Το τραγούδι «Κι ύστερα θα κάθεσαι» του Βασίλη Τσιτσάνη και του Γιάννη Κυριαζή γράφτηκε το 1948 με αφορμή την επιθεώρηση Άνθρωποι Άνθρωποι.
Το τραγούδησε η Σωτηρία Μπέλλου τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς.
Σε ένα από τα νούμερα της παράστασης, πρωταγωνιστής ήταν ο Μίμης Φωτόπουλος με εκείνο το φοβερό: «Κι ύστερα θα κάαααθεσαι!». Ο Φωτόπουλος έψαχνε έναν υπηρέτη να του κάνει τις δουλειές του σπιτιού. Πήγαινε λοιπόν να πιάσει δουλειά και εκείνος τον υποδεχόταν με μια ρομπ ντε σαμπρ, καθισμένος αναπαυτικά στην πολυθρόνα και του εξηγούσε τις καθημερινές του υποχρεώσεις:
Στις έξι το πρωί θα βγάζεις τον σκύλο έξω. Στο γυρισμό θα παίρνεις την εφημερίδα, μετά θα σφουγγαρίζεις, κατόπιν θα φτιάχνεις τον καφέ μου και μετά θα κάαααθεσαι! Στις οχτώ και πέντε θα πηγαίνεις το πρωινό στην κυρία, θα ανοίγεις τα παράθυρα, θα ποτίζεις τα λουλούδια, θα πηγαίνεις στην αγορά για ψώνια. Και μετά θα κάαααθεσαι! Στις εννιά και δέκα, πάντα το πρωί, θα κάνεις ετούτο, εκείνο, το άλλο και μετά θα κάαααθεσαι!…
Το νούμερο αυτό είχε τεράστια επιτυχία και έμεινε ιστορικό, ενώ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καθιέρωση του Μιμή Φωτόπουλου ως μείζονα κωμικού ηθοποιού. Τη φράση «κι ύστερα θα κάαααθεσαι» την έχουμε ακούσει από το, Μίμη Φωτόπουλο και σε αρκετές κινηματογραφικές ταινίες. Το ίδιο καλοκαίρι του 1948 κι ενώ η επιθεώρηση παιζόταν ακόμη, ο Τσιτσάνης κυκλοφόρησε με αφορμή την επιτυχία του Φωτόπουλου, το ομώνυμο τραγούδι. Στους στίχους του τραγουδιού οι δουλειές μένουν σχεδόν ίδιες, μόνο τα πρόσωπα αλλάζουν. Η μελλοντική σύζυγος εξυμνεί στον μέλλοντα σύζυγό της, τις καθημερινές του υποχρεώσεις, τις οποίες πρέπει αδιαμαρτύρητα να δεχτεί, προκειμένου να προχωρήσουν στην εις γάμον κοινωνία….