Την έλεγαν La Divina και θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες σοπράνο που υπήρξαν ποτέ- ωστόσο σε νέα βιογραφία της Μαρίας Κάλλας, που βασίζεται σε επιστολές που δεν είχαν δημοσιευτεί προγουμένως, η εικόνα που διαγράφεται είναι μιας γυναίκας που βασανίστηκε και προδόθηκε πολύ κατά τη διάρκεια της λαμπρής και ταραγμένης ζωής της.
Σύμφωνα με τη Λίντσι Σπενς, συγγραφέα του «Cast A Diva: The Hidden Life of Maria Callas», « η Κάλλας η τραγουδίστρια μπορεί να είχε το πάνω χέρι στον κόσμο της μουσικής, μα η Μαρία η γυναίκα ήταν θύμα των συνθηκών».
Όπως γράφει στο βιβλίο, ο εραστής της, μεγιστάνας Αριστοτέλης Ωνάσης, την νάρκωνε τακτικά ώστε να την κακοποιεί σεξουαλικά, ενώ η μητέρα της την εκβίαζε, προσπαθώντας να την εξαναγκάσει στην πορνεία. Ανάλογες ήταν οι σχέσεις της και με τον σύζυγο και τον πατέρα της.
Πάνω από 30 βιογραφίες έχουν γραφτεί για την Κάλλας, μα η Σπενς βασίζει τη δική της σε κουτιά με γράμματα που βρίσκονταν σε ένα αρχείο στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ στην Καλιφόρνια.
Η αλληλογραφία της με τον σύζυγο και ατζέντη της, Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, δείχνει πως ήταν «πραγματικά υποτακτική και υπάκουη σε αυτόν, και άρχισα να συνειδητοποιώ ποια ήταν ως γυναίκα» είπε η Σπενς στη Daily Mail. «Ήταν ένα τόσο υποτακτικό άτομο, και αυτό έρχεται πραγματικά σε αντίθεση με την Κάλλας, τη ντίβα. Και όταν έχεις τέτοιες τάσεις, φυσικά και ελκύεις άτομα που σε κακοποιούν» προσθέτει, σημειώνοντας πως τέτοια άτομα ήταν ο Μενεγκίνι, ο Ωνάσης και ακόμη και οι ίδιοι οι γονείς της.
Συγκεκριμένα για τον Ωνάση λέει πως τη «βασάνιζε» συναισθηματικά και σωματικά κατά τη σχέση τους πριν την εγκαταλείψει για τη Τζάκι Κένεντι, την οποία παντρεύτηκε το 1968.
Από τα ημερολόγια προσώπου με το οποίο η Κάλλας συνδεόταν φιλικά η Σπενς ανακάλυψε πως ο Ωνάσης της έδινε μεθακουαλόνη (Mandrax), με αποτέλεσμα να αναπτύξει εξάρτηση από αυτό, καθώς και Nembutal. Τα έπαιρνε με τη θέλησή της, ωστόσο, όπως γράφει στο βιβλίο της η βιογράφος, όταν ήταν ναρκωμένη ο Ωνάσης την κακοποιούσε σεξουαλικά με πολύ υποτιμητικούς τρόπους, τους οποίους δεν θα επέτρεπε αν είχε κανονικά τις αισθήσεις της.
Μεταξύ άλλων η Σπενς γράφει ότι η Κάλλας υπέφερε από προβλήματα ψυχικής υγείας, που επιδεινώθηκαν όταν διαπίστωσε πως ο Ωνάσης πήγαινε πολύ συχνά στα «κορίτσια» της Μαντάμ Κλωντ στο πορνείο της στο Παρίσι. Μάλιστα, είχε ένα υπνοδωμάτιο στο σπίτι του στο Παρίσι που ήταν διακοσμημένο σαν πορνείο.
Ο Ωνάσης πάντως εξέπεμπε έναν σεξουαλικό μαγνητισμό στον οποίο η Κάλλας δεν μπορούσε να αντισταθεί, και μάλιστα ακολούθησε μια επικίνδυνη δίαιτα για να ανταποκρίνεται στα γούστα του εμφανισιακά.
Πάντως η Σπενς απορρίπτει τις θεωρίες πως είχαν κρυφά ένα παιδί: Ήταν όντως έγκυος στις αρχές του 1960, λέει, μα, επικαλούμενη τα γράμματα της Κάλλας στους δικηγόρους, της τονίζει πως απέβαλε. Τότε ήταν ακόμα με τον Μενεγκίνι, που απειλούσε να της πάρει το παιδί. Ακολούθησε άλλη μια αποβολή και μια έκτρωση.
