Η πρώτη του κινηματογραφική δουλειά κατάφερε να αποσπάσει περισσότερα από 60 βραβεία, χαρίζοντας του το βραβείο Όσκαρ στην κατηγορία καλύτερου ντοκιμαντέρ για τον «Όρμο» (The Cove). Ο λόγος για τον λακωνικής καταγωγής Λούι Ψυχογιό (Louie Psihoyios), σπουδαίο φωτογράφο διάσημων περιοδικών και σκηνοθέτη, που κατάφερε να κάνει γνωστή παγκοσμίως μια οικολογική καταστροφή με τρομερό αντίκτυπο στις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Έναν Σπαρτιάτη (από τη Σελλασία), περήφανο για την καταγωγή του και γεμάτο μνήμες από το παρελθόν των προγόνων του.
«Σαν Έλληνες έχουμε ένα χάρισμα: Να αφήνουμε τον κόσμο ένα καλύτερο μέρος απ’ ό,τι ήταν όταν τον παραλάβαμε», αναφέρει ο Λ. Ψυχογιός σε αποκλειστική συνέντευξή του στον «Λακωνικό Τύπο», αποκαλύπτοντας πτυχές από τη ζωή του.
– Σε μια πολύ μικρή ηλικία σας προσέλαβε το «National Geographic» σαν φωτογράφο και μείνατε στην οικογένεια του περιοδικού για 17 χρόνια περίπου. Μιλήστε μας για αυτή σας την εμπειρία.
Την εποχή που μεγάλωνα, ένα αγόρι μπορούσε να φανταστεί να κάνει δυο πράγματα στη ζωή του. Είτε να γίνει αστροναύτης, είτε φωτογράφος στο «National Geographic». Όταν μεγάλωσα, είχα περισσότερες πιθανότητες να γίνω αστροναύτης, γιατί το περιοδικό δεν είχε προσλάβει φωτογράφο τα τελευταία δέκα χρόνια. Τότε, το μικρό κίτρινο περιοδικό ήταν από τα διασημότερα στον κόσμο. Η κυκλοφορία του ανερχόταν στα 11 εκατομμύρια αντίτυπα, αλλά για κάθε ένα που κυκλοφορούσε, άλλοι τέσσερις το έβλεπαν. 44 εκατομμύρια άνθρωποι έβλεπαν το περιοδικό κάθε μήνα και αυτό ήταν μόνο το 15% της Αμερικής. Μόλις κέρδισα το βραβείο του φωτογράφου της χρονιάς στο κολέγιο το 1980, το περιοδικό με προσέλαβε σαν ειδικευόμενο φωτογράφο. Φωτογράφισα μια ιστορία για την «έκρηξη» της ανακύκλωσης στα δυτικά της χώρας και πρότεινα ένα πρότζεκτ για την ανακύκλωση. Εκείνη την περίοδο υπήρχε μόνο μια πόλη στην Αμερική που ήταν υποχρεωμένη να κάνει ανακύκλωση. Ξαφνικά το θέμα μου βρέθηκε στο πρωτοσέλιδο του περιοδικού και έγινε αρκετά δημοφιλές για τους αναγνώστες. Στους κύκλους του περιοδικού, έγινα ο τύπος που είχε τη δυνατότητα να μετατρέψει μια ιστορία για τα σκουπίδια σε κάτι συναρπαστικό. Έτσι με προσέλαβαν.
