Περισσότερες από δέκα ερευνητικές ομάδες ανά τον κόσμο έχουν αρχίσει να αναλύουν τα λύματα, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο αποτελεί έναν εναλλακτικό τρόπο για να εκτιμήσουν έμμεσα τον πραγματικό αριθμό των κρουσμάτων σε μία κοινότητα, κάτι που έως τώρα αποτελεί άγνωστο μέγεθος λόγω της έλλειψης επαρκών τεστ στον πληθυσμό.
Με άλλα λόγια ορισμένοι επιστήμονες θεωρούν ότι τα λύματα μπορούν να δώσουν μία εκτίμηση για το αόρατο παγόβουνο που κρύβεται κάτω από την επιφάνεια των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων.
Αυτή η μέθοδος μπορεί, επίσης, να χρησιμοποιηθεί μελλοντικά, μετά το τέλος του πρώτου επιδημικού κύματος σε μία χώρα, για να εξαχθούν συμπεράσματα κατά πόσο ο κορωνοϊός σταδιακά κάνει την επανεμφάνισή του μετά τη χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων.
Όταν αρθούν τα περιοριστικά μέτρα, οι επιστήμονες πιστεύουν ότι είναι πιθανή μία νέα επιδημική έξαρση, γι’ αυτό θεωρούν την ανάλυση των λυμάτων ένα χρήσιμο μη επεμβατικό εργαλείο έγκαιρης προειδοποίησης, το οποίο θα χτυπάει καμπανάκι σε μία περιοχή ότι ο κορωνοϊός «σηκώνει κεφάλι» ξανά, σύμφωνα με την Άννα-Μαρία ντε Ρόντα Χουσμάν του Εθνικού Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας της Ολλανδίας.
Η ερευνητική ομάδα της Χουσμάν ανίχνευσε τον νέο κορωνοϊό στα λύματα του αεροδρομίου Σκίπχολ του Άμστερνταμ μόλις τέσσερις μέρες μετά το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα στην Ολλανδία. Οι ερευνητές σχεδιάζουν να επεκτείνουν την ανάλυση δειγμάτων από λύματα στις πρωτεύουσες όλων των περιφερειών της χώρας, καθώς και σε κάθε περιοχή όπου έως τώρα δεν έχει καταγραφεί κάποιο κρούσμα Covid-19.
Μέχρι σήμερα, οι επιστήμονες που ψάχνουν στα λύματα, τα οποία από τους υπονόμους έχουν καταλήξει σε εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού, έχουν βρει τα γενετικά ίχνη (RNA) του νέου ιού SARS-CoV-2 στην Ολλανδία, στη Σουηδία και στις ΗΠΑ, σύμφωνα με το «Nature».
Ο ιός, όπως και άλλοι μικροοργανισμοί, εκκρίνεται με τα ούρα και τα κόπρανα, συνεπώς καταλήγει στα λύματα. Μία εγκατάσταση βιολογικού καθαρισμού δέχεται ακατέργαστα λύματα από εκατοντάδες, χιλιάδες ή και εκατομμύρια ανθρώπους.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής μικροβιολόγο του ολλανδικού ινστιτούτου έρευνας των υδάτων KWR, Γκερτγιάν Μεντέμα, η ανάλυση των λυμάτων μπορεί να δώσει μία εικόνα για την εξάπλωση του κορονοϊού καλύτερη ακόμη και από τα τεστ, καθώς στα λύματα «αντανακλώνται» επίσης όσοι άνθρωποι δεν έχουν κάνει τεστ, καθώς και οι ασυμπτωματικοί. Η ερευνητική ομάδα του Μεντέμα εντόπισε γενετικό υλικό του SARS-CoV-2 στην ολλανδική πόλη Άμερσφουρτ, πριν καν καταγραφεί το παραμικρό κρούσμα.
Όμως, για να έχει κάποια αξιοπιστία η εκτίμηση σχετικά με την εξάπλωση της Covid-19 στον ευρύτερο πληθυσμό με βάση τα δείγματα από τα λύματα, πρέπει πρώτα να γίνει μία καλή εκτίμηση πόσο ιικό γενετικό υλικό (RNA) εκκρίνεται με τα ούρα και τα κόπρανα του μέσου ανθρώπου -κάτι όχι εύκολο- ώστε στη συνέχεια να γίνει αναγωγή στον γενικό πληθυσμό.
Οι έως τώρα μελέτες δείχνουν ότι ο κορονοϊός μπορεί να εμφανιστεί στα κόπρανα μέσα σε τρεις ημέρες από την έναρξη της λοίμωξης, δηλαδή αρκετά νωρίτερα (έως και δύο εβδομάδες) από την εμφάνιση των πρώτων σοβαρών συμπτωμάτων και την επιβεβαίωση ενός κρούσματος με τεστ, σύμφωνα με την αναπληρώτρια καθηγήτρια Περιβαλλοντικής Ιολογίας της Ομοσπονδιακής Πολυτεχνικής Σχολής της Λωζάννης (EPFL), Ταμάρ Κον.
Όπως επισημαίνει, η έγκαιρη ανίχνευση του ιού στα λύματα μπορεί να προετοιμάσει έγκαιρα τις αρχές δημόσιας υγείας, ώστε να αποφασίσουν κατά πόσο θα επιβάλουν ξανά περιοριστικά μέτρα και να αποφύγουν μία μαζική επανεμφάνιση του ιού.