Εν μία νυκτί -κυριολεκτικά, τη νύχτα που έκανε 8,41 μ. στο άλμα εις μήκος και πήρε το χρυσό μετάλλιο- η Ελλάδα απέκτησε ένα καινούργιο αθλητικό αμόρε: Τον Μίλτο Τεντόγλου. Έναν 23χρονο Ολυμπιονίκη, ο οποίος προσγειώθηκε στην επικαιρότητα και έγινε διαμιάς διάσημος παγκοσμίως, με έναν τρόπο του φέρεσθαι εντελώς ξένο προς τα αθλητικά ειωθότα, εντελώς «από αλλού».
Με ένα στιλ που ανακατεύει τον κώδικα επικοινωνίας της πραγματικής νεολαίας με χειρονομίες από την κουλτούρα των ιαπωνικών κόμικ manga, το σούμο, την κινησιολογία του παρκούρ, την ποίηση του σημερινού ελληνόφωνου χιπ-χοπ και ένας θεός ξέρει τι άλλο.
Ο Τεντόγλου είναι μόλις ο 9ος χρυσός Ολυμπιονίκης για την Ελλάδα σε άθλημα στίβου από καταβολής των μοντέρνων Ολυμπιακών Αγώνων. Αυτό σημαίνει ότι με το μετάλλιό του απέκτησε άδεια μέλους σε ένα πολύ πολύ κλειστό όμιλο θρύλων, ο οποίος περιλαμβάνει ονόματα που διδάσκονται στα σχολεία (ή θα έπρεπε να διδάσκονται) όπως ο Σπύρος Λούης, η Βούλα Πατουλίδου, η Αθανασία Τσουμελέκα, η Κατερίνα Στεφανίδη.
Ο Μίλτος Τεντόγλου παραλαμβάνει τη σκυτάλη από τον Κώστα Τσικλητήρα. Δηλαδή, χρειάστηκε ένας αιώνας και 9 χρόνια για να εμφανιστεί ένας Έλληνας άλτης που να κυριαρχήσει σε Ολυμπιάδα. Αν και, για τους τύπους, ο Τσικλητήρας το 1912 στη Στοκχόλμη επρώτευσε σε ένα εντελώς διαφορετικό άθλημα, εφόσον τότε ήταν άλμα εις μήκος άνευ φοράς.
Αλλά αυτό μικρή σημασία έχει. Αυτό που μετρά είναι η μετριοφροσύνη του Τεντόγλου. Υπερβολική, θα έλεγε ίσως κάποιος. Ή ακόμη και «ύποπτη», υπό την έννοια ότι ο νέος χρυσός Ολυμπιονίκης κατέβαλε κάθε προσπάθεια να υποβαθμίσει την συγκλονιστική επιτυχία του. Περιέγραψε τα πρώτα άλματά του σαν «ό,τι να ‘ναι». Μιλούσε συνέχεια για το πόσο καλύτεροι ήταν οι ανταγωνιστές του και πόσο «τυχερός» στάθηκε ο ίδιος για να «κλέψει» τη νίκη με το τελευταίο του άλμα. Δεν ήξερε καν τι ώρα ήταν η απονομή.
Too cool to be true; Αν ως έθνος δεν ήμασταν μεθυσμένοι από την εκπληκτική του επιτυχία, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι όλα αυτά τα στιγμιότυπα που χάρισε στο κοινό ο Τεντόγλου, ιδιαίτερα μετά από το χρυσό του άλμα στον τελικό του μήκους, είναι μέρη μιας καλά προβαρισμένης παράστασης. Αναμφίβολα μιας πολύ ωραίας και πρωτότυπης παράστασης, αλλά όχι απαραίτητα αυθόρμητης.
Διότι ο Τέντογλου φαίνεται ότι είναι εκ φύσεως χαρισματικός, όχι μόνο λόγω της αξιοθαύμαστης αλτικότητάς του, χάρη στην οποίαν νίκησε αθλητές-ελατήρια, όπως τους Κουβανούς αντιπάλους του. Ο Μίλτος Τεντόγλου είναι γεννημένος σταρ -έστω και με την πλέον αντισυμβατική έννοια του όρου. Ξέρει πολύ καλά πώς να ξεχωρίζει, αποτολμώντας να επικοινωνήσει με τα μέλη μιας οικουμενικής κοινότητας η οποία θα καταλάβει αμέσως το σινιάλο του και θα τον χαιρετίσει και εκείνη με ικανοποίηση -αλλά μια κοινότητα που σε καμία περίπτωση δεν είναι mainstream.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο συμβολισμός του χαιρετισμού του κατά την παρουσίαση των αθλητών που θα λάμβαναν μέρος στον τελικό του άλματος εις μήκος. Οι συναθλητές του έκανε ο καθένας κάποιες χειρονομίες, λίγο-πολύ αναμενόμενες για το αθλητικό σύμπαν.
Ο Τεντόγλου εμφανίστηκε με γυαλιά ηλίου, άνοιξε τα πόδια του, έκανε ημικάθισμα και ακούμπησε το αριστερό του χέρι με σφιγμένη γροθιά στη γη. Ο άμεσος συνειρμός ήταν στην πρώτη στάση των σουμιτόρι, των παλαιστών του σούμο, οι οποίοι ξεκινούν τον αγώνα τους κάνοντας περίπου ό,τι έκανε και ο Μίλτος Τεντόγλου πριν βγει στο στάδιο για τον τελικό.