Σύμφωνα με τη βιογραφία της, η οικογένειά της την κακοποιούσε από το παρελθόν: Η μητέρα της, Λίτσα, την πίεζε να τραγουδά για άλλους, και κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, έχοντας επιστρέψει στην Αθήνα με τη Μαρία και την αδελφή της, Τζάκι, από τις ΗΠΑ, βοηθούσε Βρετανούς αξιωματικούς να κρύβονται, ενώ η ίδια εκπορνευόταν, πιέζοντας παράλληλα και τις κόρες της να κάνουν το ίδιο. Αν και η Τζάκι το έκανε, η Μαρία, σύμφωνα με τη Σπενς, έπειθε να την πληρώνουν για να τραγουδά.
Ωστόσο, ουδέποτε συγχώρησε τη μητέρα της. Επέστρεψε το 1945 στις ΗΠΑ, όπου βρήκε ξανά τον πατέρα της. Όταν έγινε διάσημη η μητέρα της προσπάθησε να την εκβιάσει, απειλώντας να αυτοκτονήσει, και διαρρέοντας στον Τύπο ιστορίες περί εγκατάλειψής της. Επίσης, δεν ήταν καλές οι σχέσεις και με τον πατέρα της, που είχε φαρμακείο στη Νέα Υόρκη.
Ως εκ τούτου η διάσημη σοπράνο ήταν ευάλωτη σε όσους της έδειχναν στοργή: «Με την καλοσύνη οι άνθρωποι μπορούν να αποκτήσουν οτιδήποτε από εμένα, μπορούν να με κάνουν ανόητη» έλεγε η ίδια. Σύμφωνα με τη Σπενς, η Κάλλας «έψαχνε πάντα για την αγάπη που δεν μπόρεσαν να της δώσουν οι γονείς της».
Παντρεύτηκε τον σύζυγό της, Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, τον οποίο συνάντησε όταν αυτή ήταν 23 χρονών και αυτός 27 χρόνια μεγαλύτερός της. Έγινε ατζέντης της και η καριέρα της απογειώθηκε, κάτι που αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτόν. Κατά τη Σπενς η ίδια ήθελε να σταματήσει κάποια στιγμή και να κάνει παιδί, μα συνέχιζε λόγω του Μενεγκίνι, ο οποίος, αν και την αγάπησε, διοχέτευε πολλά χρήματα σε ελβετικούς λογαριασμούς ή πλήρωνε με αυτά τα χρέη του. Όταν το ανακάλυψε η ίδια, τον χαρακτήρισε ως «προαγωγό» της. «Ήμουν ανόητη…που τον εμπιστεύτηκα» έγραφε η ίδια σε μια επιστολή.
Ακολούθησε η θυελλώδης σχέση της με τον γοητευτικό Ωνάση, που την κυνήγησε εντατικά μετά τη γνωριμία τους το 1957. Ωστόσο μετά το έντονο φλερτ ο Ωνάσης άρχισε να χάνει το ενδιαφέρον του, συνεχίζοντας να σχετίζεται με άλλες γυναίκες- και κατά καιρούς γινόταν βίαιος. «Νομίζουν πως είναι μια μεγάλη ιστορία αγάπης…μα ο Ωνάσης κάποτε παραλίγο να τη σκοτώσει, χτυπώντας την πολύ άγρια».
Όταν ο Ωνάσης την εγκατέλειψε για τη Τζάκι Κένεντι το 1968, η σχέση του με την Κάλλας ήταν εξαιρετικά τοξική: Κάποια στιγμή τη χτύπησε στο πρόσωπο μπροστά σε καλεσμένους, φωνάζοντας «είσαι καλή μόνο για… και πλέον ούτε καν για αυτό».
Μετά τον χωρισμό της της έκανε σχέση με τον τενόρο Τζουζέπε ντι Στέφανο. Καθώς η φωνή της χειροτέρευε, μετακόμισε στο Παρίσι, εθίστηκε στα χάπια και περνούσε τις ημέρες της κοιτώντας τηλεόραση και τρώγοντας παγωτό, με συντροφιά την αδελφή της, Τζάκι. Τα τελευταία της χρόνια χαρακτηρίστηκαν, σύμφωνα με τη Σπενς, από μοναξιά και θλίψη. Πέθανε το 1977 από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 53 ετών.