Επί αιώνες οι άνθρωποι πίστευαν ότι η κατανάλωση γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων όταν έχουν κρυολόγημα, επιδεινώνει τα συμπτώματα επειδή αυξάνει την παραγωγή βλέννας στη μύτη και τον λαιμό.
Μέχρι σήμερα όμως, η άποψη αυτή δεν είχε τεκμηριωθεί επιστημονικά. Mάλιστα, νέα έρευνα, έδειξε για πρώτη φορά ότι η κατανάλωση γάλακτος πράγματι επιδεινώνει τα συμπτώματα, τουλάχιστον στους ασθενείς με υπερβολική έκκριση βλέννας.
Οι γιατροί ανέφεραν ότι τα ευρήματα προκαλούν έκπληξη, καθώς δεν περίμεναν ότι θα επιβεβαιωθεί η σχέση της κατανάλωσης γαλακτοκομικών και της παραγωγής βλέννας. Η βλέννα παράγεται από κύτταρα εντός της μύτης, των ιγμορείων και των πνευμόνων και αποτελείται από νερό, αλάτι και πρωτεΐνες, που παγιδεύουν μικρόβια και βρωμιά.
Τα αντιβακτηριδιακά ένζυμα στη βλέννα σκοτώνουν τα μικρόβια και μας προστατεύσουν από τη μόλυνση. Η βλέννα κινείται προς το πίσω μέρος του λαιμού μέσω της ρινικής οδού. Η υπερβολική βλέννα όμως, που προκαλείται συνήθως από λοιμώξεις ή αλλεργίες, οδηγεί σε βήχα, πονόλαιμο και βραχνάδα.
Για τις ανάγκες της νέας μελέτης, οι ερευνητές εξέτασαν 26 άνδρες και 82 γυναίκες στο νοσοκομείο Lister, στο Χερτφορτσάιρ της Αγγλίας, όπου είχαν απευθυνθεί για αυξημένες εκκρίσεις βλέννας. Οι συμμετέχοντες ακολούθησαν επί έξι μέρες διατροφή χωρίς γαλακτοκομικά, δηλαδή χωρίς γάλα, τυρί ή βούτυρο.
Από την τρίτη ημέρα και μέχρι το τέλος της δοκιμής, οι μισοί έπιναν 350ml πλήρες αγελαδινό γάλα την ημέρα, ενώ οι υπόλοιποι έπιναν 350ml γάλα σόγιας. Και τα δύο γάλατα ήταν αρωματισμένα, με αποτέλεσμα οι ασθενείς να μην γνωρίζουν ποιο γάλα έπιναν. Κάθε ασθενής κρατούσε ημερολόγιο συμπτωμάτων και κλήθηκε να αξιολογήσει τις εκκρίσεις βλέννας με μία κλίμακα από το 1 (καθόλου) έως το 100 (υπερβολικά μεγάλες ποσότητες).
Όλοι οι συμμετέχοντες διαπίστωσαν μείωση στα επίπεδα βλέννας τις πρώτες δύο μέρες αποχής από τα γαλακτοκομικά. Τις επόμενες τέσσερις ημέρες, όσοι έπιναν γάλα σόγιας είδαν τα συμπτώματα να συνεχίζουν να μειώνονται, ενώ όσοι έπιναν αγελαδινό γάλα είδαν σημαντική αύξηση των συμπτωμάτων.
Στην αρχή της μελέτης, οι ασθενείς βαθμολόγησαν τις εκκρίσεις βλέννας με 65/100. Μετά από δύο ημέρες χωρίς γαλακτοκομικά προϊόντα, η βαθμολογία έπεσε στο 55 και για τις δύο ομάδες. Μέχρι την έβδομη μέρα ωστόσο, η βαθμολογία όσων έπιναν αγελαδινό γάλα αυξήθηκε στο 63, ενώ όσοι έπιναν γάλα σόγιας έμειναν στην ίδια βαθμολογία.
«Αυτό ήταν ένα πολύ σημαντικό αποτέλεσμα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα», λέει ο κ. Frosh. «Είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι όποιος αισθάνεται ότι το γάλα αυξάνει την παραγωγή βλέννας, θα πρέπει να εξετάσει τη μείωση της πρόσληψης γαλακτοκομικών προϊόντων ή να δοκιμάσει μια διατροφή χωρίς γαλακτοκομικά για να δει εάν βελτιώνονται τα συμπτώματά του» δήλωσε ο ωτορινολαρυγγολόγος Adam Frosh.
Μια θεωρία για την εμφανή επίδραση του γάλακτος στην παραγωγή βλέννας είναι ότι περιέχει β-καζεΐνη Α1, μια πρωτεΐνη που ενεργοποιεί τα γονίδια που ευθύνονται για την παραγωγή βλέννας. Αυτό όμως θα μπορούσε να συμβεί μόνο αν οι πρωτεΐνες διέφευγαν μέσω του εντέρου στο αίμα, ενεργοποιώντας τα επίμαχα γονίδια, κάτι που είναι απίθανο να συμβεί, εκτός αν υπάρχει βλάβη ή φλεγμονή στο έντερο, όπως στην περίπτωση των πασχόντων από κυστική ίνωση.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό έντυπο Laryngoscope.