– Πότε και γιατί αποφασίσατε να γυρίσετε το ντοκιμαντέρ «The Cove»;
Αφού εργάστηκα για το «Νational Geographic», προσλήφθηκα από το «Fortune Magazine» και για πάνω από μια πενταετία, φωτογράφιζα τα εξώφυλλά τους. Ένα από αυτά τα εξώφυλλα έτυχε να είναι και ο Jim Clark, ένας λαμπρός και πολύ δημιουργικός επιχειρηματίας. Στις αρχές του 1960 όταν ο πρόεδρος Κένεντι ανακοίνωσε στους Αμερικάνους πως πρόκειται να στείλουν άνθρωπο στη σελήνη, ο Jim εργάζονταν στους υπολογιστές που έστειλαν τους πυραύλους του Apollo στη Σελήνη. Ξεκίνησε τρεις εταιρίες από το μηδέν, οι οποίες έφτασαν να αξίζουν πάνω από ένα δισ. δολάρια η κάθε μία. Τη «Silicon Graphics», η οποία ήταν κάτι σαν την «Apple» στις μέρες μας, τη «Netscape», στην οποία δημιουργήθηκε ο πρώτος εμπορικός διαδικτυακός περιηγητής και τη «WebMD». Όταν τον γνώρισα, ναυπηγούσε ένα γιότ στην Ολλανδία το οποίο θα μπορούσε να οδηγηθεί πλήρως από υπολογιστές. Το γιοτ είχε το ψηλότερο κατάρτι του κόσμου ως εκείνη τη στιγμή. Σκαρφάλωσα στην κορυφή και τον κινηματογράφησα να στέκεται στο τελευταίο κατάρτι, καπνίζοντας ένα πούρο. Γίναμε καλοί φίλοι και εκείνος ξεκινούσε τότε μια φωτογραφική επιχείρηση με την ονομασία Shutterfly- και με ρώτησε αν μπορούσα να τον διδάξω, πως να γίνει ένας καλός φωτογράφος. Του είπα πως θα του δείξω τον τρόπο, αν και αυτός μου έδειχνε πως να γίνω δισεκατομμυριούχος (γέλια). Και στους δυο μας άρεσαν οι καταδύσεις και οι υποβρύχιες φωτογραφικές λήψεις και έτσι κατασκεύασε την καλύτερη υποβρύχια φωτογραφική μηχανή που φτιάχτηκε ποτέ για εμάς.
Γυρνούσαμε τον κόσμο με το ιστιοφόρο του και φωτογραφίζαμε κυρίως το βυθό και παρατηρούσαμε πως, κάθε φορά που επιστρέφαμε σε μια περιοχή οι ύφαλοι είχαν εξαφανιστεί και οι ψαράδες ψάρευαν σε προστατευόμενες περιοχές. Έτσι, αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε μια Μη Κερδοσκοπική οργάνωση, στην οποία μέσω από μικρά φιλμ και φωτογραφίες θα προσπαθούσαμε να πετύχουμε την αλλαγή. Κατέληξα στο συμπέρασμα πως έπρεπε να δημιουργήσω μια ταινία για τη φθορά των ωκεανών όταν σκόνταψα πάνω σε μια ιστορία που έγινε το “The Cove”.
– Πριν ξεκινήσετε την κινηματογράφηση του ντοκιμαντέρ σας, είχατε μια συζήτηση με τον Στίβεν Σπίλμπεργκ. Σας έδωσε κάποια συμβουλή;
Ήμουν τόσο ενθουσιασμένος που χάραζα μια καινούργια πορεία στην καριέρα μου, όμως, παράλληλα ένιωθα και μεγάλη ανασφάλεια. Δεν είχα ξαναγυρίσει ποτέ στη ζωή μου ταινία. Ενώ έκανα διακοπές με τον Jim και τις οικογένειές μας στην Καραϊβική, ο μικρότερος γιος μου, έπαιζε στην παραλία με ένα άλλο παιδί που έτυχε να είναι ο γιος του Στίβεν Σπίλμπεργκ. O Σπίλμπεργκ, που γύρισε το «Jurassic Park» χρησιμοποιώντας υπολογιστές του Jim, μας επισκέφθηκε με την οικογένειά του στο σκάφος. Ήμουν τόσο ενθουσιασμένος που τον γνώρισα και τον ρώτησα αν είχε καμία συμβουλή να μου δώσει σαν πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη. Μου είπε: «Μην κάνεις ποτέ ταινία που να περιέχει πλοία ή ζώα»… (γέλια)
– Η τέχνη του κινηματογράφου ονομάζεται και τέχνη της χειραγώγησης. Το ντοκιμαντέρ σας έστειλε ένα παγκόσμιο μήνυμα. Πιστεύετε ότι βοήθησε στην εξάλειψη της σφαγής των δελφινιών;