Ωστόσο, οι πιο υποψιασμένοι -και, κατ’ ανάγκην θιασώτες της manga κουλτούρας- αναγνώρισαν την περίφημη μέθοδο «Gear Two» ή «Second Gear», την οποίαν χρησιμοποιεί ο εξίσου περίφημος Monkey D. Luffy (γνωστός επίσης και σαν «O Luffy με το ψάθινο καπέλο»), ο πρωταγωνιστής του κόμικ manga «One Piece».
Κάθε φορά που ο Monkey D. Luffy χρειάζεται μια μεγάλη δόση υπερ-δύναμης, κάτι σαν το σπανάκι του Ποπάυ για τους αρχαιότερους ή σαν το μαγικό φίλτρο του Αστερίξ, κάνει το «Gear Two», γεμίζει με υπερφυσική ισχύ και είναι καθ’ όλα έτοιμος να ριχτεί στους πλέον ριψοκίνδυνους άθλους.
Θα χρειάζονταν χιλιάδες λέξεις για να γίνει, έστω και μια μικρή, εισαγωγή στην κουλτούρα των manga και το πάνθεον των πιο δημοφιλών ηρώων τους. Όπως και να ‘χει, όμως, όποια και εάν ήταν η πηγή έμπνευσης του χαιρετισμού που διάλεξε για να παρουσιάσει τον εαυτό του ως διεκδικητή του χρυσού στο άλμα εις μήκος, ο Μίλτος Τεντόγλου δεν αναζήτησε τίποτα που να παραπέμπει στον ελληνικό πολιτισμό. Ανέτρεξε στην Ιαπωνία και δανείστηκε από τη δική της παρακαταθήκη συμβολισμών αυτό που του ο ίδιος πίστευε ότι του ταιριάζει ιδανικά.
Τι θα μπορούσε να υποδηλώνει η συγκεκριμένη επιλογή; Πολλά και τίποτα -ή μάλλον ένα: Ότι αυτός ο πρωταθλητής δεν είναι σαν τους άλλους. Μιλά στην κάμερα σαν να απευθύνεται στον κολλητό του, προσέχει μόνο να μην του ξεφύγει κάποια (χοντρή) βωμολοχία, ειδάλλως την πολιτικώς ορθή διάλεκτο την έχει πετάξει προ πολλού στα σκουπίδια.
Δείχνει ότι θέλει να παραμείνει αυθεντικός και αποδεκτός σε όσους τον θυμούνται να κάνει παρκούρ και όχι σε όσους τον φαντάζονται ήδη να πλασάρει τα προϊόντα των χορηγών που -το δίχως άλλο- θα σπεύσουν να του προτείνουν συνεργασία.
Το σημείο αναφοράς του Μίλτου Τεντόγλου μοιάζει να είναι πχ ο χιπ-χόπερ Anser και όσοι κουνούν ρυθμικά το κεφάλι τους ακούγοντας την ευαίσθητη στιχοπλοκή του. Γι’ αυτό και στο Instagram, ο Μίλτος έχει παραθέσει τις ρίμες από το «Εκείνο το Τίποτα» του Anser. Το οποίο, σίγουρα κρύβει ένα κωδικοποιημένο μήνυμα -όπως και οτιδήποτε κάνει ή θα κάνει από εδώ και στο εξής στη δημόσια παρουσία του, ο σταρ/αντιστάρ Μίλτος Τεντόγλου.
Σαν παράκληση και σαν προσευχή, το αγαπημένο τραγούδι του Μίλτου Τεντόγλου ίσως λέει πολύ περισσότερα για τον χαρακτήρα του από ό,τι θα ήθελε να αποκαλύψει ο ίδιος:
«Και αν δεν ήταν αυτά τα βουνά τότε πες μου το που θα περπάταγα;
κι αν δεν μίλαγα με τα πουλιά ελευθερία από ποιον τι σημαίνει θα ‘μάθαινα;
Αν δεν ζούσα σ’ αυτά τα κατσάβραχα
σ’ αυτά τα μέρη τα απόμερα που τόσο αγάπησα,
πώς θα ‘χα μάθει να γίνομαι βράχος στα δύσκολα
και να εκδικούμαι σα θάλασσα;
Και αν δεν είχα στα χέρια μου πέτρες και λάσπες
και χιόνια και αγκάθια και χώματα,
αν δεν τα ‘βαζα όλα στο μαύρο ή στο κόκκινο
πώς θα εκτιμούσα τα χρώματα;
Κι αν είχα αυτιά για ν’ακούσω τα σάλια
που φτύνουν του κόσμου τα στόματα,
ένας ακόμα θα ήμουν γεμάτος με φόβους
και με ανεκπλήρωτα όνειρα.
Κι άμα δεν γέμιζα θλίψη και απόγνωση
τότε μπροστά στα χαλάσματα,
αν δεν μου μίλαγες που θα ‘χα βρει θάρρος
απ’ το μηδέν να ξανάρχιζα;
Και αν δεν γεμούσες με θράσος και πείσμα
και σθένος μπροστά στην επάρατο,
πώς θα ‘χα μάθει για ανθρώπους
που στέκονται όρθιοι και περιγελάνε το θάνατο;»
Με το χρυσό του “εσβυσε” τα εκατομυρια του Τσιτσιπά…