Ο Μάνος Κατράκης δεν ήταν απλώς ένας από τους κορυφαίους ηθοποιούς της χώρας, αλλά η αγέρωχη περπατησιά της. Κουβαλούσε στο λιπόσαρκο σώμα του, σμιλεμένο σαν χαρακτικό του Α. Τάσσου, τη βασανισμένη ιστορία του τόπου, τις περήφανες στιγμές της, μέσα από τις αθάνατες ερμηνείες του, αλλά και την περήφανη στάση ζωής του.
Αδάμαστη προσωπικότητα, ο Μάνος Κατράκης δεν ήταν άγιος – το καλούπι έσπασε από έναν άλλο Κρητικό, τον αρχάγγελο Νίκο Ξυλούρη – αλλά ένας άνθρωπος με πάθη και αδυναμίες, ένα σύμβολο του ψηφιδωτού που συνθέτει την ευρύτερη ρωμιοσύνη.
Η βιβλική του μορφή, το λεβέντικο παράστημα, τα μάτια που βγάζαν σπίθες, το ερμηνευτικό του μεγαλείο και αυτή η φωνή, από μόνη της συναρπαστική, μια μελωδική περιπέτεια, μια Οδύσσεια που πάντα θα μας επιστρέφει στις ρίζες μας, ήταν χαρίσματα υπερφυσικά, αδιανόητα πώς συμπυκνώθηκαν πάνω σε ένα ξυπόλυτο παιδί από το Καστέλι Κισσάμου.
Η ποίηση και η ψυχική ειλικρίνεια
Πολυσύνθετος ηθοποιός, που έπαιξε τα πάντα στο θέατρο και στο σινεμά, απήγγειλε μοναδικά μελοποιημένα ποιήματα, αριστουργήματα της ρωμιοσύνης και τα έβαλε στα χείλη εκατομμυρίων ανθρώπων – ακόμη και αυτών που δεν γνώριζαν γραφή και ανάγνωση, δεν είχαν την πολυτέλεια των βιβλίων. Ωστόσο, όπως έλεγε και ο κορυφαίος θεατράνθρωπος Αλέξης Σολωμός, ο Κατράκης δεν μεσουράνησε στη θεατρική ζωή του τόπου μας, για όλα τα παραπάνω, αλλά «για την απόλυτη ψυχική του αφοσίωση στην τέχνη». Για να προσθέσει με νόημα – ως ένα ακόμη μάθημα προς τους νεότερους, που δυστυχώς, ελάχιστοι ακολουθούν, τι σημαίνει μεγάλος ηθοποιός, τι σημαίνει Κατράκης: «Δίχως συμφεροντολογικά κίνητρα, δίχως συμβιβασμούς και αυτοθαυμασμούς, μας πρόσφερε παραστάσεις με πνευματικό μήνυμα, πατριωτικό αίσθημα και ανθρώπινη πνοή. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, η “υποκριτική τέχνη” δεν στηρίζεται στην υποκρισία, αλλά στην ψυχική ειλικρίνεια». Στο πιο ταπεινό, θα έπρεπε να αναφερθεί ότι ο Κατράκης, παίζοντας σε αρκετές μέτριες ταινίες, για βιοποριστικούς λόγους, αυτός θα ήταν εκεί να συναρπάζει, να σκεπάζει με τη σκιά του όλα όσα χτυπούσαν στο μάτι, να απομακρύνει τις εξόφθαλμες ανεπάρκειες του ελληνικού σινεμά.
Πέρασαν κιόλας σαράντα χρόνια από τον θάνατό του (2 Σεπτεμβρίου 1984) και δυστυχώς, υπάρχουν άνθρωποι, ειδικά οι νεότεροι, που μπορεί να αναγνωρίζουν τη φωνή του, να τους χαρίζει υποσυνείδητα μία παρένθεση ανθρωπιάς και ερμηνευτικής μεγαλοσύνης, μέσα από τις παλιές ταινίες που προβάλλονται στην τηλεόραση, αλλά δεν ξέρουν ότι η θεατρική σκηνή δεν μπορούσε να χωρέσει την επιβλητική του μορφή, το συνεχώς τροφοδοτούμενο πηγαίο ταλέντο του, τις δυσκολίες που πέρασε λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων και της ευαισθησίας του, της αγάπης του προς τον συνάνθρωπο. Και βεβαίως τα χτυπήματα της μοίρας, τις εξορίες, τα βασανιστήρια, το πάθος του για τον τζόγο, την αγάπη του για τη γυναίκα της ζωής του.
