Κατά τη διάρκεια της δίκης του, τον Μάιο του 1943, ο Μαξ Τάουμπνερ δεν επιχείρησε σε καμία περίπτωση να αποκρύψει πληροφορίες ή να ωραιοποιήσει τα γεγονότα. Μίλησε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για το πώς, αυτός και η ομάδα της οποίας ηγούνταν, διεξήγαν επιχειρήσεις εκκαθάρισης Εβραίων στη Σοβιετική Ένωση. «Τα κάναμε όλα υπακούοντας στις διαταγές του Φύρερ μας» επαναλάμβανε. Ο Τάουμπνερ είναι ο μοναδικός αξιωματικός των «SS» που κάθισε στο εδώλιο από το ίδιο το ναζιστικό καθεστώς για συμμετοχή στο Ολοκαύτωμα. Αυτή είναι η ιστορία του.
«Μισεί φανατικά τους Εβραίους»
Ο Μαξ Τάουμπνερ γεννήθηκε το 1910. Η οικογένεια του ήταν μεσοαστική και ο πατέρας του υψηλόβαθμος υπάλληλος στον σιδηρόδρομο. Σπούδασε μηχανικός αεροσκαφών και έγινε μέλος του ναζιστικού κόμματος στα τέλη του 1920. Το 1937 έγινε μέλος της Luftwaffe και το 1941 κατατάχθηκε εθελοντικά στα Waffen-SS. Ο Τάουμπνερ ηγήθηκε ομάδας η οποία είχε τον ρόλο της οπισθοφυλακής στο Ανατολικό Μέτωπο. Το Φθινόπωρο του 1941 ταξίδεψε στην Ουκρανία όπου και έδρασε. Από έγγραφα που διασώθηκαν ο Τάουμπνερ χαρακτηρίζεται ως άτομο το οποίο «μισεί φανατικά τους Εβραίους» και πριν τη μετάθεση του στην Ουκρανία είχε δηλώσει πως ήθελε να σκοτώσει 20.000 άτομα εβραϊκής καταγωγής. Ήταν ένας απόλυτα παθιασμένος Ναζί και απολύτως πιστός στον Χίτλερ και το όραμα του για μια νέα γερμανική αυτοκρατορία.
Τα εγκλήματα
Φτάνοντας στην Ουκρανία ο Τάουμπνερ ανέλαβε πρωτοβουλίες για την εκκαθάριση όσων Εβραίων είχαν απομείνει ζωντανοί μετά τις επιχειρήσεις που διεξήγαγαν οι ομάδες θανάτου «Einsatzgruppe C» και η 1η Ταξιαρχία των SS. Χωρίς να έχει συγκεκριμένες εντολές κυνήγησε μανιασμένα τους εναπομείναντες Εβραίους. Η ομάδα του δολοφόνησε μεθοδικά και με αδιανόητο σαδισμό ακόμα και άτομα που επίσημα έγγραφα της Βέρμαχτ χαρακτήριζαν «μη Εβραίους» και ικανούς να εργαστούν για το Ράιχ. Σε μια μικρή ουκρανική πόλη πήρε 319 φυλακισμένους και τους εκτέλεσε με συνοπτικές διαδικασίες θάβοντας τους στη συνέχεια σε ομαδικό τάφο. Σε μια άλλη πόλη της περιοχής σκότωσε 459 άτομα. Ήταν τέτοια η μανία του που ακόμα και υψηλόβαθμα μέλη της Βέρμαχτ αντέδρασαν καθώς έχαναν εργατικά χέρια. Ο Τάουμπνερ όμως δεν πτοήθηκε και συνέχιζε να «χτενίζει» την περιοχή και να εκτελεί.
Δεν του έφτανε να δολοφονεί τον εβραϊκό πληθυσμό αλλά ζητούσε από την ομάδα του να βασανίζουν τους μελλοθάνατους. Οι αναφορές για τον σαδισμό τους παγώνουν το αίμα. Γονείς αναγκάζονταν να βλέπουν τα παιδιά τους να δολοφονούνται με ξιφολόγχη. Στρατιώτες άρπαζαν παιδιά από τις αγκαλιές των μανάδων τους, τα κρατούσαν από τα μαλλιά και τα εκτελούσαν με μια σφαίρα στον λαιμό. Σε άλλες περιπτώσεις έδιναν στους κρατουμένους γεωργικά εργαλεία και τους ανάγκαζαν να σκοτωθούν μεταξύ τους. Ο Τάουμπνερ ανάγκαζε μάλιστα πολλές φορές έναν Εβραίο να παίζει ακορντεόν την ώρα των μαζικών εκτελέσεων γιατί του άρεσε να παρακολουθεί το θέαμα μετά μουσικής.
