Τι είναι τα μακαντάμια;
Τα μακαντάμια (macadamia) είναι ένα γένος φυτών που περιλαμβάνει εννέα είδη ανθοφόρων της οικογένειας Proteaceae. Πρόκειται για αειθαλή δέντρα που μπορούν να φτάσουν μέχρι και τα 12 μέτρα σε ύψος και ευδοκιμούν κατά κύριο λόγο στις ακτές της ανατολικής Αυστραλίας (Queensland), στη Νέα Καληδονία και στην Ινδονησία. Το γένος αυτών των φυτών πήρε το όνομά του από τον John MacAdam, συνεργάτη του περίφημου βοτανολόγου Ferdinand von Mueller, ο οποίος και τα περιέγραψε πρώτος.
Μόλις δύο από αυτά τα είδη, τα Macadamia integrifolia και Macadamia tetraphylla, καλλιεργούνται συστηματικά για εμπορικούς λόγους, καθώς τα υπόλοιπα είτε δεν τρώγονται είτε περιέχουν κυανογλυκοσίδια που έχουν τοξική δράση στον οργανισμό. Η πρώτη επίσημη καλλιέργεια αναφέρεται γύρω στα 1880 στο New South Wales της Αυστραλίας. Εντούτοις, τα μακαντάμια καλλιεργήθηκαν πρώτη φορά για εμπορική εκμετάλλευση στη Χαβάη το 1920, που ήταν και η περιοχή που τα καθιέρωσε στην αγορά ως εμπορικό προϊόν.
Σήμερα η μεγαλύτερη παραγωγός χώρα είναι η Αυστραλία που ξεκίνησε να καλλιεργεί το προϊόν από το 1980 και στις μέρες μας κατέχει το 40% της παγκόσμιας παραγωγής. Άλλες χώρες που παράγουν μακαντάμια είναι η Ν. Αφρική, η Βραζιλία, η Κένυα, το Μαλάουι, η Κόστα Ρίκα, η Βολιβία κ.ά. «Ιδιαίτεροι» ξηροί καρποί
Στην Ελλάδα τα εισάγουμε κυρίως από τη Ν. Αφρική και θεωρούνται από τους πλέον «ιδιαίτερους» ξηρούς καρπούς, εξαιτίας της ήπιας, κρεμώδους και λεπτής τους γεύσης. Τρώγονται σκέτα, ενώ συχνά χρησιμοποιούνται στη μαγειρική, σε σαλάτες και τη ζαχαροπλαστική. Τα μακαντάμια θεωρούνται υψηλής διατροφικής αξίας καθώς βρέθηκε ότι περιέχουν πολλά ιχνοστοιχεία, όπως μαγνήσιο, ασβέστιο, σίδηρο, ψευδάργυρο, σελήνιο, χαλκό κ.ά. όπως επίσης και τοκοφερόλες, φυτοστερόλες και σκουαλένιο.
Σημαντικό είναι ότι περιέχουν μεγάλη ποσότητα μονοακόρεστων λιπαρών οξέων (75% του βάρους τους είναι λιπαρά οξέα, εκ των οποίων το 80% είναι μονοακόρεστα, κυρίως παλμιτολεϊκό οξύ), που τους προσδίδουν και την ιδιαίτερη υφή τους.
Πρόσφατες έρευνες έδειξαν
Οτι η κατανάλωσή τους βελτιώνει σε σημαντικό βαθμό το λιπιδαιμικό προφίλ σε άτομα που τα καταναλώνουν, ελαττώνοντας τις τιμές τόσο της ολικής χοληστερόλης (Total Cholesterol) όσο και της λεγόμενης «κακής» χοληστερόλης (LDL) στο αίμα. Καμία σημαντική μεταβολή δεν παρατηρήθηκε στα επίπεδα τωντριγλυκεριδίων στον ανθρώπινο ορό. Αναφέρεται εξάλλου και ελάττωση του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΒΜΙ) σε άτομα που διατρέφονταν με μακαντάμια, καθώς και ελάττωση των δεικτών φλεγμονής (λευκοτριένια, LTB-4) και οξειδωτικού στρες (8-ισοπροστάνιο).
Ωστόσο, η κατανάλωση των ξηρών αυτών καρπών ωστόσο και κάποιους κινδύνους, καθώς έχει βρεθεί στον ακατέργαστο καρπό μια πρωτεΐνη βάρους 17 kD με αλλεργιογόνο δράση. Στους σκύλους, προκαλεί ένα σύνδρομο που ξεκινά σε λιγότερο από 12 ώρες από την κατανάλωση των καρπών και χαρακτηρίζεται από αδυναμία, έμετους, ρίγη, υπερθερμία, κοιλιακό πόνο, ακαμψία κ.ά.
Στον ανθρώπινο οργανισμό έχουν καταγραφεί περιστατικά αλλεργιών που περιλαμβάνουν κνησμό, σύνδρομο στοματικής αλλεργίας (αγγειοοίδημα της υπερώας και της γλώσσας), πόνος και φαγούρα στο στήθος, δυσφαγία και δύσπνοια. Τα συμπτώματα σχετίζονται με αλλεργικές αντιδράσεις υπερευαισθησίας τύπου-Ι, οι οποίες επιβεβαιώνονται συνήθως με την εύρεση αυξημένων επίπεδων των IgE ανοσοσφαιρινών και τις θετικές δερματικές δοκιμασίες.
Επίσης έχει αναφερθεί χειλίτιδα μετά από χρήση καλλυντικών που περιείχαν ως συστατικό λάδι από μακαντάμια.
Σε πρόσφατη αμερικάνικη έρευνα αναφέρονται παρενέργειες μέτριας βαρύτητας σε ποσοστό 13% και σοβαρές στο 4% των ατόμων που παρουσίασαν αλλεργική αντίδραση στα μακαντάμια
Συμπερασματικά
Τα μακαντάμια, παρότι η καλλιέργειά και επεξεργασία τους είναι πολύ πιο ακριβή σε σχέση με άλλους ξηρούς καρπούς, έχουν ιδιαίτερη γεύση και υψηλή διατροφική αξία, βοηθούν στη βελτίωση του λιπιδαιμικού προφίλ ελαττώνοντας τους παράγοντες κινδύνου για νοσήματα του καρδιαγγειακού συστήματος και οπωσδήποτε αξίζουν μια θέση στο καθημερινό μας διαιτολόγιο.