Η εκεχειρία, την οποία οι εισβολείς ουδέποτε σεβάστηκαν, ήταν γι’ αυτούς σωτήρια. Εκμεταλλεύτηκαν την αυστηρή κατάπαυση του πυρός της δικής μας πλευράς και προωθούσαν τις θέσεις τους, ενώ ταυτόχρονα αποβίβαζαν, εντελώς ανενόχλητοι, στρατό, πυροβόλα, άρματα, τεθωρακισμένα και κάθε είδους πολεμικό υλικό. Κι αφού έγιναν πια αστακοί, χαράματα της 14ης Αυγούστου εξαπέλυσαν επίθεση καθ’ όλη τη γραμμή του μετώπου.
Στον Πενταδάκτυλο οι γενναίοι του 231 Τάγματος Πεζικού, αμετακίνητοι από τις θέσεις τους, αντιμετώπισαν τον εχθρό. Δεν υπολόγισαν τον αριθμό του. Οι Τούρκοι ενισχυμένοι με αλεξιπτωτιστές, πεζικό, άρματα-τεθωρακισμένα, όλμους και πολυβόλα, εξαπέλυσαν λυσσαλέα επίθεση κατά του υψώματος «301». Οι ελάχιστοι υπερασπιστές του απέκρουσαν την επίθεση. Οι Τούρκοι πείσμωσαν και συγκέντρωσαν πυκνά πυρά αεροπορίας, πυροβόλων των αρμάτων, όλμων και πολυβόλων εναντίον του φυλακίου, το οποίο ανεσκάφη και διαλύθηκε. Ο Διοικητής του Λόχου, Νικόλας Ζένιος, εκτιμώντας ότι κάθε άλλη αντίσταση θα ήταν μάταιη, διάταξε σύμπτυξη των ανδρών του στον Άγιο Ερμόλαο. Τότε, τα τουρκικά πυρά στράφηκαν ομαδικά εναντίον των άλλων υψωμάτων. Ιδιαίτερα το ύψωμα «Άσπροι» βομβαρδιζόταν από την τουρκική αεροπορία και ταυτόχρονα βαλλόταν με όλμους και πυροβόλα αρμάτων. Στο «Φυλάκιο 306» έπεσε μαχόμενος ο γενναίος χειριστής του πολυβόλου «Μπράουνινγκ 30 χιλιοστών», Αντρέας Φεσάς, από τον Πύργο Λεμεσού.
Η 15η Αυγούστου, Κοίμησις της Παναγίας, βρήκε τους γενναίους του Δευτέρου Λόχου του 231 Τ.Π. στις θέσεις τους νηστικούς, διψασμένους, χωρίς τρόφιμα, χωρίς ενισχύσεις, χωρίς επικοινωνία με τη Διοίκηση του Τάγματος. Θυμάται ο ταξίαρχος ε.α. Νικόλας Ζένιος: «Με το πρώτο φως οι Τούρκοι άρχισαν πάλι να σφυροκοπούν τις θέσεις μας. Ταυτόχρονα εξαπέλυσαν επίθεση κατά των υψωμάτων ‘‘305’’, ‘‘306’’, ‘‘308’’ και ‘‘310’’. Έφτασαν μέχρι το ναρκοπέδιο του ‘‘306’’, όπου οι γενναίοι υπερασπιστές των υψωμάτων τούς καθήλωσαν, με τα λίγα μέσα που διέθεταν. Κι αυτό ήταν το μεγαλείο των εθνοφρουρών μας. Ελάχιστοι σε σύγκριση με τον εχθρό, με ελάχιστα μέσα, εξακολουθούσαν να παραμένουν στις θέσεις τους, τιμώντας τα όπλα τα ιερά, που τους είχε εμπιστευτεί η Πατρίδα. Η κατάσταση, όμως, εξελισσόταν δραματικά σε βάρος μας. Μπροστά στη δυσμενή αυτή για μας εξέλιξη, η Διοίκηση του Τάγματος διέταξε επίθεση αντιπερισπασμού λόχου μ’ επικεφαλής τον Υπολοχαγό Μάμαλη Αθανάσιο. Ήταν μια ύστατη προσπάθεια για να μας υποστηρίξει στο πολύ δύσκολο έργο μας. Ο αντιπερισπασμός, δυστυχώς, απέτυχε, διότι οι Τούρκοι διέθεταν άρματα, πολυβόλα, σωρεία όλμων διαφόρων τύπων, το έδαφος δεν παρείχε καμιά κάλυψη και καθηλώθηκε. Η εξέλιξη αυτή έφερε τον Δεύτερο Λόχο σε δυσχερέστατη θέση, διότι ο πολυαριθμότερος εχθρός, ενισχυμένος με άρματα μάχης, άρχισε πια ανενόχλητος από τις τρεις πλευρές να επιχειρεί κυκλωτική κίνηση. Ο κίνδυνος ήταν άμεσος… Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις εφιαλτικές στιγμές που έζησα με τους άντρες μου στο ύψωμα ‘‘Άσπροι’’, βλέποντας τον εχθρό να επιχειρεί κυκλωτική κίνηση κι εμείς να μην έχουμε τον κατάλληλο οπλισμό, την παραμικρή ενίσχυση, ούτε υποστήριξη από κανέναν, για να τον αντιμετωπίσουμε…».
