Κακά τα ψέματα, ο Έλληνας ποδοσφαιρόφιλος δεν την αγαπάει την Εθνική. Θα πάει στο γήπεδο αν παίζεται κάποια πρόκριση, θα σπεύσει (ως κλασικός πανηγυρτζής) να γιορτάσει μια μεγάλη επιτυχία, αλλά στην πραγματικότητα δεν καίγεται ιδιαίτερα.
Τον νταλκά που έχει με την ομάδα του δεν του τον βγάζει με τίποτα.
Γιατί τον Παναθηναϊκό θα τον ακούσεις να βγάζει τον καημό του για το απίστευτο παιχνίδι με τη Λα Κορούνια, όπου ισοπέδωσε την αντίπαλό του, αλλά δεν μπόρεσε να περάσει από τον γ’ γύρο του Κυπέλλου UEFA.
Τον Ολυμπιακό θα τον ακούσεις να σιχτιρίζει για το παιχνίδι με τη Λίβερπουλ, όπου κατάφερε να φάει όσα γκολ χρειαζόταν σε ένα ημίχρονο (τρία) για ν’ αποκλειστεί από τους «16» του Champions League.
Τον ΑΕΚτσή θα τον ακούσεις να μοιρολογεί ακόμα και σήμερα για το γκολ που έφαγε στο 94’ από τη Λοκομοτίβ Μόσχας και του στέρησε την πρόκριση στα ημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων.
Πόσους θ’ ακούσεις όμως να χαλιούνται και να εξοργίζονται στην ανάμνηση της χαμένης ευκαιρίας του Αλεξανδρή με τη Δανία, που κόστισε μια ολόκληρη πρόκριση της Εθνικής σε Παγκόσμιο Κύπελλο;
Σίγουρα πολύ λιγότερους. Και σίγουρα πολύ λιγότερο ξενερωμένους όταν φέρνουν στο μυαλό το (επίσης οδυνηρό) σκηνικό εκείνης της βραδιάς στο ΟΑΚΑ…
Κι όμως! Παρόλο που προτιμάει την ομάδα του, που δεν χολοσκάει για την Εθνική -που δεν τη βρίσκει, ρε παιδί μου, μαζί της- ένα από τα μεγαλύτερα ποδοσφαιρικά ξενερώματα που έχει ζήσει ο Έλληνας οπαδός ήταν σε φόντο γαλανόλευκο.
Και μάλιστα ούτε καν σε παιχνίδι της Εθνικής Ανδρών. Αλλά στον «καταραμένο» τελικό του Euro των Ελπίδων το 1998!
Σε μια εποχή όπου τις επιτυχίες των αντιπροσωπευτικών συγκροτημάτων τις βλέπαμε με κιάλια (και ήταν σχετικά νωπό ακόμα το νταχντιρντί στο Μουντιάλ των ΗΠΑ) οι πιτσιρικάδες του αείμνηστου Γιάννη Κόλλια άγγιξαν την κατάκτηση ενός ευρωπαϊκού τίτλου.
Και δεν ήταν τόσο ότι το έχασαν (από ένα εκ των φαβορί της διοργάνωσης) όσο ο τρόπος που το έχασαν, που μετέτρεψε εκείνον τον τελικό στο μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό «άχτι» ως τότε.
Διαθέτοντας μια από τις πιο ταλαντούχες φουρνιές παικτών όλων των εποχών (όπως επρόκειτο εξάλλου να αποδειχθεί τα προσεχή χρόνια) εκείνη η Εθνική Ελπίδων λατρεύτηκε από τον κόσμο.
Τερματίζοντας πρώτη στον όμιλο των προκριματικών (μπροστά από Δανία, Κροατία, Σλοβενία, Βοσνία) και πετώντας έξω σε διπλούς αγώνες μπαράζ την Αγγλία, κέρδισε πανηγυρικά την πρόκριση.
Και όταν βρέθηκε στα τελικά της διοργάνωσης στη Ρουμανία… ξεπέταξε δυο ακόμα μεγάλες σχολές του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου στον δρόμο για το όνειρο. Πρώτα τη Γερμανία, την οποία καθάρισε 1-0 με γκολ του Καραγκούνη…
Και έπειτα την Ολλανδία, στην οποία έκανε πλάκα με 3-0, σε ένα ματς όπου έστησε πάρτι ο (πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης) Λυμπερόπουλος και ενδιάμεσα τσόνταρε ένα γκολάκι κι ο Άντζας…
Όσο ονειρεμένη ήταν όμως η πορεία ως τον τελικό, τόσο εφιαλτικά κύλησε εκείνη η βραδιά της 31ης Μαΐου 1998 στο Βουκουρέστι.
