης

«Μου αποδόθηκαν οι χαρακτηρισμοί του κακοποιητή, του τέρατος, του μισογύνη, του σεξιστή, του αντισυναδελφικού, βίαιου ανθρώπου και εν τέλει αποστερήθηκα πλήρως το δικαίωμα στην εργασία»: στις παραπάνω γραμμές συνοψίζονται οι βασικοί λόγοι για τους οποίους ο Γιώργος Κιμούλης αποφάσισε να στραφεί νομικά εναντίον της Ζέτας Δούκα.

Από το περιεχόμενο των περίπου 150 σελίδων των δύο διαφορετικών αγωγών που κατέθεσε ο γνωστός ηθοποιός και σκηνοθέτης εναντίον της ίδιας, των ηθοποιών Δώρας Χρυσικού και Νίκου Ψαρρά, που επιβεβαίωσαν ως αυτόπτες μάρτυρες τις καταγγελίες της, αλλά και του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και τριών μελών του Πειθαρχικού του Συμβουλίου, προκύπτει πως ο ίδιος, αν και αποδέχεται πως είναι αυστηρός και απαιτητικός στη δουλειά του, δεν μπορεί να ανεχτεί την ταύτισή του με συναδέλφους του όπως ο Δημήτρης Λιγνάδης και ο Πέτρος Φιλιππίδης, που διώκονται για κακουργήματα, και διεκδικεί την κάθαρση του ονόματός του από βαριές σκιές προκειμένου να μπορέσει να δουλέψει ξανά στο θέατρο, από το οποίο απέχει αναγκαστικά τον τελευταίο χρόνο.

«Η πιο βάναυση προσβολή της προσωπικότητάς μου προήλθε από τη συνειδητή ταύτισή μου με ηθοποιούς και σκηνοθέτες και καταγγέλθηκαν την ίδια περίοδο για σοβαρότατα ποινικά αδικήματα και μάλιστα σεξουαλικής φύσεως (βιασμούς, σεξουαλική παρενόχληση κτλ) τη στιγμή που εγώ την παραμικρή σχετική καταγγελία δεν δέχτηκα και που όσα μου καταλογίζονται δεν έχουν πάντως ποινική διάσταση», αναφέρει ο ίδιος παραθέτοντας μάλιστα και ένα άρθρο των «New York Times» στο οποίο αναγραφόταν το όνομα το δικό του και του Δημήτρη Λιγνάδη ως «ηθοποιοί και σκηνοθέτες έχουν κατηγορηθεί για κακοποίηση ή παρενόχληση και έχουν απομακρυνθεί από παραγωγές».

Στην αγωγή του, στην οποία συμπεριλαμβάνονται και αδημοσίευτα αποσπάσματα από τις γραπτές και προφορικές καταθέσεις των τριών ηθοποιών στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο του σωματείου τους, ο Γιώργος Κιμούλης επιχειρεί να αποδομήσει τις εναντίον του κατηγορίες, τις οποίες χαρακτηρίζει «γενικόλογες εκφράσεις και αόριστους χαρακτηρισμούς», υπογραμμίζει τις αντιφάσεις στις οποίες θεωρεί ότι έπεσαν αυτοί που τον κατηγορούν, επικαλείται τις καταθέσεις τριών μαρτύρων που συντάσσονται με τις θέσεις του και ζητά την άμεση οικονομική και ηθική του αποκατάσταση.