Εκτιμώντας την κατάσταση και με δεδομένο ότι δεν ήταν δυνατή περαιτέρω ενίσχυση ή υποστήριξη του Δευτέρου Λόχου, ο Διοικητής του Νικόλας Ζένιος διέταξε απαγκίστρωση όλων των φυλακίων για να σώσει τους άντρες του. «Προτίμησα», είπε, «να σώσω τα νεαρά παλληκάρια, για να τους δοθεί ευκαιρία να πολεμήσουν αλλού, κάτω από ευνοϊκότερες συνθήκες, παρά να τα παραδώσω, όσα θα ζούσαν, λεία στο τέρας του Αττίλα…».
Στο αιματοβαμμένο Αγριδάκι
Στις 26 Ιουλίου οι γενναίοι που υπερασπίζονταν την Αετοφωλιά πήραν εντολή, μόλις αρχίσει να βραδιάζει, να εγκαταλείψουν την περιοχή με τον οπλισμό τους. Μόλις άρχισε να βραδιάζει ξεκίνησαν για την έδρα του Λόχου τους και από εκεί, πεζοπορία κατέβηκαν στη Λάπηθο και στη συνέχεια έκαναν αλλαγή πορείας στ’ ανατολικά κι έφθασαν στη Βασίλεια προτού ξημερώσει. Ο Χρύσανθος Χρυσάνθου του Πρώτου Λόχου (Κασιδάκη), θυμάται: «Από τον Πενταδάκτυλο πήραμε εντολή να μετακινηθούμε στα Πάναγρα κι απ’ εκεί στο Αγριδάκι. Εκεί αμυνόταν ένας λόχος που είχε αποδεκατιστεί από τα καταιγιστικά προπαρασκευαστικά πυρά των Τούρκων, που δεν σεβάστηκαν την εκεχειρία και προωθούνταν με μεγάλη προφύλαξη. Έκαιαν, κυριολεκτικά, τη γη απ’ όπου προχωρούσαν… Χαρακτηριστική ήταν η στιχομυθία του συγκροτηματάρχη, αντισυνταγματάρχη Παναγιώτη Σταυρόπουλου, με τον Διοικητή μας Χαρίλαο Κασιδάκη:
– Πώς λέγεσαι, ρε;
– Υπολοχαγός Κασιδάκης Χαρίλαος.
– Βλέπεις εκείνο το ύψωμα που καίγεται ; Εκεί είναι το χωριό Αγριδάκι, που ήταν ένας λόχος παλιά. Τώρα δεν ξέρουμε τι έχει γίνει.