Ή μάλλον όχι εφιαλτικά, «σαδιστικά» είναι η σωστότερη λέξη για να περιγράψει το πώς χάθηκε εκείνη η κούπα για τα παιδιά του Κόλλια…
Γιατί απέναντι σε παιχταράδες όπως οι Γκούτι, Βαλερόν και Ανγκούλο -όχι μόνο δεν κώλωσαν, αλλά κυριάρχησαν οι ίδιοι στο ματς.
Δεν έπαιξαν ποτέ ως αουτσάιντερ. Έφτιαξαν τη μεγαλύτερη ευκαιρία του αγώνα, όταν το δοκάρι στο 59’ στέρησε το γκολ από τον Δέλλα.
Και αντί να προηγηθούν εκείνοι, έμειναν πίσω στο σκορ και μάλιστα με εντελώς αναπάντεχο τρόπο:
Με μια λάθος έξοδο του Ελευθερόπουλου, ο οποίος έχασε την μπάλα απ’ τα χέρια του σε μια εκτέλεση κόρνερ και επέτρεψε στον Ιβάν Πέρεθ να βάλει το γκολ που έμελε ν’ αποδειχθεί νικητήριο…
Γιατί εκείνο το βράδυ όλα ήταν ανάποδα και εναντίον της Εθνικής. Η τύχη (που της στέρησε ένα τέρμα και προσέφερε ένα άλλο στον αντίπαλο).
Ο Λούμπος Μίχελ που -ως νεαρός διαιτητής τότε- σφύριζε εμφανώς υπέρ των Ιβήρων και εκτός αυτού, είχε προκαλέσει τις έντονες διαμαρτυρίες των Ελλήνων παικτών για το ύφος με το οποίο τους αντιμετώπιζε.
Το άγχος και η αστοχία, που δεν επέτρεψε να αξιοποιηθούν οι καλές ευκαιρίες που παρουσιάστηκαν, με αποκορύφωμα αυτή που σπατάλησε ο (μοιραίος) Λάκης στο 83’…
Κάπως έτσι λοιπόν, το όνειρο έσβησε. Η μεγάλη ευκαιρία για έναν τίτλο που θα τράβαγε τα φώτα της ποδοσφαιρικής Ευρώπης χάθηκε.
Δεν θα μπορούσε όμως να χαθεί μια ομάδα σαν αυτή. Δεν θα μπορούσε τόσο ταλέντο -ακόμα και σε μια χύμα χώρα όπως η δική μας- να μην δικαιωθεί. Και δεν θα μπορούσε εκείνη η «στοιχειωμένη» βραδιά του Βουκουρεστίου να μην… εξορκιστεί!
Διότι έκανε διαφορετική πορεία και άλλου μεγέθους καριέρα καθένας από τους Ελευθερόπουλο, Σ. Λυμπερόπουλο, Αλεξόπουλο, Δέλλα, Άντζα, Κουλακιώτη, Μαυρογενίδη, Γκούμα, Λάκη, Καραγκούνη, Μπασινά, Κόλτζο, Στολτίδη, Σφακιανάκη, Π. Κωνσταντινίδη, Δερμιτζάκη, Λαμπριάκο, Σ. Κωνσταντινίδη και Ν. Λυμπερόπουλο.
Είχαν αποτελέσει ήδη όμως τη «σπορά» για ν’ ανθίσουν οι μέρες θριάμβου του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Για να πάρουν κάποιοι εξ αυτών «εκδίκηση» το 2003, με το διπλό της Εθνικής Ανδρών στην Ισπανία που αποδείχθηκε κομβικό για την πρόκριση στο Euro 2004.
Και για να σβήσουν οριστικά οι συνεχιστές της (Καραγκούνης, Δέλλας, Μπασινάς, Γκούμας, Λάκης) το «γαμώτο» της χαμένης κούπας του Βουκουρεστίου:
Με την κατάκτηση αυτής που μας έκανε να παραμιλάμε έξι χρόνια αργότερα στα γήπεδα της Πορτογαλίας!
Νομιζω ειναι το ματς οπου η καμερα συλλαμβανει τα χειλια του Μαυρογενιδη να λενε στο διαιτητη: “Three penalty γ@μω την Παναγια μου”, σε μια φαση που ζητουσαμε πεναλτυ;