Στην πρώτη μας ταινία χρησιμοποιήσαμε πολλά πλοία και ζώα. Το «The Cove» πραγματεύεται το κυνήγι δελφινιών, τα οποία προορίζονται για φαγητό στην Ιαπωνία. Η ταινία έγινε το πιο κερδοφόρο ντοκιμαντέρ στην ιστορία. Το πρώτο ντοκιμαντέρ που «παρέκαμψε» όλους τους κριτικούς ταινιών και προχώρησε μέχρι να φτάσει να κερδίσει εκείνο το μικρό χρυσό ανθρωπάκι. Αλλά το πιο σημαντικό που κατάφερε η ταινία μας, ήταν η αλλαγή που έφερε. Μέχρι τότε είχαν σκοτωθεί δεκάδες χιλιάδων δελφινιών για το κρέας τους, αν και αυτό ήταν τοξικό. Όλη η ποσότητα του κρέατος των δελφινιών που είχε καταναλωθεί στην Ιαπωνία περιείχε 5-5,5 χιλιάδες φορές περισσότερη ποσότητα υδραργύρου από τα επιτρεπτά όρια. Παρ’ όλα αυτά η Ιαπωνία εξανάγκαζε τα σχολεία να το προσφέρουν στα σχολικά τους γεύματα. Ο υδράργυρος είναι το πιο τοξικό μη ραδιενεργό στοιχείο στον κόσμο και έχει καταλυτικά βλαβερές συνέπειες στην ανάπτυξη του εγκεφάλου και του σώματος. Από τότε που κυκλοφόρησε η ταινία, με την επιρροή της κατάφερε να μειωθεί το κυνήγι και η δολοφονία των δελφινιών κατά 90% και η κυβέρνηση της Ιαπωνίας σταμάτησε να συμπεριλαμβάνει στα σχολικά γεύματα το εν λόγω κρέας.
Μερικοί παραγωγοί σκέφτονται τις ταινίες σαν 10 εκ. δολάρια στην τσέπη τους και ένα κουτί ποπ-κορν. Όμως, η δική μου οπτική είναι πως μια ταινία μπορεί να βοηθήσει να αλλάξει ο κόσμος. Είναι όπλα μαζικής παραγωγής. Αυτή τη στιγμή έχουμε σχεδόν 2 εκ. ανθρώπους να μας βοηθούν στα social media ώστε να εξαλειφθεί τελείως το πρόβλημα.
– Ας μιλήσουμε λίγο για την προσωπική σας ζωή. Ο πατέρας σας γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα μικρό χωριό λίγο έξω από τη Σπάρτη, πριν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ Σας μιλούσε, καθόλου, για τον τόπο καταγωγής του;
Ο πατέρας μου ανέπτυξε μέσα μου ένα ισχυρό αίσθημα ηθικής και εργατικότητας. Η οικογένεια μου είχε στην κατοχή της μερικές μικρές πολυκατοικίες και περάσαμε σχεδόν όλα μας τα χρόνια να επιβλέπουμε τα κτήρια αυτά, να τα επισκευάζουμε, να τα βάφουμε ακόμα και να φτυαρίζουμε το χιόνι. Όταν τα άλλα παιδιά ήταν έξω και έπαιζαν, εμείς έπρεπε να δουλεύουμε. Όμως αυτό με βοήθησε πολύ στη ζωή μου. Θυμάμαι τον πατέρα μου σαν έναν πολύ δυναμικό άντρα, αλλά και πάλι όλα τα παιδιά θεωρούν πως οι πατεράδες τους είναι δυνατοί. Τον θυμάμαι να σκαρφαλώνει σε ένα πολύ ψηλό σφένδαμο έξω από το σπίτι μας, 20-30 μέτρα πάνω από το έδαφος, σαν τον Ταρζάν. Στη Σελλασία είχε ένα μικρό αγρόκτημα με ελιές, πορτοκαλιές και λεμονιές, αλλά μου είχε διηγηθεί πως έπρεπε να εγκαταλείψει την περιουσία του μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο για να ξεφύγει από τους κομμουνιστές. Στην Αμερική επισκεύαζε στέγες. Ήρθε εδώ για να είναι κοντά με τους συγγενείς του. Έχουμε πολλούς Έλληνες συγγενείς εδώ. Πάντα λυπόμουν για τους Αμερικάνους φίλους μου που δεν είχαν το ίδιο δυνατά ανεπτυγμένο το αίσθημα της οικογένειας και της κοινότητας που είχαμε εμείς. Τελικά, ο πατέρας μου παντρεύτηκε την κόρη ενός άλλου γαιοκτήμονα από ένα γειτονικό χωριό της Σελλασίας και μετακόμισαν στην Αϊόβα. Όταν ήμουν οκτώ ετών, ο πατέρας έπεσε από τη στέγη ενός σχολείου που επισκεύαζε και πέθανε. Η μητέρα μου δεν είχε εικόνα της περιουσίας μας στη Σελλασία και ‘γω για κάποιο λόγο πίστευα στο μυαλό μου, πως η γη που μας ανήκε ήταν επίπεδη και ξερή.