Το ταξίδι στο Λονδίνο που άναψε φωτιές

Μέχρι σήμερα γνωρίζαμε πως η διένεξη μεταξύ της Ζέτας Δούκα και του Γιώργου Κιμούλη ξεκίνησε και εξελίχθηκε σε κεντρικό αθηναϊκό θέατρο όπου οι δυο τους συμπρωταγωνιστούσαν, το 2008, στην παράσταση «Πιο κοντά». Εκείνο που δεν ξέραμε, όμως, είναι ότι το αρχικά καλό κλίμα άρχισε να χαλά κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού που έκανε ο θίασος στο Λονδίνο, λίγο πριν από την πρεμιέρα του. «Η σπονδυλωτή σκηνοθεσία απαιτούσε γυρίσματα στο Λονδίνο για 2-3 μέρες. Συμφωνήσαμε να καλύψει η παραγωγή τα έξοδα μετακίνησης και διαμονής κι εμείς, κατόπιν συζήτησης ότι δεν γινόταν διαφορετικά, να καλύψουμε κάποια άλλα που θα προέκυπταν και το φαγητό μας. Το ταξίδι αυτό ήταν το εφαλτήριο της αλλαγής συμπεριφοράς του Γ. Κιμούλη προς τον υπόλοιπο θίασο, κάτι που δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε γιατί συνέβη και ξαφνικά μας έβαλε απέναντί του… Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων στο Λονδίνο άρχισαν οι πρώτοι τριγμοί διότι υπήρχε μια έλλειψη χρημάτων, όπου δεν είχε καθόλου χρήματα, οπότε ουσιαστικά μας εξύβρισε ότι δεν τον φροντίσαμε και τον αφήναμε νηστικό, πράγμα που δεν ισχύει, γιατί εγώ η ίδια έπαιρνα να του δώσω, παρόλο που αισθανόμουν πάρα πολύ άσχημα για όλη αυτή την κατάσταση…

Οι πρόβες συνεχίστηκαν σε τελείως διαφορετικό κλίμα απ’ αυτό που είχαμε συνηθίσει μέχρι τότε, με εκδήλωση έντονης δυσαρέσκειας σε αυτά που κάναμε από μέρους του Γ. Κιμούλη, ακόμη κι αυτά που αποτελούσαν δική του σκηνοθετική οδηγία. Το αποκορύφωμα ήταν στη γενική δοκιμή, στο τέλος της οποίας (κατά τις δύο τα ξημερώματα) μας δήλωσε απερίφραστα ότι είναι απογοητευμένος από την απόδοση του θιάσου κι ότι, αν μπορούσε, θα μας αντικαθιστούσε όλους…», αναφέρει η Ζέτα Δούκα στην κατάθεσή της, με τον Νίκο Ψαρρά να επιβεβαιώνει τις περιγραφές της, προσθέτοντας επιπλέον λεπτομέρειες: «Στο αεροδρόμιο μας έφερε και μια δημοσιογράφο από την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ και μας είπε “κοιτάξτε να δείτε, θα κάνει ρεπορτάζ οπότε της καλύπτουμε το ταξίδι”. Φθάνουμε Λονδίνο και μάς λέει εκεί πέρα “ελάτε όλοι στο δωμάτιό μου”. Μπαίνουμε. “Καθίστε. Δεν έχω φράγκο. Δεν μπορώ να καλύψω τα έξοδά μου εδώ πέρα, θα μου τα καλύψετε εσείς, είμαι σε πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση. Του είπαμε εμείς “βεβαίως”. “Θα καλύψετε και της δημοσιογράφου, γιατί είναι ντροπή να της πούμε…”, τέλος πάντων, για να μην τα πολυλογώ, εγώ, η Δώρα και η Ζέτα καλύψαμε αυτό το διήμερο ταξίδι, τριήμερο, και κάναμε τα γυρίσματα στο Λονδίνο. Ερχόμενοι πίσω υπήρχε μια δυσαρέσκεια από τη μεριά του γιατί παρόλο που η Δώρα Χρυσικού τού δάνεισε 400 ευρώ, που δεν τα ξαναείδε ποτέ βέβαια, δεν του φερθήκαμε όπως θα ήθελε εκεί. Δεν του αγοράσαμε τα φαγητά που ήθελε».

