Ήταν ένας τοίχος. Για την ακρίβεια, ήταν Ο τοίχος. Άγγιζε τον νότιο τοίχο της Ακρόπολης, στο Θησείο, και δεν ήταν από πέτρες, καλά καλά ούτε κι από λείο μάρμαρο. Τον συνέθεταν γλυπτά και χαράγματα χριστιανικών μνημείων! Τον «έχτισε» ο πρώτος Έλληνας αρχαιολόγος περί τα μέσα του 19ου αι. για να σώσει ότι είχε απομείνει από τις ορδές των κατακτητών Οθωμανών και των ξένων επισκεπτών της Αθήνας, που έφευγαν με αρκετά αρχαία «ενθύμια» στις αποσκευές τους.
Η ΑΘΗΝΑ «ΓΕΝΝΑ» ΤΟΝ ΚΥΡΙΑΚΟ ΠΙΤΤΑΚΗ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΑΠΟΚΤΑ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟ ΤΗΣ – ΕΤΣΙ ΞΕΚΙΝΟΥΝ ΟΛΑ…
Ο Κυριακός Πιττάκης γεννιέται στου Ψυρρή, το 1798, πριν την ανατολή του αιώνα της απελευθέρωσης από τους Οθωμανούς. Η οικογένειά του είναι μία από τις μετρημένες αυτής της εποχής στην Αθήνα (ο Καμπούρογλου τις καταγράφει ονομαστικά σε 20 όλες κι όλες σελίδες). Μαθαίνει τα πρώτα γράμματα πλάι στον αξιότερο των Παλαμάδων, Ιωάννη, δάσκαλο με εξαιρετική πείρα, καθώς έχει διδάξει στη Μεγάλη Σχολή του Γένους και στο ελληνικό γυμνάσιο της Οδησσού.
Είναι η εποχή κατά την οποία λόγιοι ομογενείς της ελεύθερης Ευρώπης έχουν επιδοθεί σε αγώνα προστασίας και περιφρούρησης του αρχαιοελληνικού πλούτου, μετά και τη δραματική αποκαθήλωση και διαρπαγή των γλυπτών του Παρθενώνα από τον κόμη του Έλγιν, Τόμας Μπρους.
Ο Κυριακός είναι παιδί που γοητεύεται από το πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων, το οποίο μελετά εκτενώς και ως μαθητής της Φιλομούσου Εταιρείας, που έχει ιδρυθεί το 1813 με πρωταρχικό μέλημα τη βελτίωση της παιδείας του υπόδουλου πληθυσμού και τη διάσωση της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς από τη φθορά και τη διαρπαγή. Επιπλέον, εκπαιδεύεται στην ανίχνευση και ταυτοποίηση των πολύτιμων ερειπίων στο πλευρό του αρχαιολάτρη, Γάλλου προξένου στην Αθήνα, Λουί Σεμπαστιάν Φρανσουά Φωβέλ, ο οποίος καταγράφει με εντυπωσιακή ακρίβεια τη βλάβη που προκάλεσε ο Έλγιν τόσο στα μνημεία της Ακροπόλεως, όσο και αλλού (χρονικογράφοι της εποχής -και όχι μόνον- κάνουν ευθεία αναφορά σε καπηλεία αρχαιοελληνικών αντικειμένων και εκ μέρους του Γάλλου διπλωμάτη, ουδείς ωστόσο αμφισβητεί το έργο της συστηματικής καταγραφής, που κληροδοτεί εντέλει στο ελληνικό κράτος). Το σπίτι του Φωβέλ στα ριζά της Ακρόπολης, που σφύζει από εκμαγεία αρχαίων ευρημάτων, γίνεται για τον Πιττάκη παράδεισος.
Το 1814, ο Πιττάκης είναι 16 χρόνων, σπουδαστής της Σχολής του Κοινού των Αθηνών και πιστός θαμών του ιερού βράχου. «… 16 χρονών ήμην όταν κατά το μάλλον και ήττον εννοούσα τους συγγραφείς των προγόνων μου…» γράφει και προσθέτει: «η ανάγνωσις αυτών εμπρός εις αντικείμενα, ως το Θησείον και ο Παρθενών, επροξένησαν εις την ψυχήν μου τοιούτον αποτέλεσμα ώστε παν ό,τι εύρισκον αρχαίον το εθεώρουν ως ιερόν και εν μόνον γράμμα επιγραφής και αν ήτον».