– Έχετε επισκεφθεί ποτέ τη Σπάρτη και τη Σελλασία;
Όταν πέθανε ο πατέρας μου η περιουσία του περιήλθε σε μένα και τον αδερφό μου. Χωρίς και εμείς να έχουμε εικόνα της, την πουλήσαμε σε κάποιους συγγενείς. Χρησιμοποίησα αυτά τα χρήματα για να καλύψω τις σπουδές μου, αλλά και για να αγοράσω φωτογραφικές μηχανές. Η περιουσία του πατέρα μου μετατράπηκε στο εισιτήριο για την πρόσβαση στη ζωή που τώρα έχω. Όταν εργαζόμουν στο «National Geographic», επισκέφθηκα τη Σελλασία μερικές φορές και έμεινα έκπληκτος από το πόσο όμορφα ήταν όλα αυτά που μας είχε αφήσει ο πατέρας μου. Πάνω σε λόφους και με τρομερή καρποφορία, το εντελώς αντίθετο απ’ αυτό που πίστευα. Συνάντησα μια κυρία μεγάλης ηλικίας η οποία έμενε στο δίπλα σπίτι από εκείνο του πατέρα μου και μου αφηγήθηκε ιστορίες στα Ελληνικά, πως ήταν ο πιο δυνατός άντρας στο χωριό. Κουβαλούσε στις πλάτες του δυο τεράστια σακιά με ελιές, όταν οι περισσότεροι με δυσκολία σήκωναν ένα.
– Μιλάτε Ελληνικά; Αισθάνεστε Έλληνας;
Όταν ήμουν έξι χρονών έκανα μαθήματα Ελληνικών και όταν ήμουν στο κολέγιο έκανα μαθήματα αρχαίων Ελληνικών, αλλά πρέπει να παραδεχτώ ότι έχουν σβήσει από το μυαλό μου. Όμως αισθάνομαι πολύ Έλληνας και είμαι πολύ περήφανος για την ελληνική καταγωγή μου. Πρόσφατα έκανα μια γονιδιακή εξέταση και το αποτέλεσμα είναι ότι κατά 97% είμαι Έλληνας.
Αυτό που μας κάνει ξεχωριστούς και ελπίζω να μην το χάσουμε ποτέ είναι η αγάπη μας για την οικογένεια, το αίσθημα για την κοινότητα, η απλότητα του υπέροχου φαγητού μας, η αγάπη μας για την άσκηση του πνεύματος και του σώματός μας και πως αφήνουμε τον κόσμο ένα καλύτερο μέρος απ’ ό,τι ήταν όταν τον παραλάβαμε.
«Ο Όρμος» του οικολογικού εγκλήματος
Ο τρόπος επαγγελματικής σκέψης του Λ. Ψυχογιού, αλλά και της ζωής του γενικότερα, επηρεάστηκαν καθοριστικά από ένα τυχαίο περιστατικό. Υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας σε μια σφαγή ζώων το 1986 και έτσι αποφάσισε ότι δεν πρόκειται να ξαναδοκιμάσει κρέας στη ζωή του.
Στο ντοκιμαντέρ «Ο Όρμος» που του χάρισε το Όσκαρ παρουσιάζει ένα τεράστιο οικολογικό έγκλημα. Το ντοκιμαντέρ δεν αποτυπώνει ανάγλυφα μόνο τη σφαγή των δελφινιών, αλλά τις επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων, καθώς στην Ιαπωνία τρώνε το κρέας του δελφινιού, το οποίο έχει αποδειχθεί από ειδικές μετρήσεις, ότι είναι ιδιαιτέρως τοξικό, αφού περιέχει υδράργυρο σε ποσότητες που είναι επικίνδυνες για παιδιά και εγκύους. Σύμφωνα με τον Ψυχογιό, οι ετικέτες στην αγορά της Ιαπωνίας δεν αναγράφουν την τοξικότητά του, καθώς πολλές φορές το κρέας δελφινιού πωλείται ως κρέας φάλαινας που είναι πιο ακριβό, ενώ σε ορισμένες περιοχές, οι γονείς αναγκάζουν τα παιδιά τους να το τρώνε από μικρά, για να συνηθίζουν στη γεύση.