Η δε Δώρα Χρυσικού, στη δική της κατάθεση, υποστηρίζει πως «δεν υπήρχε, εξύβριση, υπήρχε μια γενική γκρίνια»: «Κάποια στιγμή με έπιασε εμένα, αφού είχαμε γυρίσει, και μου είπε “θα πρέπει να ντρέπεστε που αφήσατε έναν άνθρωπο εξήντα χρονών να πεινάει και όλο αυτό το πράγμα…»

Ο Γιώργος Κιμούλης ωστόσο διαψεύδει τα παραπάνω περιστατικά και παρουσιάζει μια τελείως διαφορετική εκδοχή της ιστορίας: «Το μόνο που αληθεύει γι’ αυτό το ταξίδι στο Λονδίνο είναι ότι, επειδή τα γυρίσματα ήταν πολλά (πάνω από 48 πλάνα σε διαφορετικά σημεία της πόλης) και αρκετά δύσκολα και απαιτητικά, έπρεπε να είμαστε πάντα στην ώρα μας. Τούτο, ιδίως, επειδή στο Λονδίνο απαγορεύονται τα γυρίσματα σε δημόσιους χώρους χωρίς άδεια, ώστε έπρεπε να γυρίζουμε “πειρατικά”. Καθώς, όμως, όταν είχαμε γύρισμα, οι εναγόμενοι καθυστερούσαν κάποιες φορές να έρθουν, πράγματι, εξέφραζα τη δυσαρέσκειά μου, ωστόσο, επουδενί αληθεύει ότι τους είχα βρίσει ή τους “είχα φέρει απέναντί μου” όπως ψευδώς ισχυρίστηκαν».

Υπογραμμίζει δε ότι στις καταθέσεις τους σχετικά με τα χρήματα που υποτίθεται πως τους όφειλε, η Δώρα Χρυσικού και ο Νίκος Ψαρράς αναφέρθηκαν σε διαφορετικά ποσά: «Ο Νίκος Ψαρράς ισχυρίστηκε πως η Δώρα Χρυσικού μού δάνεισε 400 ευρώ, ωστόσο, η ίδια, το ίδιο δηλαδή το υποτιθέμενο θύμα της απάτης και της υπεξαίρεσης, ισχυρίστηκε ότι για το ταξίδι στο Λονδίνο τής οφείλω έως σήμερα το ποσό των 250 ευρώ. Επιπλέον, στη συμπληρωματική της κατάθεση ανέφερε μετά από σχετικό ερώτημα για το εάν μου είχε δώσει κι άλλα χρήματα στο Λονδίνο, πλην των εξόδων για το ξενοδοχείο, που ψευδώς ανέφερε ότι της οφείλω, ως άνω: “Οχι, του δίναμε τα λεφτά που ήταν για ταξί και για τα φαγιά. Δεν θυμάμαι να του είχα δώσει στο χέρι”».

Η νύχτα της μεγάλης έντασης

Παρά το δυσάρεστο κλίμα το οποίο είχε ήδη αρχίσει να δημιουργείται, η κατάσταση, σύμφωνα με τη Ζέτα Δούκα, ξέφυγε ένα βράδυ του Δεκέμβρη του 2008, όταν ο Γιώργος Κιμούλης τής ζήτησε να ανακοινώσει στους λίγους θεατές που υπήρχαν, δεδομένου ότι γίνονταν πολλά επεισόδια στο Κέντρο μετά την τότε πρόσφατη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, πως η παράσταση ακυρώνεται: «[…] Του λέω, Γιώργο, δεν έχω αντίρρηση να πω εγώ ότι ακυρώνεται, απλά μήπως θα έπρεπε να το πεις εσύ καλύτερα που είσαι ο επικεφαλής; Και μου λέει, τι είμαι; Λέω, είσαι ο θιασάρχης, είσαι ο επικεφαλής της παράστασης, δεν είναι καλύτερο να το πεις εσύ; Και μου λέει, τι είμαι, γ… την Παναγία σου, γ… το Χριστό σου, βρωμ…, μουν…, δεν είμαι σίγουρη το τι είπε.