«Ντοπαρισμένος» ήδη από ισχυρή δόση αρχαιοελληνικών αξίας και κάλλους, ο έφηβος, που δηλώνει κατάνυξη μπρος στην «ιερότητα» των προγονικών επιγραφών, καταγράφει κάθε αρχαία επιγραφή που εντοπίζει τόσο στον βράχο και τα πέριξ του, όσο και στην υπόλοιπη καθημαγμένη πόλη, όπου τα ερείπια των αρχαίων ναών κείτονται απροστάτευτα στους δρόμους… Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή που ο ίδιος αφήνει στα κατάστιχά του. Όπου συναντά, λέει, αρχαίο σπάραγμα, το αντιγράφει γρήγορα γρήγορα σε κάποιο πρόχειρο χαρτάκι, φοβούμενος μη πέσει στην αντίληψη περαστικού Τούρκου που θα δει ότι είναι Έλληνας και θα τον φυλακίσει…
Έχει αντιγράψει ικανό αριθμό αρχαίων επιγραφών. Σε άρθρο του, περί τα μέσα του 19ου αι. ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής παραθέτει αναφορά του Πιττάκη: «Μέχρι τούδε εδημοσίευσα οικεία βουλή, προίκα και αμισθί, τέσσερας χιλιάδας εκατόν πεντήκοντα οκτώ επιγραφάς. Έπραξα τούτο κινούμενος μόνον υπό του προς τον έρωτα των προγονικών μου λειψάνων πόθου, ος και εν καιρώ πολέμου μοι ην αδιάσπαστος σύντροφος. Ο σκοπός μου ην το κοινόν καλόν και η εις τα πέρατα της οικουμένης διάδοσις παντός ελληνικού γράμματος, χάριν της ελληνικής ευκλείας…».
Χαλεποί οι καιροί. Στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ομογενείς και φιλέλληνες αλλοδαποί προετοιμάζονται για τον Αγώνα και συγκεντρώνουν χρήματα. Η Φιλική Εταιρεία στρατολογεί πατριώτες, που θα ριχτούν στη μάχη. Ο Ραγκαβής καταθέτει ότι ο Πιττάκης υπήρξε το πρώτο μέλος που προσέγγισαν οι Φιλικοί στην Αθήνα. Ο σύγχρονος του Κυριακού, ιστορικός Φίλιππος Ιωάννου, συμπληρώνει ότι τον στρατολόγησε το 1816 ο Άνθιμος Γαζής.
Μυημένος ων στα σπουδαία ιδανικά της Φιλικής για την πολυπόθητη λευτεριά, το 1822 ο Πιττάκης συμμετέχει ενεργά στην πολιορκία της Ακρόπολης από τους Έλληνες. Οι Τούρκοι έχουν ταμπουρωθεί στον βράχο, ανάμεσα στα αρχαία μνημεία και πολεμούν. Κάποτε, ελλείψει πολεμοφοδίων, αρχίζουν να ξηλώνουν τους αρχαίους κίονες για να βγάλουν από τα σπλάχνα τους το μολύβι. Οι κολώνες των πολύτιμων ναών καταρρέουν η μία μετά την άλλη. Ο Πιττάκης πείθει τους συμπατριώτες του να κάνουν μία ανορθόδοξη πρόταση… «Θα σας δώσουμε εμείς πολεμοφόδια, αλλά εσείς δεν θα αγγίξετε τα μνημεία»! Ο Ιωάννου αναφέρει επακριβώς και ο Ραγκαβής επιβεβαιώνει τη μαρτυρία του: «… υπηγόρευσεν (ο Πιττάκης) εις τους συμπολίτας του σωτήριον υπέρ των αρχαιοτήτων προς τους Οθωμανούς πρότασιν, καθ΄ ην οι μεν πολιορκούντες υπεχρεούντο να παράσχωσιν εις τους πολιορκημένους τον χρειώδη μόλυβδον, ούτοι δε ώφειλον να αφήσωσιν άθικτα τα αρχαία μνημεία! Η πρότασις αύτη δεκτή γενομένη έσωσε τα μνημεία της Ακροπόλεως».
