Πριν από λίγες ημέρες ξέσπασε πυρκαγιά στο Τσέρνομπιλ, κάτι που δημιούργησε φόβους για αύξηση της ραδιενέργειας στην Ελλάδα. Σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε σήμερα η Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας, δεν έχουν επηρεαστεί τα επίπεδα ραδιενέργειας στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με την ενημέρωση, από τις 4 έως 7 Απριλίου μια σειρά ραδιολογικών μετρήσεων σε διάφορα σημεία της χώρας, περιλαμβανομένης της πόλης του Κιέβου, δείχνουν επίπεδα ακτινοβολίας στην ατμόσφαιρα εντός φυσιολογικών ορίων. Και στο παρελθόν, σε ανάλογες περιπτώσεις πυρκαγιών στην περιοχή, δεν παρατηρήθηκε μεταφορά ραδιενέργειας σε μακρινές αποστάσεις μέσω των αέριων μαζών.
Παρά το ειδικό καθεστώς λειτουργίας λόγω της κατάστασης της πανδημίας, η ΕΕΑΕ διαβεβαίωσε ότι έχει διασφαλιστεί η λειτουργικότητα των υποδομών και η διαθεσιμότητα του προσωπικού για τη διαρκή αξιολόγηση και παρακολούθηση των επιπέδων ραδιενέργειας στη χώρα μας.
Τα επίπεδα ραδιενέργειας στη χώρα μας ελέγχονται σε συνεχή και συστηματική βάση μέσω του εθνικού τηλεμετρικού δικτύου, το οποίο λειτουργεί από το 2000. Αντίστοιχες μετρήσεις διενεργούνται στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παρακολουθούνται συνεχώς από την ΕΕΑΕ μέσω του Ευρωπαϊκού δικτύου EURDEP.
Σημειώνεται ότι οι φλόγες κατάκαψαν περισσότερα από 1.000 στρέμματα της δασικής έκτασης που βρίσκεται γύρω από τον κατεστραμμένο πυρηνικό σταθμό, περίπου εκατό χιλιόμετρα βόρεια της πρωτεύουσας, του Κιέβου.
Οι αρχές δήλωσαν ότι οι γύρω κοινότητες δεν κινδύνευαν.
Δύο αεροπλάνα, ένα ελικόπτερο και εκατό πυροσβέστες κινητοποιήθηκαν για την κατάσβεση της φωτιάς.
Ο αντιδραστήρας Νο 4 του πυρηνικού σταθμού του Τσερνόμπιλ εξερράγη στις 26 Απριλίου 1986 μολύνοντας, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, έως και τα τρία τέταρτα της Ευρώπης. Μετά την καταστροφή αυτή, οι αρχές εκκένωσαν την περιοχή απομακρύνοντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους και ένα τεράστιο έδαφος, που κάλυπτε περισσότερα από 2.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, έμεινε εγκαταλειμμένο.
Τρεις ακόμη αντιδραστήρες του πυρηνικού εργοστασίου συνέχισαν να λειτουργούν μετά την τραγωδία. Ο τελευταίος σταμάτησε να λειτουργεί το 2000, σηματοδοτώντας το τέλος κάθε βιομηχανικής δραστηριότητας στο Τσερνόμπιλ.