Το βρωμ… όμως ήταν μια έκφραση που τη χρησιμοποιούσε πολύ και μου ρίχνει μια κλωτσιά με το πόδι του, η οποία με βρήκε στο στέρνο… και έπεσα πίσω. Ο Νίκος ήταν ενδιάμεσα και προσπαθούσε να τον συγκρατήσει, εγώ έφυγα πίσω απ’ την πόρτα, ήτανε η Δώρα δίπλα μου στον διάδρομο, ε, και έφυγα πίσω… Ο Νίκος ήταν ανάμεσά μας και προσπαθούσε να τον συγκρατήσει γιατί δεν ήξερα αν με αυτή την ορμή θα μου ορμήσει και τον έβρισε και εκείνον…», περιγράφει η ηθοποιός.

Από την πλευρά του ο Νίκος Ψαρράς κατέθεσε: «…Κι έτσι όπως ήταν, της κάνει μια στο στέρνο μπαμ, φύγε ρε μουν… ή βρωμ…, κάτι τέτοιο τέλος πάντων, που θα μου πεις ότι είμαι και η κεφαλή…, αυτή έφυγε πίσω, χτύπησε το κεφάλι της στο μικρό διάδρομο, χώθηκα εγώ ανάμεσα, του λέω “τι γίνεται, ρε συ Γιώργο, τι πράγματα είναι αυτά;”, βγήκα, είδα τη Δώρα ακριβώς δίπλα στο διάδρομο. Μου λέει “άντε ρε μ… κι εσύ, γ… την Παναγία σας, δώστε τρίτο, ξεκινάμε”».

Ο Γιώργος Κιμούλης, από την πλευρά του, διαψεύδει και αυτό το περιστατικό σημειώνοντας πως ουδείς λόγος υπήρχε για να βρίσει τόσο χυδαία και να χτυπήσει μια γυναίκα, μια συνάδελφό του και μάλιστα με κλωτσιά στο στέρνο, ενώπιον μάλιστα τρίτων, ενώ επικαλούμενος τις διαστάσεις και τη χωροταξία του καμαρινιού του, λεπτομερή στοιχεία για τα οποία παραθέτει στην αγωγή του, υποστηρίζει πως «είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να την έχει κλωτσήσει». Εκτιμά επίσης πως αν όλα αυτά είχαν πραγματικά συμβεί, η Ζέτα Δούκα, «δεδομένου του δυναμικού χαρακτήρα της και της αναγνωρισιμότητάς της δεν θα παρέλειπε να γνωστοποιήσει το περιστατικό αυτό στον Εισαγγελέα, στην αστυνομία και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όπως έπραξε μόλις πρόσφατα». Διερωτάται μάλιστα πώς είναι δυνατόν να μην ενημέρωσε για ένα τόσο σοβαρό περιστατικό τον θεατρικό παραγωγό κ. Παυλάκη, ο οποίος βρισκόταν στο γραφείο του, ακριβώς δίπλα από το σημείο του συμβάντος.

Ο ίδιος ο κ. Παυλάκης πάντως στην κατάθεσή του σημειώνει: «Δεν έχω καμία γνώση για τα περιστατικά που διηγήθηκε η κ. Δούκα σχετικά με τον κ. Κιμούλη. Αυτό που μπορώ να πω είναι πως δεν θυμάμαι ποτέ να ήρθε να μου εκφράσει κάποιο παράπονο».