Δύο χρόνια μετά, ο νεαρός αρχαιολάτρης μεταβαίνει στην Κέρκυρα, όπου για τέσσερα χρόνια (1824-28) σπουδάζει Ιατρική και Ελληνική Φιλολογία στην Ιόνιο Ακαδημία του κόμη Guilford. Εκεί γνωρίζει την Αικατερίνη Μακρή, την αδελφή της περίφημης «Κόρης των Αθηνών», την οποία ερωτεύτηκε δυνατά ο Λόρδος Βύρων, και την παντρεύεται. Η έδρα της κυβέρνησης είναι στην Αίγινα, όπου καταλήγει με τις περγαμηνές των σπουδών του στο χέρι, ζητώντας από τον Καποδίστρια θέση στο Δημόσιο. Στην πρώτη του επιστολή προς τον κυβερνήτη αναφέρει ότι έχει σπουδάσει την ελληνική γλώσσα και τη φιλολογία, αγγλικά, λατινικά, γαλλικά, ιταλικά και γερμανικά. Σε μία δεύτερη επιστολή, στις σπουδές του προσθέτει την Ιατρική και την Αρχαιολογία. Ο Καποδίστριας τον διορίζει γραμματέα α΄ του δικαστηρίου της Ήλιδος, αλλά εκείνος δεν αποδέχεται τον διορισμό, επειδή δεν είναι μέσα στα ενδιαφέροντά του. Επιστρέφει στην Αθήνα, όπου για αρκετό καιρό ζει με τα γλίσχρα φιλοδωρήματα από ξεναγήσεις ξένων ταξιδιωτών στις ελληνικές αρχαιότητες.
Το καλοκαίρι του 1832 έρχεται πια η στιγμή να αξιωθεί έναν ρόλο του ενδιαφέροντός του. Διορίζεται «επιστάτης των αρχαιοτήτων της Αθήνας», θέση στην οποία παραμένει έως τον επόμενο χρόνο, οπότε με βασιλικό διάταγμα της 3ης /15ης Απριλίου του 1833 ιδρύεται η Αρχαιολογική Υπηρεσία. Προϊστάμενός της θα είναι ο Βαυαρός Άντον Βάισενμπουργκ (Anton Weissenburg). Υφιστάμενός του, υπεύθυνος του τομέα Στερεάς Ελλάδας ορίζεται ο Κυριακός Πιττάκης [στους υπόλοιπους χωροταξικούς τομείς ευθύνης τοποθετούνται ο Λουδοβίκος Ρος (Ludwig Ross) στην Πελοπόννησο και ο Ιωάννης Κοκκώνης στα νησιά του Αιγαίου και την Εύβοια]. Στις 25 Ιουλίου, περήφανος και δικαιωμένος, ο Πιττάκης παρουσιάζεται στον Σπυρίδωνα Τρικούπη και ορκίζεται πίστη στα νέα του καθήκοντά.
ΕΝΑΣ ΑΥΤΟΔΙΔΑΚΤΟΣ ΠΑΘΙΑΣΜΕΝΟΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ…
Μία αρχαιολογική υπηρεσία, λοιπόν, σε μία χώρα, που αγνοεί καλά καλά τι σημαίνει ο όρος «αρχαιότητα» και κυρίως πώς και γιατί πρέπει να προστατευτεί. Η βασική εικόνα που έχουν οι Αθηναίοι από αρχαιότητες είναι τα μνημεία της Ακροπόλεως, αλλά κι αυτό είναι σχετικό. Βλέπεις, ο βράχος αυτή την περίοδο φιλοξενεί ένα ολόκληρο χωριό. Ένας προμαχώνας μπρος στα Προπύλαια, κήποι, δρομάκια, κατοικίες, μιναρέδες, πυριτιδαποθήκες… Όσο για τον υπόλοιπο αρχαιοελληνικό πλούτο, αυτός είναι σκεπασμένος από σπίτια και καλλιέργειες. Το θέατρο του Διονύσου, οι Αγορές, η Βιβλιοθήκη του Αδριανού, ο Κεραμικός κρύβουν ακόμα την αίγλη τους κάτω από χώματα.
