Στις εμπόλεμες ζώνες οι στρατιώτες αναπτύσσουν μια ιδιαίτερη σχέση με τη σημαία της πατρίδας τους, της δίδουν διάσταση πέρα και πάνω από το δικό τους διαμέτρημα, σε πλείστες περιπτώσεις δεν διστάζουν να πεθάνουν κρατώντας την στην αγκαλιά τους, προκειμένου να μην πέσει σε χέρια που δεν θα την σεβαστούν…
Στις εγκαταστάσεις της νέας Κοβενταρείου Βιβλιοθήκης Κοζάνης, στον χώρο του υπογείου όπου ξεναγήθηκε το ΑΠΕ-ΜΠΕ και φυλάσσονται οι θησαυροί, τα κειμήλια, τα παλαίτυπα, οι χάρτες και οι γκραβούρες που χρονολογούνται από το 14ο αιώνα, ξεχωριστή θέση έχει μια ελληνική σημαία που κατά τη διάρκεια της εισβολής των Ναζί στην Κοζάνη βρισκόταν στο Βαλταδώρειο Γυμνάσιο της πόλης αλλά στη συνέχεια εξαφανίσθηκε χωρίς να ξέρει κανείς κάτι.
Χρειάστηκε να περάσουν 19 χρόνια για να μαθευτεί τι απέγινε το εθνικό μας σύμβολο από τον άνθρωπο που το χάραμα της 13ης Απριλίου 1941 την έβαλε στο σάκο του προκειμένου να μην πέσει στα χέρια των Γερμανών. Η σημαία περιπλανήθηκε μαζί με τον κάτοχό της σε όλα τα μέτωπα του πολέμου, από την ελληνική ύπαιθρο, στο Κρητικό και Λιβυκό Πέλαγος έως και τον Ειρηνικό Ωκεανό.
Πρόκειται για τον στρατιώτη Reginal Tresise της 6ης Μεραρχίας του Αυστραλιανού εκστρατευτικού σώματος, όπου τον Απρίλιο του 1941 έλαβε μέρος στη μάχη του Κλειδιού στο Αμύνταιο Φλώρινας και κατά τη διάρκεια της οπισθοχώρησης έμεινε για λίγες ώρες ξεκούρασης στο βομβαρδισμένο σχολείο της Κοζάνης.
Ο νεαρός στρατιώτης είχε τη σημαία πάντα μαζί του, δεν την αποχωρίστηκε ποτέ, ακόμη και στις πιο αιματηρές μάχες που χρειάστηκε να δώσει έως το τέλος του πολέμου. Ποιος ξέρει, στο βάθος ίσως να ήλπιζε στην εύνοια των Ολύμπιων θεών για τους πολεμιστές που προστατεύουν τα ιερά σύμβολα των φίλων και συμμάχων τους στο πεδίο της μάχης.
Η αν. προϊσταμένη των Αρχείων, Μουσείων και Πινακοθηκών της Κοβενταρείου Βιβλιοθήκης Κοζάνης Ελένη Μαργαρίτη, ανοίγει τον φάκελο του τεκμηρίου και με προσεκτικό τρόπο αφήνει στο τραπέζι την πάνινη συσκευασία στην οποία έως και σήμερα φυλάσσεται η σημαία που έφθασε στην Κοζάνη από τη Μελβούρνη Αυστραλίας με παραλήπτη τον τότε δήμαρχο Κοζάνης Βασίλειο Ματιάκη.
Επίσης, τη χειρόγραφη λιτή επιστολή του προς τον δήμαρχο, ένα στρατιωτικό καπέλο που προέρχεται από τα προσωπικά του αντικείμενα.
«Επιθυμώ να επιστρέψω αυτήν την περήφανη σημαία στο παλιό της σχολείο διότι οι εικοσάρηδες άνδρες και γυναίκες που ήταν τότε παιδιά κατά τις δύσκολες εκείνες ημέρες, πρέπει να γνωρίσουν αυτήν τη σημαία» σημειώνει τον Ιούνιο του 1959 στην επιστολή του.
Ποια είναι όμως η ιστορία αυτής της σημαίας που ο χαμηλόβαθμος βαθμοφόρος του αυστραλιανού στρατού θέλει να γνωρίσουν οι μαθητές του σχολείου;
Οι Γερμανοί μόλις έχουν κάμψει την ελληνική αντίσταση στα οχυρά του Ρούπελ και στις 10 Απριλίου 1941 έχουν καταλάβει τη Θεσσαλονίκη. Οι σύμμαχοι στην προσπάθεια τους να καθυστερήσουν τους εισβολείς, παράταξαν έναν μεικτό σχηματισμό Αυστραλών, Βρετανών, Νεοζηλανδών και Ελλήνων στρατιωτών, γνωστό με την ονομασία «Δύναμη Μακέι» στο στενό πέρασμα του Κλειδιού στο Αμύνταιο Φλώρινας το οποίο είχε θεωρηθεί ως στρατηγικής σημασίας.
Ως πρώτη γραμμή άμυνας παρατάχθηκε δύναμη Αυστραλών στρατιωτών της 6ης Μεραρχίας μαζί με Έλληνες στρατιώτες, Άγγλους και Νεοζηλανδούς. Εναντίον των υπερασπιστών των στενών παρατάχθηκε το 40ο Τεθωρακισμένο σώμα στρατού των ναζί και το δύσκολο κομμάτι της διάρρηξης του βασικού μετώπου των στενών όπου υπεράσπιζαν Αυστραλοί, ανέλαβε η εμπειροπόλεμη 1η Μεραρχία »SS Αδόλφος Χίτλερ» που μεταφέρθηκε εσπευσμένα στη Φλώρινα, από το μέτωπο της Δουνκέρκης και η οποία έως τη λήξη του πολέμου ευθύνεται για πλείστες θηριωδίες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο ανατολικό μέτωπο της Ρωσίας.
Ο Ρeginal Tresise με την Μεραρχία του φτάνουν στις 5 Απριλίου στον Πειραιά από το συμμαχικό Μέτωπο της Αιγύπτου και οδικώς μεταφέρεται στο μέτωπο της Φλώρινας.
Oι επιθέσεις των Ναζί ξεκίνησαν από το μεσημέρι της 11ης Απριλίου αλλά η κύρια γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 12 Απριλίου όπου και με τη βοήθεια της ελαφριάς χιονόπτωσης οι επιτιθέμενοι κατάφεραν να αποκτήσουν πλεονέκτημα. Αργά το απόγευμα η συμμαχική διοίκηση αντιλαμβανόμενη ότι δεν μπορεί να ανακόψει την δύναμη των Ναζί, δίνει το σήμα της υποχώρησης. Οι Αυστραλοί που έχουν δεχθεί τον κύριο όγκο της Γερμανικής επίθεσης θα αφήσουν και τους περισσοτέρους νεκρούς στο πεδίο της μάχης.
Ο νεαρός Ρeginal Tresise με ορισμένους συναδέλφους του κατά την οπισθοχώρηση κατασκηνώνουν για λίγες ώρες στο Βαλταδώρειο Γυμνάσιο. Όπως αναφέρει, το σχολείο είναι διώροφο και έχει βομβαρδιστεί από τους Ναζί «το άγαλμα προ της εισόδου του σχολείου έχει ανατιναχθεί. Στο ισόγειο του σχολείου ανάμεσα στην σκόνη, στις πέτρες του μικρού δωματίου βρίσκεται και μια σημαία από μετάξι με κρόσσια και κορδόνι».
Ο στρατιώτης εντυπωσιάζεται από την εικόνα που αντικρίζει, το σχήμα και το χρώμα της σημαίας. Προκειμένου να μην πέσει στα χέρια των ναζί που προελαύνουν προς την πόλη, αποφασίζει να την πάρει μαζί του. «Φαινόταν τόσο περήφανη, προκλητική και αλύγιστη στην σκόνη και την ακαταστασία του πολέμου. Την έβγαλα από το κοντάρι, την τοποθέτησα στο σάκο μου. Με την ιδέα να μην παραδοθεί ένα τέτοιο έμβλημα στους Γερμανούς όπου θα την έστελναν στην πατρίδα τους ως αναμνηστικό».
Οπισθοχωρώντας ανατινάζουν τη γέφυρα του Αλιάκμονα στα Σέρβια σε μια προσπάθεια να καθυστερήσουν την προέλαση των Γερμανών στον Νότο. Στις 28 Απριλίου μαζί με τους υπόλοιπους άντρες της Μεραρχίας του από την περιοχή της Μονεμβασιάς επιβιβάζεται σε βρετανικό αντιτορπιλικό με προορισμό την Κρήτη. Έκτοτε έως το τέλος του πολέμου η ελληνική σημαία του Βαλταδώρειου Γυμνασίου θα βρίσκεται στον σάκο του και δεν θα την αποχωριστεί ποτέ.