Προστάτης οικογενείας
Ο Μάνος Κατράκης γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1908 στο Καστέλι Κισσάμου, στην Κρήτη και ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης, που της είχε αδυναμία, καθώς είχε πάρει από εκείνη το πείσμα της και τον ατιθάσευτο χαρακτήρα της. Το 1919, η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, ενώ από μικρός αναγκάστηκε να ενηλικιωθεί και να γίνει ο προστάτης της οικογένειας, καθώς ο πατέρας του συχνά «έλειπε για δουλειές» και ο μεγαλύτερος αδελφός του είχε φύγει για την Αμερική.
Από το ποδόσφαιρο στην Κοτοπούλη
Γρήγορα, όμως, άρχισε να ασχολείται και με αυτά που του άρεσαν. Αρχικά παίζει ποδόσφαιρο, πρώτα στον Ατσαλένιο και μετά στον Αθηναϊκό, ενώ σε ηλικία 19 χρόνων θα μπει στο θέατρο, όπου θα τραβήξει τα βλέμματα, ανάμεσα στα οποία και του σκηνοθέτη Κώστα Λελούδα, που θα τον επιλέξει για να παίξει στην πρώτη βουβή ταινία του «Το Λάβαρο του ’21». Το 1932 κι ενώ πέρασε από τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη και το «Λαϊκό Θέατρο» του Βασίλη Ρώτα, θα προσληφθεί στο νεοϊδρυόμενο Εθνικό Θέατρο. Η κριτική της εποχής υποκλίθηκε στο ταλέντο του και θα ανοίξουν πολλές πόρτες.
Στο ελληνοαλβανικό μέτωπο και στο ΕΑΜ
Το 1943 κι ενώ είχε πολεμήσει στο ελληνοαλβανικό μέτωπο, όπου είχε και ένα ατύχημα και θα τον σώσει ένα άλογο, θα ενταχθεί στην εθνική αντίσταση και θα πολεμήσει τους Γερμανούς κατακτητές από τις γραμμές του ΕΑΜ και τους «φίλους» τους στη συνέχεια, θα αναλάβει πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης, όπου έπαιξε μέχρι το 1946.
Μακρόνησος
Ο Κατράκης θα επιστρέψει για λίγο στο Εθνικό, αλλά θα εκδιωχθεί ένα χρόνο αργότερα, λόγω των αριστερών πεποιθήσεών του. Είχε διαλέξει, όπως έλεγε ο ίδιος, να γίνει κομμουνιστής. Αυτό θα το πληρώσει ακριβά. Αρνούμενος, μετά και την παρότρυνση της μάνας του, να υπογράψει «δήλωση μετανοίας» θα εξοριστεί στην Ικαρία, στον Άι Στράτη και στη Μακρόνησο, όπου θα συναντήσει ακόμη μία εκλεκτή παρέα συντρόφων από τις τέχνες – από Γιάννη Ρίτσο και Τζαβαλά Καρούσο μέχρι Μενέλαο Λουντέμη – , αλλά και τους απλούς ανυπόταχτους αγωνιστές, που δεν χαμπάριαζαν από βασανιστήρια, κακουχίες και την απανθρωπιά μιας ολόκληρης εποχής, που μας στοιχειώνει ακόμη. Όπως έλεγε και ο Σαββόπουλος της δεκαετίας του ’70, στο γνωστό τραγουδάκι «Η θητεία»: «Μάνα μου όλα περνούνε κι όλα γίνονται ξανά, όμως τούτη η θητεία δε σταματά πουθενά».
Οι καλές στιγμές στο σινεμά
Το 1952 θα επιστρέψει στην Αθήνα, αλλά το μετεμφυλιακό κράτος θα συνεχίσει να τον κυνηγά. Οι πόρτες κλειστές, αλλά σιγά σιγά θα τις ανοίξει με το ταλέντο του και την επιμονή του. Παρότι πάντα βρισκόταν στο στόχαστρο, θα επιστρέψει, για να γεμίσει τα θέατρα και να κάνει ορισμένες εξαιρετικές ταινίες. Από τις περίπου 80 ταινίες που θα παίξει, οι καλύτερες απ’ αυτές ήταν «Μαρίνος Κονταράς» (1948) του Γιώργου Τζαβέλλα, «Αντιγόνη» (1961) επίσης του Τζαβέλλα, «Ηλέκτρα» του Κακογιάννη, «Συνοικία το Όνειρο» (1962) του Αλέκου Αλεξανδράκη και «Το Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984) του Θόδωρου Αγγελόπουλου, όπου υπήρξε και το κύκνειο άσμα του. Επίσης, έπαιξε σε κάποιες ενδιαφέρουσες παραγωγές, όπως «Τα Κόκκινα Φανάρια», «Το Μπλόκο», «Ελευθέριος Βενιζέλος» «Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο», «Προδοσία», «Κονσέρτο για Πολυβόλα», «Η Ζούγκλα των Πόλεων», «Η Προδοσία» κλπ.