Στις αρχές του Απριλίου του 1833, με χρήματα που έχουν συγκεντρωθεί με έρανο μεταξύ των αρχαιολατρών, ντόπιων και μη, Ρος και Πιττάκης ξεκινούν την πρώτη ανασκαφή στην Ακρόπολη. Πριν κλείσει χρόνος, ο Βαυαρός αρχιτέκτονας Φον Κλέντσε, που στο μεταξύ έχει καταφθάσει στην Αθήνα με πρόσκληση του Όθωνα, συντάσσει υπομνήματα για την προστασία, τη συντήρηση και την αναστήλωση των αρχαιοτήτων του βράχου. Ο ίδιος προτείνει (ουσιαστικά «αναθέτει» στη νεοσύστατη Αρχαιολογική Υπηρεσία το πρώτο μεγάλο έργο) την κατεδάφιση των «ξένων σωμάτων», μεσαιωνικών και οθωμανικών κτισμάτων, την αναστήλωση του τραυματισμένου Παρθενώνα από τις βόμβες του Μοροζίνι και την ίδρυση μουσείου στον βράχο.
Στις αρχές του 1836, μία σύγκρουση για θέματα υπηρεσιακής δεοντολογίας ανάμεσα στον Ρος και τον υπουργό Δημόσιας Παιδείας, Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό, θα ευνοήσει τον Πιττάκη. Ο Ρος παραιτείται και τη θέση του γενικού εφόρου παίρνει ο Κυριακός, ο οποίος θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο- κάποιες φορές και καθ΄ υπέρβασιν των αρμοδιοτήτων του- να προστατέψει τις ελληνικές αρχαιότητες. Συνεχίζει τις ανασκαφές, αγοράζει πολύτιμα έργα, γλυπτά, αγάλματα, χειρόγραφα, που έχουν «πετάξει» σε ξένες συλλογές, και υψώνει στον νότιο τοίχο της Ακρόπολης, έναν άλλο τοίχο, φτιαγμένο από επιγραφικά σπαράγματα χριστιανικών ναών της Αττικής, που έως πρότινος κρατούσε φυλαγμένα μέσα σε άλλα μνημεία, στο Θησείο, τον Κεραμικό κ.α. Θεωρεί ότι με αυτόν τον τρόπο, θα απελευθερωθεί πολύτιμος χώρος στις πρόχειρες αποθήκες φύλαξης και η Αθήνα θα αποκτήσει ένα ακόμα αξιοθέατο στη σωστή θέση.
(Τον ιδιαίτερο αυτόν τοίχο θα κατεδαφίσει μισό αιώνα και πλέον μετά, ο κατοπινός επικεφαλής των αρχαιολογικών ερευνών, ο αρχαιολόγος Παναγιώτης Καββαδίας, που έδωσε επιστημονική υπόσταση στο ανασκαφικό έργο στην Ελλάδα. Η κατεδάφιση θα γίνει το 1888 και τα γλυπτά του Πιττάκη θα μεταφερθούν αρχικά στο Μουσείο της Ακρόπολης κι έπειτα σε δύο δόσεις στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο).