»Κι αφού του εξήγησε ότι η αποστολή μας ήταν να μην αφήσουμε τους Τούρκους να προωθηθούν, διότι χαρασσόταν η γραμμή αντιπαράταξης, ο Κασιδάκης άρχισε, χωρίς άλλη καθυστέρηση, να εκτελεί τη διαταγή του Σταυρόπουλου. Μας συγκέντρωσε, μας εξήγησε την αποστολή μας και πήραμε τον ανήφορο. «Όταν φτάσαμε στο ύψωμα, δεν πιστεύαμε σ’ αυτά που βλέπαμε. Ολόκληρη η περιοχή έμοιαζε με κρανίου τόπο… Χαρακτηριστικά σάς αναφέρω το εξής: Όταν φτάσαμε στο ύψωμα συναντήσαμε τον διοικητή του λόχου, που θ’ αντικαθιστούσαμε, μαζί με ένα λοχία και ελάχιστους στρατιώτες. Τον ρώτησε ο λοχαγός μας τι γίνεται κι εκείνος του απάντησε: ‘‘Αυτό που βλέπεις… Φρίκη…’’.
»Σε δύο ώρες ο Κασιδάκης αποδέσμευσε τον Λοχαγό και τους άντρες του που είχαν γλιτώσει. Είχε νυκτώσει για καλά όταν διέταξε τους αξιωματικούς να πάρουν άντρες και να κατέβουν στο χωριό να μαζέψουν κάθε σκαπτικό εργαλείο και να γυρίσουν το ταχύτερο δυνατό για να φτιάξουν οι στρατιώτες πρόχειρα ορύγματα προτού ξημερώσει. Δεν πέρασε μισή ώρα, όταν ένας στρατιώτης παρουσιάστηκε στον διοικητή και του ανέφερε ότι στο Αγριδάκι βρήκαν σιταποθήκη γεμάτη, ενώ το χωριό ήταν αδειανό από κατοίκους. Αμέσως ο Κασιδάκης έδωσε διαταγή να κατέβουν κι άλλοι στρατιώτες στο χωριό, να βρουν σακούλες, να τις γεμίσουν σιτάρι και να τις πάρουν στο ύψωμα για να κάνουν πρόχειρα προστατευτικά ορύγματα. Προτού ξημερώσει οι στρατιώτες βρίσκονταν δυο-δυο σε κάθε πρόχειρο όρυγμα. Με το πρώτο φως οι Τούρκοι άρχισαν να βάλλουν κατά του υψώματος, από τη θάλασσα με τα πυροβόλα των πλοίων κι από τη στεριά με όλμους των 4,2 χιλιοστών. Οι οβίδες των πλοίων και οι όλμοι έπεφταν σαν βροχή. Την κόλαση του πυρός την περιγράφει ο Χρύσανθος Χρυσάνθου, όπως την έζησε: ‘‘Ήταν απίστευτο αυτό που γινόταν. Σε μια στιγμή, βλήμα όλμου έπεσε δίπλα μου κι έκαμε έκρηξη. Δυο λεβεντόπαιδα που πολεμούσαν παλληκαρίσια στο πλευρό μου έπεσαν νεκρά στο πεδίο της τιμής… Ήταν ο Αχιλλέας Αχιλλέως από την Κάτω Ζώδια και ο Κώστας Κωσταντίνου από τη Μονή Λεμεσού. Οι δυο άλλοι που τραυματίστηκαν σοβαρά, δεξιά μου ήταν ο Ερμής Βαλιαντής από τον Κουτραφά και ο Κωνσταντινίδης από τη Λεμεσό. Πήγα να ζητήσω βοήθεια από τον Διοικητή μου για τη μεταφορά τους σε ασφαλέστερο μέρος για περίθαλψη. Κι εκεί που πήγαινα, νέο βλήμα όλμου έπεσε πολύ κοντά και ‘‘θέρισε’’ το κεφάλι του συστρατιώτη μου Δημήτρη Αρμινιώτη, από την Τριμίκλινη, που ήταν ήδη τραυματίας. Εγώ από τύχη γλίτωσα…».
Παρά τις απώλειες που είχαν, οι υπερασπιστές του υψώματος έμειναν αμετακίνητοι, κρατώντας με τα δόντια τις θέσεις τους. Ξαναζωντάνευαν Θερμοπύλες.
