Τα κονδυλώματα προκαλούνται χάρη στην ύπαρξη του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV) στον οργανισμό και μολύνουν κατ’ εξοχήν τα γεννητικά όργανα της γυναίκας. Πρόκειται για το συχνότερα εμφανιζόμενο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα.
Στις γυναίκες η διάγνωση γίνεται με δερματολογική εξέταση εφόσον οι βλάβες βρίσκονται σε εμφανή σημεία και συνεπώς είναι ορατές με γυμνό οφθαλμό. Αν όμως είναι εσωτερικά στον κόλπο απαιτείται απαραιτήτως κολποσκόπηση.
Τα κονδυλώματα μοιάζουν με ελιά (σπίλο) ή με μορφή κουνουπιδιού σε μικρογραφία και μεταδίδονται εξαιρετικά εύκολα από την άμεση επαφή του δέρματος κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης. Εμφανίζονται στα έσω ή έξω χείλη του αιδοίου, στην κλειτορίδα και στην περιοχή του κόλπου.
Τα κονδυλώματα στο αιδοίο προκαλούν αλλοιώσεις, είτε καλοήθεις είτε κακοήθεις, στο δέρμα και στους βλεννογόνους της περιοχής του γεννητικού συστήματος όπου εμφανίζονται. Μπορεί να είναι οξυτενή (στους βλεννογόνους), βλατιδώδη (κυρίως στο κερατινοποιημένο επιθήλιο) ή κηλιδώδη (βλεννογόνους).
Όταν υπάρχει οποιαδήποτε αλλοίωση που είναι ορατή με γυμνό μάτι, τότε η λοίμωξη HPV χαρακτηρίζεται ως κλινική.
Εφόσον γίνει η διάγνωση, τότε καλό είναι να εξεταστεί δερματολογικά και ο ερωτικός σύντροφος.
Σε κάθε περίπτωση συνίσταται να πραγματοποιείται κολποσκόπηση όπως και τεστ ΠΑΠ για την ασφαλέστερη πρόληψη και διάγνωση του ιού HPV.
Ανάλογα με την έκταση και το μέγεθος των κονδυλωμάτων, αποφασίζεται η θεραπεία από τον ιατρό.