Στην εκπνοή του 1836, καταφθάνει στην Αθήνα, προερχόμενος από τη Βιέννη, ο βαρόνος Κωνσταντίνος Μπέλλιος. Είναι ένας πλούσιος ομογενής έμπορος, αρχαιολάτρης, που έχει έρθει με τον τραπεζίτη του για να θαυμάσει τις αρχαιότητες της πόλης και να γνωρίσει τον δραστήριο έφορο. Η γνωριμία του με τον Πιττάκη γίνεται επάνω στον βράχο, «το πρωί της 17ης Δεκεμβρίου, ημέρα με δυνατό αέρα» καταγράφει χαρακτηριστικά στο ημερολόγιό του ο Μπέλλιος. Ξεναγείται στα μνημεία της Ακροπόλεως και με θλίψη διαπιστώνει τη δραματική κατάσταση στην οποία έχουν αφεθεί από τους Οθωμανούς. Γνωρίζει ότι για την αποκατάστασή τους χρειάζονται χρήματα, που δεν έχει να διαθέσει το νεότευκτο ελληνικό κράτος. Τότε προτείνει στον Πιττάκη την ίδρυση ενός φορέα υπό τον τίτλο «Εταιρεία περί ανασκαφής και ανακαλύψεως αρχαιοτήτων», ο οποίος θα χρηματοδοτεί τις εργασίες που απαιτούνται από συνδρομές και δωρεές ιδιωτών. Η πρόταση υποβάλλεται στον υπουργό Νερουλό και τον τμηματάρχη του, Αλέξανδρο Ραγκαβή, και γίνεται αποδεκτή μ΄ ενθουσιασμό. Ο τελευταίος συντάσσει γρήγορα γρήγορα το ιδρυτικό έγγραφο και στις 6/12 Ιανουαρίου γράφει με το χέρι του τα ονόματα των ιδρυτών κάτω από τα οποία μπαίνουν οι υπογραφές τους. Εκείνη τη μέρα γεννιέται η Αρχαιολογική Εταιρεία, ο φορέας που σήμερα κοντοζυγώνει τους δύο αιώνες ζωής και πολύτιμης προσφοράς. Αλλά οι ανάγκες είναι πολλές και τα χρήματα που συγκεντρώνονται δεν αρκούν για να τις καλύψουν. Οι ιδρυτές σκαρφίζονται τρόπους για να αυξήσουν τα έσοδα της Εταιρείας. Πωλούν για οικοδομικό υλικό τα άχρηστα χώματα από τις ανασκαφές, ενώ Ραγκαβής και Πιττάκης προχωρούν στην έκδοση της Αρχαιολογικής Εφημερίδος όπου θα καταγράφονται, θα καταχωρούνται και θα κοινοποιούνται αρχαία ευρήματα και επιγραφές.
Ο Κυριακός, που έχει κρατήσει μία προς μία σε ημερολόγιο τις επιγραφικές καταγραφές του, αλλά και τα αποκτήματά του με την ιδιότητά του είτε ως ιδιώτη αρχαιολάτρη, είτε ως θεσμικού αξιωματούχου, αρχίζει να τα κοινοποιεί, μέσω της Αρχαιολογικής Εφημερίδος. Αρκετά από τα ευρήματά του θα δημοσιευθούν μετά τον θάνατό του. Στο έργο του «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥΡΟΚΡΑΤΙΑΣ» ο ιστορικός Θ. Φιλαδελφεύς, καταγράφει μαρτυρία του Αθηναίου διδασκάλου και βασικού χρονικογράφου της εποχής, Ιωάννη Μπενιζέλου, σύμφωνα με την οποία «χειρόγραφον απαρτιζόμενον εκ τριακοσίων περίπου σελίδων ηγόρασεν επί της ελλ. Επαναστάσεως ο πρώτος γενικός έφορος των αρχαιοτήτων Κυριακός Πιττάκης και επέδειξεν εις πολλούς των παρ΄ ημίν λογίων και εις αλλοδαπούς […] Ο κάτοχος αυτού Κ. Πιττάκης εδημοσίευσεν ελάχιστον μέρος εν τη Αρχ. Εφημερίδι του έτους 1853, υποσχόμενος να εξακολουθήση την δημοσίευσιν, αλλά καθ΄ όσον εγώ γιγνώσκω, τούτο εγένετο υφ΄ ετέρου και ουχί υπό Πιττάκη, και μετά πολλών ετών παρέλευσιν».