Ο Ψυχογιός αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες κι επικίνδυνες στιγμές κατά την κινηματογράφηση του ντοκιμαντέρ στο Ταϊτζί, ένα μικρό ψαροχώρι στον Ειρηνικό Ωκεανό, όπου κανείς δεν μπορεί να φανταστεί το οικολογικό έγκλημα που συντελείται. Στον όρμο, όπου για έξι μήνες οι ντόπιοι σφαγιάζουν τα δελφίνια, δεν μπορεί να πλησιάσει κανείς, καθώς φρουρείται από την τοπική αστυνομία. Ο Ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης και οι συνεργάτες του αναγκάστηκαν να μεταμφιεστούν προκειμένου να μη γίνουν αντιληπτοί κατά την περίοδο της κινηματογράφησης, χρησιμοποίησαν μεθόδους πολέμου, θερμικές και κρυφές κάμερες, δύτες και στολές παραλλαγής, προκειμένου να συλλέξει το απαραίτητο υλικό!
Σύμφωνα με ακτιβιστές, συνολικά κάθε χρόνο 23.000 δελφίνια σφαγιάζονται στον όρμο του Ταϊτζί. Όσα δεν τα σκοτώνουν, τα πουλάνε σε πάρκα αναψυχής σε όλο τον κόσμο, με τις τιμές να κυμαίνονται από 145.000 έως 200.000 δολάρια ανά θηλαστικό.
Λίγα λόγια για τον Λ. Ψυχογιό
O Λούι Ψυχογιός γεννήθηκε στην Αμερική από γονείς μετανάστες με καταγωγή από τη Σελλασία Σπάρτης. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκινά το ταξίδι οικογένειας Ψυχογιού από τη Λακωνία προς τον νέο κόσμο. Εγκαθίστανται στην Αϊόβα και το 1957 έρχεται στον κόσμο ο γιός τους, Λούι Ψυχογιός που απέκτησε από τα εφηβικά του χρόνια πάθος με την τέχνη της φωτογραφίας. Ως έφηβος, εργάστηκε ως εκπαιδευόμενος φωτορεπόρτερ στην Telegraph Herald. Κατά το διάστημα αυτό εργάστηκε επίσης για το F. I. S. T.
Ο Λ. Ψυχογιός φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι, με ειδίκευση στο φωτορεπορτάζ. Το 1980, σε ηλικία 23 ετών, προσελήφθη από το «National Geographic» και παρέμεινε στο περιοδικό για 17 χρόνια. Λάτρευε και λατρεύει τις καταδύσεις και αυτό το πάθος τον οδήγησε στο να ενδιαφερθεί για την προστασία της θαλάσσιας ζωής. Το 2009 σκηνοθέτησε και εμφανίστηκε στο μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ The Cove, η οποία κέρδισε Όσκαρ για το Καλύτερο Ντοκιμαντέρ. Έχει πάρει πολλά βραβεία για την φωτογραφία, την πρώτη θέση στον Παγκόσμιο Διαγωνισμό Τύπου και στο «Hearst Award». Επιπλέον, έχει συνεργαστεί με περιοδικά όπως το «Σμιθσόνιαν», «Ανακαλύψεις», «GEO», «Time», ενώ οι φωτογραφίες του μέχρι σήμερα φιλοξενούνται σε δεκάδες περιοδικά, μεταξύ αυτών τα «Τime», «Νewsweek», «Fortune» και «Sports Ιllustrated».
Φανατικός οικολόγος, ο Ψυχογιός οδηγεί μόνο ηλεκτρικό αυτοκίνητο, ενώ έχει εγκαταστήσει στο σπίτι του δεκάδες φωτοβολταϊκά πάνελ που καλύπτουν τις ενεργειακές ανάγκες της οικογένειάς του.
Επιμέλεια: Αγγελική Δαλαμάγκα
Με πληροφορίες από ellines.com
πηγή: http://lakonikos.gr