Την ώρα που η κυβέρνηση ετοιμάζεται να ανακοινώσει την αύξηση του κατώτατου μισθού με τυμπανοκρουσίες οι εργαζόμενοι εμφανίζονται ιδιαίτερα απαισιόδοξοι για την επόμενη ημέρα θεωρώντας ότι τα πράγματα δεν θα καλυτερεύσουν.
Η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου τόνισε ότι η αύξηση θα κυμανθεί μέσα σε ένα εύρος από 5% έως και 10% και οι σχετικές ανακοινώσεις θα γίνουν το δεύτερο 15ήμερο του Ιανουαρίου από τον πρωθυπουργό.
Η κίνηση αυτή αποκτά για την κυβέρνηση περισσότερο συμβολικό, παρά ουσιαστικό χαρακτήρα αφού γνωρίζει ότι ελάχιστα θα βελτιώσει την κατάσταση στην αγορά, αλλά θέλει να σηματοδοτήσει την έξοδο από την κρίση και να δώσει ελπίδα για καλύτερες ημέρες.
Νεφελούδης: Από την 1η Φεβρουαρίου θα ισχύσει ο αυξημένος κατώτατος μισθός
Στην καλύτερη περίπτωση η αύξηση θα κυμανθεί γύρω στα 40 ευρώ τον μήνα για την συντριπτική πλειονότητα όσων αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, ενώ κάποιοι εκφράζουν φόβους εάν τελικά αυτή η αύξηση θα φτάσει στις τσέπες των δικαιούχων, αφού κάποιοι εργοδότες ίσως αναζητήσουν τρόπους να δώσουν αυξήσεις (μερική απασχόληση, επιστροφή αυξήσεων κλπ).
Το κλίμα αυτό διαφαίνεται και μεταξύ των εργαζομένων, σύμφωνα με έρευνα του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ. Οι «μηδενικές προσδοκίες» για την αύξηση των αποδοχών τους, το μαζικό αίσθημα ανασφάλειας για τη διατήρηση της θέσης δουλειάς τους με την ποιοτική υποβάθμιση των όρων εργασίας να συνεχίζεται αποτελούν, μεταξύ άλλων, τα βασικά ευρήματα της δεύτερης μέτρησης της Έρευνας Κοινής Γνώμης: «Δείκτες Κλίματος Αγοράς Εργασίας».
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας:
Το 71% των μερικώς απασχολουμένων δηλώνουν απαισιόδοξοι για την πορεία της χώρας τους επερχόμενους μήνες καταδεικνύοντας πως οι πιο ευάλωτες κατηγορίες της μισθωτής εργασίας καλούνται να διαβιώσουν υπό εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες. Έλλειμμα αισιοδοξίας εντοπίζεται στο 56% του συνόλου των εργαζομένων.
Περισσότεροι από 6 στους 10 δεν αναμένουν κάποια θετική εξέλιξη στο μισθό τους επιβεβαιώνοντας ότι η επαναφορά της αρχής της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων, χρειάζεται να πραγματοποιηθεί με ουσιαστικό και ολοκληρωμένο τρόπο.
Μόλις το 58% των εργαζομένων εκφράζουν βεβαιότητα αναφορικά με τη διατήρηση της δουλειάς τους για το επόμενο εξάμηνο πιστοποιώντας την κατίσχυση της επισφάλειας ενώ περίπου 3 στους 10 υποστηρίζουν ότι ο εργοδότης τους δεν σέβεται εργασιακά δικαιώματα –με το σχετικό ποσοστό να ανέρχεται στο 40% για τους μερικώς απασχολούμενους– αποτυπώνοντας την επέκταση της αυθαιρεσίας ή/και της παραβατικότητας.
Η εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση που επικρατεί στην αγορά εργασίας αποτυπώνεται σαφώς στο δείκτη “ποιότητα εργασίας” (και συγκριτικά με την προηγούμενη μέτρηση του Σεπτεμβρίου):
σαν απόλυτο μέγεθος, με το 43% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα να μην είναι ικανοποιημένοι από την ποιότητα των όρων εργασίας τους, καθώς και ως διακύμανση, αφού σε χρονικό διάστημα 3 μηνών από την προηγούμενη μέτρηση, και όταν τα υπόλοιπα μεγέθη εμφανίζονται σταθερά ή οριακά βελτιωμένα, ο εν λόγω δείκτης ικανοποίησης επιδεινώνεται κατά 13 μονάδες.
Αξίζει να σημειωθεί πως η ποιότητα των όρων εργασίας είναι ένα σύνθετος δείκτης εντός του οποίου εκφράζονται αναντιστοιχίες αμοιβών με το φόρτο δουλειάς και σπουδών, με τη θέση ή το αντικείμενο εργασίας, με την έλλειψη προοπτικής σταδιοδρομίας, αποκλίσεις σε ωράρια, καθήκοντα, υγιεινή και ασφάλεια κ.λπ.