Εναν περίπου μήνα αργότερα, ωστόσο, η Ζέτα Δούκα θα προσφύγει στον θεατρικό παραγωγό, σε έξαλλη μάλιστα κατάσταση και αποφασισμένη να αποχωρήσει οριστικά από την παράσταση, εξαιτίας ενός νέου επεισοδίου: «Είχα αρρωστήσει πολύ, είχα υψηλό πυρετό, βήχα και πονόλαιμο και μετά βίας στεκόμουν στη σκηνή. Το Σάββατο λοιπόν κι έχοντας κάνει ήδη τρεις παραστάσεις τις προηγούμενες μέρες, είχα χειροτερέψει τόσο πολύ που κατάφερνα με πολλή προσπάθεια να μιλήσω. Ο βήχας ήταν ασταμάτητος και είχα πυρετό 41,3! Παρακάλεσα τον Νίκο Ψαρρά, σε μια σκηνή που έμπαινα και τον έβρισκα σε ένα εστιατόριο, να μου βάλει ένα ποτήρι νερό πάνω στο τραπέζι, ώστε να μπορώ να πιω αν με πιάσει αυτός ο ανυπόφορος βήχας. Σημειωτέον, το έργο ήταν σπονδυλωτό και αυτή ήταν η μοναδική σκηνή που δεν ήμουν από την αρχή μέσα, οπότε δεν μπορούσα να πάρω η ίδια το ποτήρι μου, όπως έκανα σε όλες τις άλλες.

Ο Νίκος φυσικά συμφώνησε, πήρε το ποτήρι μου, αλλά όταν βγήκα στη σκηνή δεν το βρήκα πάνω στο τραπέζι, με αποτέλεσμα να με πιάσει δύσπνοια από τον βήχα πασχίζοντας να πω τα λόγια μου! Ρωτώντας τον Νίκο αμέσως μετά τι απέγινε το ποτήρι, μου είπε ότι ένα δευτερόλεπτο πριν ανοίξει η αυλαία το απομάκρυνε ο φροντιστής κατ’ εντολή του Γ. Κιμούλη». Τι συνέβη όταν η ίδια πήγε να του ζητήσει τον λόγο; «Μου έκλεισε την πόρτα στα μούτρα και μου είπε: “άντε κοριτσάκι του πρώτου έτους της δραματικής σχολής, πήγαινε να παίξεις με τη Βάνα Μπάρμπα”», υποστηρίζει στην κατάθεσή της. Πυροσβεστικό ρόλο έπαιξε, σύμφωνα με την ηθοποιό, ο θεατρικός παραγωγός της παράστασης, ο οποίος την παρακάλεσε να μείνει, υποσχόμενος πως θα φροντίσει το ζήτημα ο ίδιος προσωπικά.

Διαφορετική εκδοχή

Σχετικά με το παραπάνω περιστατικό, ο Γιώργος Κιμούλης επικαλείται την κατάθεση, στο Πειθαρχικό του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, του φροντιστή του θεάτρου Μιχάλη Σάκουλη, ο οποίος ανάφερε: «Αυτή η διήγηση δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Η κα Δούκα ήταν όντως κρυωμένη εκείνες τις ημέρες και μου είχε ζητήσει να έχει συνεχώς πάνω στη σκηνή μια κούπα με τσάι, όχι με νερό, όπως δήλωσε. Εγώ, όπως ήταν φυσικό, ρώτησα τον κ. Κιμούλη, ο οποίος το επέτρεψε αμέσως. Στη μοναδική σκηνή που το έβγαλα και δεν το άφησα εκεί, κατόπιν εντελώς δικής μου πρωτοβουλίας και όχι κατ’ εντολήν του κ. Κιμούλη, ήταν αυτή που διαδραματιζόταν σ’ ένα εστιατόριο όπου γινόταν η συζήτηση για ανυπαρξία σερβιτόρων στον συγκεκριμένο σκηνικό χώρο. Εκρινα λοιπόν πως ήταν αδιανόητο να λέγεται πως δεν έχουν εμφανιστεί σερβιτόροι ακόμα κι εκείνη τη στιγμή να κρατάει στα χέρια της μια κούπα με τσάι».

