Μετά από λίγα λεπτά, ο κατάδικος κάλεσε τον φρουρό της φυλακής και ζήτησε να παραδώσει το γράμμα στη μητέρα του.
Το γράμμα έγραφε:
«Μαμά, αν υπήρχε περισσότερη δικαιοσύνη στον κόσμο, σήμερα και οι δυο μας θα ήμασταν καταδικασμένοι, όχι μόνον εγώ. Είσαι τόσο ένοχη, όσο εγώ. Είσαι ένοχη για τη ζωή που χάνω.
Θυμάσαι όταν έκλεψα και έφερα ένα ποδήλατο; Με βοήθησες να το κρύψω για να μην το μάθει ο μπαμπάς και με τιμωρήσει.
Θυμάσαι όταν έκλεψα χρήματα από το πορτοφόλι του γείτονα; Τα ξόδεψες μαζί μου στο εμπορικό κέντρο.
Θυμάσαι όταν μάλωσες με τον μπαμπά μου και έφυγε; Ήθελε απλά να με διορθώσει, γιατί αντέγραψα στην εξέταση, αντί να διαβάσω. Τελικά με ανακάλυψαν και με απέκλεισαν.
Αντιτάχθηκες στον πατέρα μου και στους δασκάλους μου, έμαθα τίποτα από αυτό και τελικά έγινα εγκληματίας.
Μαμά, ήμουν αθώο παιδί, μετά έγινα προβληματικός έφηβος, και τώρα είμαι ένας μισαλλόδοξος και επιθετικός άνθρωπος.
Μαμά, ήμουν παιδί που χρειαζόταν διόρθωση και όχι συγκατάθεση.
Αλλά ακόμα σε συγχωρώ!
Απλά σου ζητώ να διαβάσεις αυτό το γράμμα σε όσους περισσότερους γονείς γίνεται από όλο τον κόσμο, ώστε να γνωρίζουν ότι έχουν την ευθύνη να μεγαλώσουν ένα παιδί, κάνοντας το υπεύθυνο και δίκαιο άτομο, που μπορεί να ενεργήσει ορθά γνωρίζοντας τις επιπτώσεις του καλού και του κακού, στην δική του ζωή αλλά και στων υπολοίπων.
Σε ευχαριστώ μαμά που μου έδωσες ζωή και με βοήθησες να την χάσω.
Ο εγκληματίας γιος σου.
Τέλος, θέλω επίσης να σου υπενθυμίσω ότι:
Όποιος αρνείται να τιμωρήσει το παιδί του, δεν το αγαπά. Όποιος το αγαπά πραγματικά δεν διστάζει να το μαλώσει.
Η εκπαίδευση είναι το πιο ισχυρό όπλο που μπορείς να χρησιμοποιήσεις για να αλλάξεις τον κόσμο. Μορφώστε παιδιά, και δεν θα χρειαστεί να τιμωρήσετε τους ενήλικες.»
Δέν γνωρίζω άν όντως κάποιος θανατοποινίτης έγραψε αυτό τό γράμμα . Ίσως . Όμως τό βρίσκω απολλύτως σωστό ! Εκεί πού χρειάζεται νά επικεντρώσουμε , είναι στήν φράση : “Όποιος αρνείται να τιμωρήσει το παιδί του, δεν το αγαπά. Όποιος το αγαπά πραγματικά δεν διστάζει να το μαλώσει.” Αυτό τά λέει όλα ! – άσχετα άν δέν μπορούμε νά “δούμε” πλέον σχεδόν τίποτα…