Εκεί, στις πλαγιές του υψώματος, έκαμε κι ένα ανδραγάθημα το Μηχανικό. Το βράδυ, μια ομάδα του έκανε «μόλυνση» σ’ ένα χωματόδρομο, που ένωνε τις θέσεις των δικών μας μ’ εκείνες των Τούρκων. Δηλαδή, τοποθέτησε μιαν αντιαρματική και αρκετές άλλες νάρκες κατά προσωπικού. Αυτή η ενέργεια κόστισε πολύ στους Τούρκους, γιατί την άλλη μέρα έπεσαν στο ναρκοπέδιο. Θυμάται ο Χρυσάνθου: «Για μια στιγμή άκουσα μηχανή αυτοκινήτου. Σήκωσα λίγο το κεφάλι μου και είδα ένα ‘‘λάντροβερ’’ να μας πλησιάζει. Εκατόν περίπου μέτρα μακριά το αυτοκίνητο ανατινάχτηκε και ακούστηκε μια ‘‘ξηρή’’ έκρηξη…» .
Αργότερα, Τούρκος αξιωματικός, που συμμετείχε στην επίθεση κατά του Αγριδακιού, ανέφερε ότι στο ανατιναχθέν «τζιπ» επέβαιναν δυο αξιωματικοί κι ένας μόνιμος υπαξιωματικός και ο οδηγός του οχήματος. Οι τρεις νεκροί ήταν ο διοικητής του τάγματος Υγειονομικού της 28ης μεραρχίας, αντισυνταγματάρχης Μπουνγιαμίν Κασάρ, ο υπολοχαγός του Υγειονομικού Χαλίλ, ο μόνιμος αρχιλοχίας Χακί Γεντίκ και ο οδηγός. Στο σημείο της ανατίναξης οι Τούρκοι έστησαν αργότερα μνημείο.
Η τέταρτη μέρα στο Αγριδάκι ήταν η πιο φαρμακερή. Οι Τούρκοι άρχισαν από το χάραμα, Ναυτικό, Αεροπορία και Πεζικό, και κτυπούσαν λυσσαλέα τις θέσεις των γενναίων μας. Ιστορεί ο Χρύσανθος Χρυσάνθου: «Από το πρωί μέχρι το βράδυ που αντικατασταθήκαμε, είχαμε ακόμα έναν νεκρό. Συνολικά στο Αγριδάκι ο λόχος μας είχε τέσσερεις νεκρούς και πέντε σοβαρά τραυματίες…».
Aπό τις 20 Ιουλίου μέχρι τις 15 Αυγούστου 1974, ακόμη και κατά την εκεχειρία, το 231 Τάγμα Πεζικού πολεμούσε τον Τούρκο εισβολέα σ’ όλα τα μέτωπα της ζώνης ευθύνης του. Παρά τα ελάχιστα μέσα που διέθεταν οι άντρες του, έγραφαν σελίδες δόξας και ηρωισμού στη Γομαρίστρα, το Πυλέρι, το Αγριδάκι, το ύψωμα «Άσπροι» και στον κάμπο Σκυλλούρας – Αγίου Βασιλείου. Οι 17 πεσόντες στο πεδίο της τιμής, οι δυο αγνοούμενοι και οι 33 τραυματίες του Τάγματος αποτελούν την πιο αδιάψευστη απόδειξη των σκληρών μαχών που έδωσαν οι λεβέντες της Μονάδας και έγραψαν χρυσές σελίδες στην ιστορία της Εθνικής Φρουράς. Πεσόντες και αγνοούμενοι πέρασαν ήδη στο Πάνθεο των Ηρώων. Και θ’ αποτελούν εσαεί παράδειγμα προς μίμηση για τον κάθε πολίτη της Κύπρου και της μητέρας Ελλάδας που καλείται ν’ αγωνιστεί για την ελευθερία, την τιμή και την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου, που ιερά εδάφη της μολύνονται ακόμη από την μπότα του μιαρού Αττίλα.
* Αποσπάσματα από το βιβλίο «Αετοί του Πενταδάκτυλου»
Ουίνστον Τσόρτσιλ.
“Στό εξής πρέπει νά λέμα όχι ότι οί ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥΝ ΣΑΝ ΗΡΩΕΣ.αλλά ότι οί ΗΡΩΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥΝ ΣΑΝ ΕΛΛΗΝΕΣ.
Σε ραδιοφωνικό μήνυμα σχετικά μέ τήν νίκη τών Ελλήνων στόν πόλεμο τής Αλβανίας τό 1940.
Γιάννης Λάκων