Όταν η μοίρα προστάζει
Η ζωή του, πέρα από τις πολιτικές διώξεις, του επιφύλασσε και άλλες θλιβερές περιπέτειες. Φτωχός από κούνια, δεν φοβήθηκε τις αντιξοότητες της ζωής, αλλά στην κατοχή και στον πιο φονικό χειμώνα, τον ανάγκασε να ξεπεράσει τα όριά του. Έχοντας μάλιστα ξαναπαντρευτεί, τη Νένα Βρακοτσώλη, προσπαθούσε να βρει τρόπους για το προς το ζειν, ακόμη και πουλώντας τα κοστούμια του. Το χειρότερο, όμως, ήταν η εγκυμοσύνη της γυναίκας του, που δεν κατάφερε να κρατήσει από τις κακουχίες τα δίδυμα που κυοφορούσε. Τα έχασε στον όγδοο μήνα της κύησης κι ενώ ο Κατράκης είχε ξεπουλήσει τα πάντα. Χτυπημένος από τη μοίρα και απελπισμένος, εκείνη την εποχή θα κολλήσει και με τον τζόγο, παίζοντας «31». Την πρώτη φορά κέρδισε, τις υπόλοιπες, όπως συνήθως συμβαίνει, έχασε. Χρόνια αργότερα, θα στραφεί προς τις ιπποδρομίες, ακουμπώντας τα χρήματά του στα άλογα, που υπεραγαπούσε. Μαζί με τον Αυλωνίτη θα φτιάξουν ένα αχτύπητο δίδυμο στις Τζιτζιφιές.
Η γυναίκα της ζωής του
Η Λίντα Άλμα, που τον γνώρισε το 1955, όταν ίδρυσε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο και τον είδε πάνω στο σανίδι, μαγεύτηκε. Όπως είχε εκμυστηρευτεί η λιγερόκορμη χορεύτρια, «με τα πρώτα λόγια που είπε, σα να χτύπησε η καρδιά μου». Ο αθεόφοβος, το προκαλούσε αυτό το σκίρτημα πάνω στη σκηνή. Αλλά για την Άλμα, προφανώς ήταν κάτι περισσότερο. Αφού θα συζήσουν για 25 χρόνια, κάνοντας εκείνη υπομονή και αντέχοντας τις παρασπονδίες του, θα παντρευτούν το 1979, σε ένα εκκλησάκι, «στις στροφές του Ευταξία», δίπλα από την Ελευσίνα, σε πολύ στενό κύκλο. Όμως και ο Κατράκης τη λάτρεψε όσο τίποτε άλλο, ενώ παραδέχθηκε ότι της έδωσε κυρίως «πίκρες», παρότι, όπως έλεγε, «τελικά πέρα από τη Λίντα δεν υπάρχει τίποτα άλλο πια. Ούτε υπήρξε, ούτε υπάρχει».
Η φωνή της συνείδησής μας
Ο Μάνος Κατράκης, με ευάλωτο οργανισμό από τις κακουχίες, θα πεθάνει από καρκίνο των πνευμόνων, χωρίς να δεχθεί τις αυστηρές θεραπείες που του συνέστησαν οι γιατροί, λόγω και του πάθους του για το τσιγάρο. Λίγες ημέρες έπειτα από την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της ταινίας «Ταξίδι στα Κύθηρα» κι ενώ ήδη έχει χτυπηθεί από τον καρκίνο, θα αφήσει την τελευταία του πνοή. Για την ακρίβεια την τελευταία του φωνή. Και όπως είχε πει «και να γνώριζα τη γλώσσα του Ρακίνα και του Μολιέρου πάλι θα σας μίλαγα ελληνικά.» Ίσως γιατί θα παραμένει για πάντα η φωνή της συνείδησής μας.