Παράλληλα απαθανάτιζε το φρικτό του έργο τραβώντας φωτογραφίες. Επέστρεψε στην Γερμανία με ένα άλμπουμ 69 φωτογραφιών με μαζικές εκτελέσεις, λόφους από στοιβαγμένα πτώματα, ακόμα και δολοφονίες παιδιών. Έδειχνε με καμάρι το υλικό στην οικογένεια του και σε συνεργάτες κομπάζοντας για το ηρωικό έργο που επιτελούσε στο Ανατολικό Μέτωπο. Αυτή ήταν και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και τον Απρίλιο του 1942 συνελήφθη μαζί με τέσσερα μέλη της ομάδας του με την κατηγορία ότι ενήργησαν αυτόνομα και αμαυρώνουν την εικόνα του Ράιχ. Τελικά ο μόνος που οδηγήθηκε σε δίκη ήταν ο Τάουμπνερ.
Η δίκη και η ετυμηγορία
Η δίκη έγινε τον Μάιο του 1943 στο Μόναχο. Ο Γερμανός αξιωματικός φαινόταν να μην κατανοεί γιατί βρέθηκε σε αυτή τη θέση. «Όλοι γνώριζαν για τις δολοφονίες των Εβραίων και το συζητούσαν. Εγώ και οι άντρες μου απλά εκτελούσαμε τις διαταγές του Φύρερ» τόνιζε και υποστήριζε ότι δεν γνώριζε ότι είναι παράνομο να απαθανατίζεις τις εκτελέσεις. Ο κατήγορος στάθηκε κυρίως στο γεγονός των φωτογραφιών και ιδιαίτερα σε μια στην οποία φαινόταν μια γυμνή Εβραία. Αναφέρθηκε επίσης στον χαρακτήρα του Τάουμπνερ τονίζοντας ότι είχε αναγκάσει τη σύζυγο του να κάνει έκτρωση, δείγμα κακού Γερμανού.
Η ετυμηγορία ήταν τελικά καταδικαστική αλλά η αιτιολόγηση αποτελεί ένα ακόμα «μνημείο» της ναζιστικής παράνοιας. «Το να σκοτώνει κανείς Εβραίους δεν αποτελεί έγκλημα. Οι Εβραίοι πρέπει να εξοντωθούν και κανείς από αυτούς που εκτελέστηκαν δεν συνιστά σοβαρή απώλεια. Ο κατηγορούμενος όμως έπρεπε να κατανοεί ότι η ευθύνη για την εξόντωση των Εβραίων ανήκει στους κομάντο που υπάρχουν για τον συγκεκριμένο σκοπό. Ο κατηγορούμενος συγχωρείται για το γεγονός ότι θεώρησε ότι έχει την εξουσία να συμμετέχει στην εξόντωση των Εβραίων. Έδρασε όμως με ωμότητα και επέστρεψε στους άντρες του να δράσουν με τέτοια αποκρουστική σκληρότητα ώστε συμπεριφέρθηκαν, υπό τις διαταγές του, σαν ορδή αγρίων» αναφέρει η απόφαση και συνεχίζει τονίζοντας πως ο Τάουμπνερ: «Είχε ενεργήσει έτσι από αληθινό μίσος προς τους Εβραίους και όχι από σαδισμό αλλά είχε αποκαλύψει έναν κατώτερο χαρακτήρα και έναν υψηλό βαθμό πνευματικής αποκτήνωσης. Η διαγωγή του κατηγορουμένου είναι ανάξια ενός έντιμου και ευπρεπούς Γερμανού ανδρός».
Ο Τάουμπνερ καθαιρέθηκε από το στράτευμα και καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλάκιση. Δεν τιμωρήθηκε για τις μαζικές εκτελέσεις αλλά και για τον σαδισμό και τις φωτογραφίες που… αμαύρωναν την εικόνα του Ράιχ. Ο ίδιος ο Χίμλερ έδωσε εντολή να καταστραφεί το φωτογραφικό υλικό του Τάουμπνερ για να μην πέσει σε λάθος χέρια. Ο Γερμανός αξιωματικός εξέτισε μόλις δύο χρόνια στο Νταχάου και στη συνέχεια πήρε χάρη από τον Χίμλερ. Μετά το τέλος του πολέμου συνελήφθη από τον σοβιετικό στρατό και μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων. Επέστρεψε στη Γερμανία το 1949. Δέκα χρόνια μετά οι αρχές επιχείρησαν να ανοίξουν και πάλι την υπόθεση του και να δικαστεί εκ νέου. Το δικαστήριο όμως έκρινε ότι κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβεί καθώς είχε ήδη λάβει καταδίκη. Το 1973 κατέθεσε σε δίκη ενός από τους υφισταμένους του. Υποστήριξε ότι πλέον δεν θυμάται λεπτομέρειες για τις εκτελέσεις και τα βασανιστήρια. Στη συνέχεια τα ίχνη του εξαφανίστηκαν και όλα συνηγορούν ότι πέθανε κάποια στιγμή στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Τα έγγραφα της δικής του το 1943 διασώθηκαν και παραμένει ως σήμερα ο μοναδικός Γερμανός αξιωματικός που δικάστηκε από το ναζιστικό καθεστώς για συμμετοχή στο Ολοκαύτωμα.