Η αγάπη του Πιττάκη για τις αρχαιότητες εξελίσσεται σε εμμονή. Οι γνώσεις του περί την αρχαιολογία δεν αξιολογούνται ως ιδιαίτερα σπουδαίες, τουλάχιστον σε σχέση με τους ειδικούς επιστήμονες της εποχής, αλλά το πάθος του και η εργατικότητά του ισορροπούν το έλλειμμα στο γνωστικό του πεδίο. Άλλωστε, η αρχαιολογία σε επιστημονικό επίπεδο δεν υπάρχει ακόμα στην Ελλάδα. Η έδρα της αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο εγκαινιάζεται αυτή την εποχή και ο πρώτος διδάξας είναι ο Λουδοβίκος Ρος. Ο Πιττάκης, όμως, έχει ορίσει τον εαυτό του πιστό φύλακα της αρχαίας κληρονομιάς και θα τιμήσει τον ρόλο του ως την τελευταία του πνοή.
Ο ακαδημαϊκός, αρχαιολόγος Β. Χ. Πετράκος, μάλιστα, μνημονεύει ένα συγκεκριμένο περιστατικό, που αποκαλύπτει τη βαθιά αφοσίωση, στα όρια της εμμονής, με την οποία διαχειρίζεται πλέον ο Πιττάκης το αντικείμενο του ενδιαφέροντός του από τη θέση του γενικού εφόρου, που του δίδεται μετά την παραίτηση του Ρος στις 8 Σεπτεμβρίου του 1836. Ένδεκα μέρες μετά την απομάκρυνσή του, ο Βαυαρός καθηγητής πηγαίνει στην Ακρόπολη για να μελετήσει τις επιγραφές, που έχει φέρει στο φως η σκαπάνη, που ο ίδιος διηύθυνε στη διάρκεια της θητείας του. Ο Πιττάκης, ωστόσο, του απαγορεύει την είσοδο στον βράχο. Τώρα πια κρατά για τον εαυτό του το δικαίωμα ανασκαφής και την προτεραιότητα οποιασδήποτε δημοσίευσης. Θεωρεί αδιανόητη την ανάμιξη άλλου, ει μη μόνο κάποιων ξένων επιστημόνων κι αυτό στα ριζά του βράχου.
Ο ίδιος συνεχίζει την έρευνα στην Ακρόπολη καθ΄ όλη τη διάρκεια του 1837. Κατεδαφίζει τις θολωτές μεσαιωνικές κατασκευές και εκείνες της οθωμανικής περιόδου, φέρνει στο φως σε κομμάτια μία από τις Καρυάτιδες, ενώ αναστηλώνει μία άλλη, που έχει γκρεμιστεί κατά την πολιορκία του 1826, και τρεις κίονες του Ερεχθείου.
Ανασκάπτει, εντοπίζει, μεταφέρει για φύλαξη σε όποιον χώρο θεωρεί ότι μπορεί να προστατέψει τα πολύτιμα ευρήματα. Από το 1828 συγκεντρώνει αρχαιότητες στην εκκλησία της Μεγάλης Παναγιάς στον αύλειο χώρο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού και προϊόντος του χρόνου στην Ακρόπολη και το Θησείο, που ορίζεται ως «Κεντρικόν Μουσείον», στη σωζόμενη δυτική πτέρυγα της Βιβλιοθήκης του Αδριανού, στο Γραφείο της Γενικής Εφορείας αλλά και στον Πύργο των Ανέμων. Κάποιες αρχαιότητες φυλάσσει και στο σπίτι του ήδη πριν από την Επανάσταση. Όσα αρχαία φυλάσσονται στο Θησείο, στη Στοά του Αδριανού και στα Προπύλαια της Ακρόπολης καταγράφονται το 1843 σε χειρόγραφο κατάλογο με τίτλο «Μουσείον Αρχαιοτήτων».
Οι ενέργειές του για την αποκάλυψη, την περισυλλογή και τη διάσωση των αρχαιοτήτων είναι αδιάκοπες και πολύτιμες. Μόνον για τη συλλογή των 400 αρχαίων γλυπτών από τα 615 που φυλάσσονται στο Θησείο, η ιστορία θα καταγράψει πως «χρεωστείται εις τους κόπους και τον ζήλον του Εφόρου των αρχαιοτήτων Κ. Πιττάκη».