Ο έμπειρος ηθοποιός και σκηνοθέτης μάλιστα αποδίδει τέτοιου είδους «παρεξηγήσεις» στις υψηλές καλλιτεχνικές απαιτήσεις του, που «μπορεί να προκαλέσουν δυσφορία σε κάποιους συναδέλφους, η οποία μπορεί να οφείλεται σε διαφορετική αντίληψη για την Τέχνη ή σε διαφορετική ιδιοσυγκρασία ή ακόμη και στην απειρία των νεότερων συναδέλφων, οι οποίοι εκ των πραγμάτων, λόγω της χρονικά περιορισμένης δραστηριότητάς τους στον κλάδο και στη σκηνή, νιώθουν πολλές φορές ανεπαρκείς ή ευάλωτοι σε σχέση με τους εμπειρότερους». Δηλώνει, όμως, ότι «η ένταση και η επιμονή με την οποία ζητά από τους συνεργάτες του κάθε φορά να εφαρμόσουν τους κανόνες που θέτει, ως σκηνοθέτης, σε καμία περίπτωση δεν στοχεύουν στην προσωπική τους απαξίωση ως ηθοποιών και προσωπικοτήτων, ούτε βέβαια στην απαξίωση των υποκριτικών τους ικανοτήτων».

Η σχέση του με τις γυναίκες

Στις καταθέσεις τους, τόσο η Ζέτα Δούκα όσο και η Δώρα Χρυσικού κάνουν ιδιαίτερη αναφορά στις «προβληματικές» σχέσεις του Γιώργου Κιμούλη, ειδικά με τις γυναίκες: «Και από τις καταθέσεις των κοριτσιών για τον συγκεκριμένο άνθρωπο, βλέπεις ότι υπάρχει ένα μοτίβο συμπεριφοράς που επαναλαμβάνεται και είναι η απαξίωση, η προσβολή, ο ψυχολογικός στραγγαλισμός των γυναικών συναδέλφων, το οποίο έχει να κάνει απόλυτα με το ότι είναι ένας βαθιά μισογύνης άνθρωπος. Και νομίζω, σιχαίνεται τις γυναίκες…

Κάποια στιγμή, επειδή τον έβλεπα να μιλάει πάρα πολύ άσχημα για τις γυναίκες, τον ρώτησα “… υπάρχει κάποια γυναίκα που εκτιμάς στη ζωή σου;” και μου είπε: “Οχι, καμία”», περιγράφει η Δώρα Χρυσικού, ενώ η Ζέτα Δούκα συμπληρώνει: «Μου είπε ότι πήρε πάρα πολλές πρωταγωνίστριες κοντά στην ηλικία τη δική του και καμία τελικά δεν ήθελε να συνεργαστεί μαζί του. Ολα αυτά τα χρόνια έχετε δει ποτέ κανείς να παίζει 2η φορά μαζί του; Ιδιαίτερα γυναίκα; Καμία, δεν υπάρχει καμία. Γιατί το θέμα του είναι κυρίως προς τις γυναίκες, είναι βαθιά σεξιστικό, αυτός ο άνθρωπος είναι σεξιστής. Μισογύνης. Τα βάζει κυρίως με τις γυναίκες. Τις γυναίκες τις μισεί βαθιά».

Σε απάντηση των παραπάνω, ο Γιώργος Κιμούλης παραθέτει έναν κατάλογο με ονόματα 30 γυναικών ηθοποιών με τις οποίες έχει συνεργαστεί παραπάνω από μία φορά, μεταξύ των οποίων οι Νόνικα Γαληνέα, Μίρκα Παπακωνσταντίνου, Φιλαρέτη Κομνηνού, Πέγκυ Τρικαλιώτη, Σμαράγδα Καρύδη, Πέγκυ Σταθακοπούλου, Πέμη Ζούνη κ.ά. και δηλώνει: «Ουδέποτε υπήρξα μισογύνης και σεξιστής».

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: