Aυτές τις μέρες η Μελβούρνη ζει και αναπνέει στους ρυθμούς του Στέφανου Τσιτσιπά, αλλά αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Μερικές δεκαετίες πριν ήταν ο Οδυσσέας Κόκκινος που με τα κατορθώματά του -μέσα και έξω από τα γήπεδα- έκανε ολόκληρη την πόλη να… αναστενάζει (κυριολεκτικά, για τον γυναικείο πληθυσμό) με τις επιδόσεις του. Οι ικανότητές του ήταν τέτοιες που καθόλου άδικα χαρακτηρίστηκε ο «Έλληνας» (ή Αυστραλός, αν προτιμάτε) Τζορτζ Μπεστ.
Το 1965 οι πλειοψηφία των οικογενειών των Ελλήνων που ζουν στην Κωνσταντινούπολη αναγκάζονται να την εγκαταλείψουν φοβούμενοι για τις ζωές τους, λόγω της αυξανόμενης έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και της κλιμάκωσης που δημιουργεί η απέναντι πλευρά. Ο Γιάννης Κόκκινος και η σύζυγός του Βασιλική φεύγουν από την πόλη που αποκαλούσαν πατρίδα κι ερχόμενοι στην Ελλάδα φέρνουν μαζί τους και τον γιο τους, Οδυσσέα.
Για τον 16χρονο τότε πιτσιρικά, ο βίαιος ξεριζωμός δεν τον απομακρύνει μόνο από τον τόπο του, αλλά και από το όνειρό του να κάνει καριέρα ποδοσφαιριστή. Λίγο καιρό πριν τη Νύχτα Τρόμου του μαύρου Σεπτέμβρη του Ελληνισμού, το σπίτι τους το είχε επισκεφθεί ο θρυλικός Λεφτέρ, κατά κόσμο Λευτέρης Αντωνιάδης, που είχε γράψει την δική του μοναδική ιστορία στο ποδόσφαιρο. Προσπαθεί να πείσει τους γονείς του Οδυσσέα ότι το μέλλον του παιδιού τους ήταν στο ποδόσφαιρο και ότι θα μπορούσε να κάνει καριέρα στην Τουρκία. Είχε απόλυτο δίκιο για το πρώτο μέρος, όχι όμως και για το δεύτερο.
Το μέλλον του Οδυσσέα θα μπορούσε να ήταν διαφορετικό εάν παρέμενε στην Ελλάδα και αγωνιζόταν για λογαριασμό της Προοδευτικής, στην οποία υπέγραψε δελτίο ως νέος. Όμως οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι πρόσφυγες από την Πόλη στη νέα τους πατρίδα και το τεταμένο πολιτικό κλίμα της εποχής, οδηγούν τον Κόκκινο σε νέο, ακόμη μεγαλύτερο ταξίδι. Όπως θα αποδειχθεί αργότερα, Ιθάκη για τον σύγχρονο Οδυσσέα θα είναι ένα πολύ μεγαλύτερο νησί. Η Αυστραλία.
Χωρίς να διαθέτει καν ταξιδιωτικά έγγραφα ή χρήματα στην τσέπη του, μπήκε στο πλοίο «Πατρίς» και μερικές μέρες αργότερα βρέθηκε στην Ωκεανία. Εκεί, τον αγκάλιασε η οικογένεια ενός Έλληνα ιερέα και λίγο μετά έπαιρνε μέρος στην προπόνηση που έκανε η Ελλάς Μελβούρνης, η ομάδα των ομογενών που έπαιζε πολύ σημαίνοντα ρόλο στα ποδοσφαιρικά δρώμενα της χώρας.
Χρειάστηκε περίπου μισή ώρα για να δημιουργήσει ο Οδυσσέας τους πρώτους… οπαδούς, που δεν ήταν άλλοι από τους μελλοντικούς συμπαίκτες του, οι οποίοι έκαναν έναν κύκλο γύρω του προκειμένου να… χαζέψουν τα κόλπα του. Ωστόσο δεν τους κέρδισε όλους με τον χαρακτήρα και τις προτιμήσεις του.
Ένας από αυτούς που δεν εντυπωσιάστηκαν ήταν ο Κώστας Νεστορίδης, που εκείνη την εποχή ήταν προπονητής-παίκτης στην ομάδα. Ο παλιός ποδοσφαιριστής της ΑΕΚ ζήτησε από τον νεαρό να κουρευτεί… Εκείνος την επόμενη μέρα επέστρεψε στο γήπεδο με την… αφάνα του ίδια κι απαράλλαχτη. Βρέθηκε στην κερκίδα, την ώρα που η ομάδα του αντιμετώπιζε την Melbourne Hungaria.
Στο ημίχρονο η Ελλάς δεν έχει βρει δίχτυα και από τα μεγάφωνα ο Οδυσσέας ακούει να τον καλούν στα αποδυτήρια. Εκεί τον περιμένει ένας κουρέας! 15 λεπτά μετά ο Κόκκινος μπαίνει ως αλλαγή στο τερέν, έχοντας απολέσει την κόμη του. Όχι όμως και την ικανότητά του να σκοράρει. Ο νεαρός επιθετικός βάζει δύο γκολ, τα πρώτα από πολλά, και με το σφύριγμα της λήξης η πόλη, η ομογένεια και αργότερα ολόκληρη η Αυστραλία, έχει βρει τον νέο της ήρωα.
Πλέον το πρόγραμμα του Κόκκινου τα σαββατοκύριακα ήταν λίγο-πολύ δεδομένο. Ντίσκο και κλαμπ τα σαββατόβραδα και γκολ τα μεσημέρια της Κυριακής, με το κοινό του να φτάνει στο γήπεδο μετά την εκκλησία. Συχνά, μεταξύ των θεατών ήταν και κάποιο από τα κορίτσια με τα οποίο… προπονούνταν ο θρυλικός «Κόκκι». Τα νέα για τον ομογενή παιχταρά επιθετικό δεν άργησαν να φτάσουν και στην Ελλάδα.
Ο Παναθηναϊκός ήταν η ομάδα που τον έφερε πίσω, αποφασίζοντας να επενδύσει πάνω του. Ο Λάκης Πετρόπουλος, τότε προπονητής της ομάδας, τον παίρνει μαζί του στην προετοιμασία στην Αμερική. Εκεί όπου επίσης υπάρχει τεράστια ελληνική κοινότητα. Εκεί, όπου επίσης υπήρχαν πολλές όμορφες γυναίκες, τις οποίες ο Κόκκινος δεν θέλησε να αφήσει ανικανοποίητες. Το κακό για εκείνον ήταν ότι σε μία από τις βραδινές «εξορμήσεις» του (σύμφωνα με διηγήσεις, μαζί με τον Βασίλη Κωνσταντίνου) έγινε αντιληπτός από τον τεχνικό του τριφυλλιού, που ορθά-κοφτά τους έστειλε πίσω στην Αθήνα.
Ο Κωνσταντίνου έσκυψε το κεφάλι και προσπάθησε να περιορίσει τον… large χαρακτήρα του, μένοντας στην ομάδα, όμως δεν συνέβη το ίδιο και με τον συμπαίκτη του. Με τις φήμες να κάνουν λόγο για κακές σχέσεις με τον Μίμη Δομάζο και τον Πούσκας, που ήταν πλέον προπονητής, να του ζητά να παίξει αριστερό μπακ, ο Κόκκινος αποφασίζει ότι η Αθήνα την περίοδο της Χούντας και τα πράσινα δεν του ταιριάζει. Κι επιστρέφει σε αυτήν που εκείνος ξέρει ως πατρίδα. Την Μελβούρνη. Το δικό του βασίλειο.
Εκτός από αγαπημένος των γυναικών, ο Κόκκινος έγινε και λατρεμένος των media που στο πρόσωπό του είδαν τον άνθρωπο που τους ανέβαζε την τηλεθέαση. Κι εκείνος δεχόταν να παίξει το παιχνίδι τους απολαμβάνοντάς το μέχρι τέλους. Οι εκπομπές και τα ρεπορτάζ γέμισαν από τα κατορθώματά του κι αυτός δεν σταμάτησε ποτέ να δίνει αφορμές για να γράφονται στήλες ολόκληρες τόσο στο αθλητικό όσο και στο σκανδαλοθηρικό ρεπορτάζ.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν και το life style του δεν άλλαζε, ο Κόκκινος (που πέρασε για λίγο από Πανσερραϊκό και Πανηλειακό), μοιραία οι επιδόσεις του έπεσαν. Το ταλέντο του θυσιάστηκε στον βωμό της καλοπέρασης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βρει συμβόλαιο. Κι αφού για να βγάλει χρήματα, έμπλεξε με μια παράξενη υπόθεση εκβιασμού που τον έστειλε για 6 μήνες στη φυλακή, ο Οδυσσέας είχε πλέον άλλον έναν «δαίμονα» για να παλέψει. Την χρήση ναρκωτικών. Η κοκαΐνη ήταν το υποκατάστατο που βρήκε όταν το πλήθος σταμάτησε να τον αποθεώνει, αλλά και ο λόγος για τον οποίο ο κάποτε χαρισματικός επιθετικός «έξυσε» τον πάτο του δικού του βαρελιού.
Παντρεμένος, χωρισμένος και με άλλες δύο καταδίκες για ναρκωτικά, ο Κόκκινος βυθίστηκε στην κατάθλιψη. Μια κατάσταση που θα μπορούσε να του τερματίσει ακόμη και την ζωή, εάν δεν συνέβαινε το αναπάντεχο. Τον επισκέφθηκε ο ίδιος ο πατέρας του μέσα στη φυλακή, με τους δύο άντρες να ξεσπούν σε κλάματα και τον ηλικιωμένο κύριο Γιάννη να κάνει στον γιο του το σπουδαιότερο δώρο. Αυτό της συγχώρεσης… Παρά τις έξεις και τους εθισμούς του, ο Οδυσσέας παλεύει. Δεν θέλει να «ντροπιάσει» ξανά την οικογένειά του και δίνει τον δικό του αγώνα, που κρατά μέχρι σήμερα, για να μείνει καθαρός και να μην δίνει άλλες αφορμές ώστε να αμαυρώνεται η εικόνα του. Άλλωστε, άλλο πράγμα είναι να σε χαρακτηρίζουν «νέο Μπεστ», με ό,τι αυτό συνεπάγεται, και άλλο το να μπαινοβγαίνεις στην φυλακή.
«Ο Θεός μου έδωσε ένα πιάτο που είχε μέσα τα πάντα. Τα πήρα όλα. Και τα καλά και τα κακά. Έκανα τα πάντα εξεζητημένα. Φαγητό, ποτό, σεξ. Έτσι ήμουν εγώ. Τι θα έκανα αν είχε μια δεύτερη ευκαιρία; Να σου πω την αλήθεια, ένα οι συνθήκες ήταν ίδιες, μάλλον τα ίδια πράγματα. Δεν μετανιώνω. Έκανα τα ‘’εγκλήματά’’ μου και πλήρωσα γι’ αυτά», δήλωσε κάποτε σε συνέντευξή του, δείχνοντας πως έζησε όπως ακριβώς ήθελε κι αυτό είναι το μεγαλύτερο παράσημο μιας καριέρας που δεν έφτασε στα επίπεδα που μπορούσε, αλλά διανθισμένη από κραιπάλες, υπερβολές και καλοπέραση, τον έκανε θρύλο.